Τις εξελίξεις στα ΑΕΙ της χώρας εξέτασε σε πρόσφατη (2/11) συνεδρίαση της η διοικούσα επιτροπή της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ), που διαπιστώνει ότι η ενίσχυση και η ανάπτυξη του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου «δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση».
Όπως επισημαίνει η ομοσπονδία των πανεπιστημιακών, ο πραγματικός εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου έχει προϋπόθεση τη γενναία αύξηση της χρηματοδότησης, ώστε να αντιμετωπιστούν τα λειτουργικά έξοδα και τα κρίσιμα προβλήματα της υποστελέχωσης και των γερασμένων υποδομών. Παράλληλα, η ενίσχυση, με ένα πλέγμα πολιτικών, της φοιτητικής μέριμνας και στέγης αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων.
Ως προς την προσήλωση της κυβέρνησης στον διακηρυγμένο στόχο της για νομοθετική πρωτοβουλία που θα δημιουργεί «χώρο» για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα στο όνομα της «άρσης του αναχρονισμού και της εθνικής εξαίρεσης» και ενάντια στη συνταγματική επιταγή του άρθρου 16, η ΔΕ της ΠΟΣΔΕΠ υπογραμμίζει πως η ίδρυση ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα δεν απαντά στα κρίσιμα προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
«Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν φοβούνται τη σύγκριση με ξένα πανεπιστήμια. Οι θέσεις που καταλαμβάνουν στις διεθνείς κατατάξεις τα ελληνικά πανεπιστήμια και τα τμήματά τους είναι υψηλές, συγκρίσιμες και ανώτερες με ξένα που διαθέτουν πολλαπλάσιους πόρους.
Απειλή για το δημόσιο πανεπιστήμιο και για την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου αποτελεί, ως αποτέλεσμα χρόνιας συστηματικής πολιτικής για τη στήριξη των κολεγίων, η απόδοση επαγγελματικών δικαιωμάτων στα πτυχία των κολεγίων, χωρίς ουσιαστικές διαδικασίες ελέγχου της επαγγελματικής επάρκειας πριν τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος. Αυτοί οι τίτλοι σπουδών αποκτούνται με υψηλά δίδακτρα σε αδιαβάθμητους κερδοσκοπικούς φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης (δηλαδή δεν ανήκουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση), οι οποίοι δεν ελέγχονται, ούτε αξιολογούνται ως προς την ποιότητα των σπουδών», αναφέρει η ΠΟΣΔΕΠ, σημειώνοντας πως τα συνεργαζόμενα πανεπιστήμια της αλλοδαπής που παρέχουν τη χρήση του ονόματός τους βρίσκονται πολλές εκατοντάδες θέσεις πιο πίσω στις διεθνείς κατατάξεις από τα ελληνικά.
Για τους πανεπιστημιακούς, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, ελληνικών ή ξένων, με ή χωρίς την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, «δεν αποτελεί προτεραιότητα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Προτεραιότητα αποτελεί η έμπρακτη στήριξη των δημόσιων Πανεπιστημίων, και ιδιαίτερα των περιφερειακών που απειλούνται με ερήμωση. Η ΠΟΣΔΕΠ, μαζί με όλη την πανεπιστημιακή κοινότητα (φοιτητές, ΕΔΙΠ, διοικητικούς, ερευνητές κλπ) και όλον τον ελληνικό λαό, θα στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Δεν δεχόμαστε να εξετάζεται νέο νομικό πλαίσιο που θα διέπει “ιδιωτικά / μη κρατικά” πανεπιστήμια, ακόμη και ως συμπράξεις με ελληνικά ΑΕΙ, εάν προηγουμένως δεν υπάρξει συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ουσιαστικά μέτρα στήριξης και ανάταξης του δημόσιου πανεπιστημίου», ξεκαθαρίζει η ΠΟΣΔΕΠ.
Αναφορικά με τις κυβερνητικές αποφάσεις για τα μισθολογικά ζητήματα των πανεπιστημιακών, η ΔΕ της ΠΟΣΔΕΠ παρατηρεί πως δε συμμορφώνονται πλήρως με τις αποφάσεις του ΣτΕ (4741/2014 και 1911/2022) για επαναφορά των αποδοχών τουλάχιστον στα επίπεδα του 2012 (ΕΓ17-10-2023), ενώ βρίσκονται πολύ πίσω από τις ανάγκες για ουσιαστική μισθολογική αναβάθμιση.
«Το νέο μισθολόγιο δεν καλύπτει τις πολυετείς μισθολογικές απώλειες των μελών ΔΕΠ, ούτε αποκαθιστά τις αποδοχές τους σε ανταγωνιστικά επίπεδα αντάξια του λειτουργήματος. Υπενθυμίζεται ότι το 2012, με τον Ν. 4093/2012, μειώθηκαν οριζόντια και στο ίδιο υψηλό ποσοστό οι αποδοχές όλων των ειδικών μισθολογίων, μεταξύ αυτών και των καθηγητών Πανεπιστημίου, παρά το γεγονός ότι από την περίοδο 2008-2009 οι αποδοχές των καθηγητών Πανεπιστημίου υστερούν σημαντικά σε σύγκριση με τις αποδοχές των άλλων κατηγοριών δημοσίων λειτουργών με ειδικό μισθολόγιο, καθώς σε αυτές τις κατηγορίες δόθηκαν σημαντικές αυξήσεις (50-80%) εκείνη τη διετία.
Σε συνθήκες όπου οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν συγκρίνονται με τα χρόνια των μνημονίων και η καλπάζουσα ακρίβεια έχει ήδη εξανεμίσει τις ισχνές αυξήσεις, καλούμε την κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα τουλάχιστον στην πλήρη συμμόρφωσή της με τις αποφάσεις του ΣτΕ αναφορικά με το μισθολόγιο των Πανεπιστημιακών και ταυτόχρονα να καταβάλει στο σύνολο των μελών ΔΕΠ τη μισθολογική διαφορά που αναγνώρισαν οι αποφάσεις του ΣτΕ για τα έτη 2017-2022, όπως είχε γίνει στο παρελθόν για τα έτη 2015-2016. Διαφορετικά, πέραν όλων των άλλων ενεργειών, θα ξεκινήσει ένα νέος γύρος αχρείαστων δικαστικών διεκδικήσεων.
Η ΠΟΣΔΕΠ κάνει, επίσης, λόγο για «απαράδεκτες καθυστερήσεις» στη χρηματοδότηση των εντεταλμένων διδασκόντων στα Πανεπιστήμια, γεγονός που έχει ήδη δημιουργήσει «τεράστια προβλήματα» στα προγράμματα σπουδών, ενώ «υπονομεύουν στην ουσία το μέλλον των νέων επιστημόνων για απόκτηση διδακτικής εμπειρίας.
Η χρηματοδότηση δεν είναι μόνο καθυστερημένη αλλά και ανεπαρκής ως προς την κάλυψη των πραγματικών διδακτικών αναγκών των Πανεπιστημίων», αναφέρει.
Σύμφωνα με τους πανεπιστημιακούς, η κατάσταση με την αξιολόγηση και πιστοποίηση, ιδίως των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, δυσχεραίνει τη λειτουργία των πανεπιστημίων και τη διεθνή τους παρουσία. «Αντιμετωπίζουμε συνεχείς αλλαγές του θεσμικού πλαισίου, άσκοπη γραφειοκρατία, μεγάλες καθυστερήσεις και ανέφικτες, ως προς την υλοποίησή τους, διαδικασίες. Απαιτούμε την άμεση απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών, καθώς και σταθεροποίηση του θεσμικού πλαισίου αξιολόγησης και πιστοποίησης», σημειώνει η ΠΟΣΔΕΠ, που θα καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις σε αυτή την κατεύθυνση.
Η ομοσπονδία, τέλος, εξηγεί πως η υποστελέχωση των ΑΕΙ σε μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΕΠ, ΕΤΕΠ και σε μόνιμο διοικητικό προσωπικό «όχι μόνο δεν ανακόπτεται, αλλά συνεχίζει να επιδεινώνεται».
Η ΠΟΣΔΕΠ απαιτεί «επιτέλους γενναίες λύσεις με σημαντική αύξηση του προσωπικού στα Πανεπιστήμια. Η αύξηση αυτή θα αποτελέσει εγγύηση βιωσιμότητας του δημόσιου Πανεπιστημίου. Διαφορετικά, ο μαρασμός και ο “θάνατος” του δημόσιου Πανεπιστημίου είναι απλώς θέμα χρόνου», εκτιμά.