Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
Το συνεχώς επιδεινούμενο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, που απειλεί να ανατρέψει κάθε σχεδιασμό για το ασφαλιστικό και τις παροχές υγείας, συζήτησαν χθες στη Βουλή οι πολιτικοί αρχηγοί. Και σε αυτό το θέμα οι αρχηγοί απέτυχαν να συμφωνήσουν σε θαρραλέες τομές και συναίνεσαν μόνο σε παρεμβάσεις επιδοματικού χαρακτήρα, που απλώς μεταθέτουν το ζήτημα.
Με το βλέμμα περισσότερο στις επερχόμενες κάλπες και λιγότερο στην ανάγκη να χαραχτεί, έστω και την ύστατη ώρα, μια εθνική στρατηγική για το δημογραφικό, οι πολιτικοί αρχηγοί προσήλθαν χθες στην Ολομέλεια της Βουλής για να προτείνουν λύσεις στον απόηχο της δημοσίευσης της έκθεσης-σοκ της διακομματικής επιτροπής του Κοινοβουλίου για το δημογραφικό. Μιας έκθεσης η οποία προβλέπει ότι στο τέλος της επόμενης εικοσαετίας (2035) ο πληθυσμός της Ελλάδας θα κυμανθεί από 10,4 έως 9,5 εκατομμύρια (έναντι 10,9 εκατομμυρίων το 2015), κάτι που σημαίνει μείωση έως και 1,4 εκατομμυρίου σε απόλυτες τιμές (12,4%). Η τάση αυτή αναμένεται να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις το 2050, όπου ο πληθυσμός της Ελλάδας αναμένεται να κυμανθεί από 10 έως 8,3 εκατομμύρια, μια μείωση που σε απόλυτες τιμές φτάνει τα 2,4 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια ο πληθυσμός της χώρας απειλείται να συρρικνωθεί σχεδόν κατά το ένα τέταρτο (23,4%) μέσα σε μόλις 35 χρόνια.
Το πρόβλημα για την Ελλάδα θα επιταθεί όμως και από την προϊούσα γήρανση του πληθυσμού, ο οποίος μειώνεται συνέχεια από το 2011 και μετά και θα συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της διακομματικής έκθεσης, ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού 15-64 ετών θα εξακολουθήσει να ανεβαίνει και η δημογραφική γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, καθώς το ποσοστό των άνω των 65 ετών θα αυξάνει συνεχώς. «Η γήρανση στη χώρα μας όχι μόνον δεν ανακόπτεται, αλλά οι ρυθμοί της αναμένεται να επιταχυνθούν μέχρι το 2050», ξεκαθαρίζουν οι ειδικοί επιστήμονες που τοποθετήθηκαν στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Οι επιπτώσεις της γήρανσης
Όπως προειδοποιεί η έκθεση, η ποσοστιαία μείωση του πληθυσμού στις αποκαλούμενες παραγωγικές ηλικίες και η δυσανάλογη αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων θέτουν σε άμεσο κίνδυνο και τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος υγείας. «Οι συντάξεις και οι παροχές υγείας ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού ατόμων θα καλύπτονται από τις εισφορές και τους φόρους που καταβάλλονται από ένα συνεχώς μειούμενο αριθμό εργαζομένων. Είτε βασίζονται στο διανεμητικό είτε στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα είναι εξίσου ευάλωτα στις δημογραφικές εξελίξεις» επισημαίνεται στην έκθεση και υπογραμμίζεται ότι η βιωσιμότητα ειδικότερα του διανεμητικού συστήματος επηρεάζεται από τη δυσμενή μεταβολή της σχέσης συνταξιούχων – εργαζομένων, ενώ το κεφαλαιοποιητικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ευάλωτο στις χαμηλές αποδόσεις, συνεπεία της δημογραφικής γήρανσης.
Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού και η συνεχιζόμενη γήρανσή του αναμένεται να έχει άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας, ο οποίος φθίνει και γηράσκει αδιάλειπτα, δηλαδή η μέση ηλικία του ανεβαίνει συνεχώς. Ειδικότερα (από 7 εκατ. το 2015) οι 15 έως 64 ετών αναμένεται το 2035 να κυμανθούν από 5,8 έως 6,3 εκατ., οι δε 20 έως 69 ετών (7,1 εκατ. το 2015) θα κυμανθούν από 6,6 έως 6,1 εκατ. Στο τέλος, δε, της προβολικής περιόδου (2050), οι μεν 15 έως 64 ετών θα κυμανθούν από 4,6 έως 5,5 εκατ., οι δε 20 έως 69 ετών αναμένεται να κυμανθούν από 4,8 έως 5,7 εκατομμύρια.
Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, η επιστημονική έκθεση που έχει περιληφθεί στο πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, εκτός από τα μέτρα για την ανακοπή των πτωτικών τάσεων της γονιμότητας, πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε ο πληθυσμός μας να γηράσκει σε καλή υγεία, παραμένοντας οικονομικά και κοινωνικά δραστήριος και παραγωγικός. Η «υγιής γήρανση» αποτελεί, επομένως, ένα αντίδοτο στη δημογραφική γήρανση, αναδεικνύοντας την αξία των ηλικιωμένων στην κοινωνία, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο τους και ενισχύοντας τους διαγενεακούς δεσμούς. Μάλιστα, η έκθεση προειδοποιεί ότι η κρίση του δημόσιου συστήματος υγείας και η μείωση των εισοδημάτων ευρύτατου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού πιθανότατα θα έχουν επιπτώσεις στην υγεία του και στη μακροζωία του. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι η μείωση του εργατικού δυναμικού υποθηκεύει ταυτόχρονα και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, με άμεσες συνέπειες τη μείωση της ανταγωνιστικότητας, της καινοτομίας, της παραγωγικότητας και του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ, παράγοντες που με τη σειρά τους διαμορφώνουν αρνητικό κλίμα και για τις δημογραφικές προοπτικές.
Η κρίση και το brain drain
Αναλύοντας τα αίτια του φαινομένου, η έκθεση υπογραμμίζει τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, της μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό, αλλά και της μείωσης των μεταναστών που παραμένουν στη χώρα. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι η οικονομική κρίση δεν αποτελεί μεν την κύρια αιτία του περιορισμού της τεκνοποίησης, αλλά ενίσχυσε υφιστάμενες τάσεις προηγούμενων δεκαετιών που οφείλονται κυρίως στην αλλαγή προτύπων και τρόπου ζωής. Παράλληλα, η μαζική φυγή των νέων στο εξωτερικό στα χρόνια της κρίσης όχι μόνο μείωσε τον πληθυσμό αλλά επέτεινε και τη γήρανση. Μάλιστα η έκθεση αναφέρει ότι το brain drain προήλθε «από τις ολιγοπληθείς γενεές των ατόμων που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 1995», οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν αναμένεται να επιστρέψουν τις τρεις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα.
Αναφορικά με τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς η έκθεση τονίζει ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης η χώρα δεν μπορεί να αποτελέσει «ελκυστικό» προορισμό για οικονομικούς μετανάστες. Μάλιστα τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι από την απογραφή του 2011 έως το 2017 ο πληθυσμός των μεταναστών μειώθηκε κατά 235.000 (από 912.000 το 2011). «Η πρόσφατη κρίση άλλαξε εκ νέου την φορά των ροών και το ισοζύγιο εισόδων και εξόδων γίνεται εκ νέου αρνητικό παρ’ όλη την εγκατάσταση στη χώρα μας τμήματος των προσφύγων» αναφέρει η έκθεση.
Μάλιστα, καλεί την πολιτεία να αποφασίσει ποιες πολιτικές πρέπει να υιοθετηθούν με στόχο την ενσωμάτωση όσων ατόμων έχουν εγκατασταθεί ή θα εγκατασταθούν στη χώρα μας. Η έκθεση διερωτάται, μάλιστα, με δεδομένο το εκρηκτικό δημογραφικό πρόβλημα, εάν εκτιμάται ως θετική ή μη η είσοδος στο μέλλον νέων αλλοδαπών.
Αναγκαία, αλλά όχι επαρκής η επιδοματική πολιτική
Για το ζήτημα των προτεινόμενων λύσεων η έκθεση υπογραμμίζει ότι η επιδοματική παρέμβαση είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση του δημογραφικού, αλλά δεν αρκεί. «Η δημογραφική πολιτική θα πρέπει να συναντά και να αλληλοσυμπληρώνεται με τις αντίστοιχες πολιτικές για την απασχόληση, την οικογένεια, την μητρότητα/γονεϊκότητα, την ισότητα των φύλων, καθώς και τις πολιτικές για το παιδί» εξηγούν οι ειδικοί επιστήμονες. Η έκθεση καταλήγει όμως και σε μια δέσμη δέκα προτάσεων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού.
Ειδικότερα, προτείνονται: 1) Πολιτικές απασχόλησης κυρίως για την προστασία της εγκυμοσύνης και της μητρότητας. 2) Δημιουργία υποδομών φροντίδας παιδιών. 3) Επιδόματα, μέριμνα, στεγαστική πολιτική. 4) Προώθηση φορολογικών και άλλων κινήτρων. 5) Εκπαιδευτική πολιτική και σεξουαλική αγωγή. 6) Πολιτικές υγιούς και ενεργούς γήρανσης. 7) Μέτρα για την κοινωνική ένταξη μεταναστών/μεταναστριών και θετικές δράσεις για την ανάσχεση κι αντιστροφή του brain drain. 8) Δέσμη πρωτοβουλιών για την υγεία (υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και εθνικό σχέδιο δράσης για τις νεοπλασματικές ασθένειες). 9) Πολιτικές οδικής ασφάλειας και 10) πολιτικές ενημέρωσης κι ευαισθητοποίησης.
Προτάσεις για οικονομική στήριξη
Κοινή συνισταμένη των παρεμβάσεων του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση στη Βουλή ήταν η οικονομική στήριξη των νέων για την απόκτηση παιδιών αλλά και η άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Μάλιστα ο κ. Τσίπρας χαιρέτισε την πρόταση του κ. Μητσοτάκη για τη χορήγηση 2.000 ευρώ σε κάθε οικογένεια που φέρνει παιδί στην Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός άνοιξε, όμως, και το θέμα της ενσωμάτωσης των μεταναστών στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του δημογραφικού. Ειδικότερα, χαρακτήρισε «πλούτο και όχι απειλή» για μια χώρα την ενσωμάτωση των μεταναστών και επισήμανε, προς επίρρωση του ισχυρισμού του, ότι οι χώρες που πρωτοστατούν στη «σταυροφορία» κατά των προσφύγων και των μεταναστών είναι εκείνες με το οξύτερο δημογραφικό πρόβλημα και τον πιο γερασμένο πληθυσμό. Αντίθετα επικαλέστηκε στοιχεία του Population Europe του Ινστιτούτου Max Planck, που καταδεικνύουν ότι χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Σουηδία, το Βέλγιο θα αυξήσουν σημαντικά τον πληθυσμό τους μέχρι το 2050 επιλέγοντας την ενσωμάτωση των μεταναστών. «Εμείς δεν θα γυρίσουμε την πλάτη στους ανθρώπους που η Ελλάδα έγινε η δική τους πατρίδα, δεν θα στερήσουμε από τον τόπο μας, τις νέες γενιές των ελληνόπουλων διαφορετικής καταγωγής, εθνικότητας, χρώματος», ανέφερε ο κ. Τσίπρας.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι οι πολιτικές ενάντια στη λιτότητα είναι εκείνες που ευνοούν και την αύξηση του πληθυσμού. «Η ανατροπή της τάσης μείωσης των γεννήσεων δεν μπορεί να συμβεί μέσα από πολιτικές λιτότητας και διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας και επισήμανε ότι η αύξηση του πληθυσμού θα έρθει ως «λογική συνέπεια της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης». Αναφέρθηκε, όμως, και στο αποτέλεσμα των πολιτικών της κυβέρνησης σε κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται με το δημογραφικό, υπογραμμίζοντας τη μείωση της ανεργίας κατά εννέα μονάδες επί ΣΥΡΙΖΑ, την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού – κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, καθώς και την αναβάθμιση του ελεγκτικού ρόλου του ΣΕΠΕ. Ο κ. Τσίπρας τόνισε ακόμη ότι επί της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αυξήθηκε κατά 60% ο αριθμός των παιδιών που στηρίζονται για τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, με «πολύ σημαντική αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης» και ανέφερε ότι το πρόβλημα των παιδιών που μένουν εκτός «έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν επαρκείς παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί στη χώρα, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί». Ανέφερε, πάντως, ότι στόχος της κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια είναι να υπάρχει κάλυψη σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για 150.000 παιδιά. «Αυτό είναι πολύ κρίσιμο για τη μείωση της υπογεννητικότητας, για την καταπολέμηση του προβλήματος του δημογραφικού» ανέφερε.
Δέσμη μέτρων
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέθεσε δέσμη μέτρων με τέσσερις κατευθύνσεις για το δημογραφικό: Πρώτον, μείωση του βάρους για την απόκτηση παιδιού, δεύτερον, στήριξη των εργαζόμενων γονέων -κυρίως των γυναικών- και των μεγάλων οικογενειών, τρίτον, επιστροφή των νέων που έφυγαν από την Ελλάδα και, τέταρτον, διαγενεακή αλληλεγγύη μέσω ενός σύγχρονου Ασφαλιστικού.
Ειδικότερα, επανέλαβε την εξαγγελία του για την ενίσχυση των νέων οικογενειών με 2.000 ευρώ για κάθε παιδί και την αντίστοιχη αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ. «Έτσι, θα ωφεληθούν κυρίως οι πιο αδύναμοι που σήμερα διστάζουν να κάνουν παιδιά. Ενώ πρόσθετα κίνητρα δίνονται ειδικά σε ζευγάρια που θα τεκνοποιούν νωρίτερα από τα 30 τους χρόνια» είπε και συμπλήρωσε ότι όλα τα βρεφικά είδη αλλά και τα είδη υγιεινής πρώτης ανάγκης για τις γυναίκες θα υπαχθούν στον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ και παράλληλα δεσμεύθηκε για την ένταξη όλων των ελληνόπουλων σε παιδικό σταθμό.
Επιπλέον κατέθεσε προτάσεις για τη διευκόλυνση των υιοθεσιών. Απαντώντας, πάντως, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι ισχύει ήδη νέο θεσμικό πλαίσιο για την υιοθεσία, το οποίο μειώνει τον χρόνο αναμονής σε 8-12 μήνες από 4-6 χρόνια που ήταν μέχρι σήμερα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε έμφαση στο θέμα της αντιμετώπισης του brain drain που έπληξε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. «Η φυγή 400.000 νέων -στις πιο δυναμικές ηλικίες, δυστυχώς,- επιτείνει το πρόβλημα. Νέοι άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, οι περισσότεροι έφυγαν λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και λόγω της αναξιοκρατίας, λόγω της διαφθοράς» είπε ο κ. Μητσοτάκης.
200 ευρώ τον μήνα
Στην παρέμβασή της η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά κατέθεσε πρόταση να καταβάλλονται 200 ευρώ τον μήνα για τρία χρόνια για κάθε νέο παιδί και παράλληλα να αποκτήσουν οι τρίτεκνοι τα δικαιώματα των πολυτέκνων. Εξήγησε δε ότι η πρόταση που κατέθεσε στο τραπέζι αφορά: α) τα ζευγάρια χωρίς παιδί και τα ζευγάρια με ένα παιδί, που έχουν ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα ως και 25.000 ευρώ με στεγαστικό δάνειο ή ενοίκιο, για πρώτη κατοικία, β) τα ζευγάρια χωρίς και τα ζευγάρια με ένα παιδί που έχουν ετήσιο καθαρό εισόδημα ως και 20.000 ευρώ (δίχως στεγαστικό δάνειο ή ενοίκιο). Ταυτόχρονα, όμως, καταλόγισε στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ ότι πλειοδοτούν σε εφάπαξ επιδόματα.