Θυμάμαι μικρός, όλοι οι δρόμοι που έφθαναν στην Αθήνα από το Κορωπί, το Πικέρμι, το Μαρκόπουλο και τους άλλους αμπελώνες της Ανατολικής Αττικής, ήταν γεμάτοι μυρουδιές κι όμορφους «λεκέδες» από το μούστο που έπεφτε από τα φορτηγά…
Τα στενοσόκακα της Πλάκας, μερικοί δρόμοι πίσω από την αγορά και άλλοι κεντρικοί των συνοικιών, πλατειούλες και πεζοδρομιακά τρίγωνα ακόμη και προαύλια εκκλησιών στου Ψυρρή, γινόνται αδιάβατα τις τελευταίες μέρες. Κατακλύζονται από ατελείωτες σειρές βαρελιών, των βαρελιών πού ετοιμάζονται για να δεχθούν το θαυμάσιο προϊόν της ελληνικής αμπέλου, την κεχριμπαρένια ελληνική ρετσίνα.
Οι ταβερνιάρηδες ανασκουμπωμένοι τα επιθεωρούν, δίνοντας οδηγίες στους μικρούς για το πλύσιμο με ύφος ναπολεόντειο. Οι μπακάληδες μαζεύουν σαν χρυσάφι τα υπολείμματα του ρετσινιού, την λάσπη, ενώ οι μάστορες και τα κοπέλια τους –οι βαρελάδες και οι παραγιοί τους- δουλεύουν ακατάπαυστα, επιδιορθώνουν σφίγγοντας ένα στεφάνι ή καλαφατίζουν τις δούγες* για να σφίξουν. Έτσι, στους γεμάτο με βαρέλια χώρους, κυριαρχεί ένα ατελείωτο και εκκωφαντικό ντάκα-ντούκα, πού δίνει τον τόνο και το χρώμα της εποχής και μονολεκτικά χαρακτηρίζεται από τους ενδιαφερομένους: μουστιά.
Αυτή είναι η στερεότυπη απάντηση πού δίνεται στον γείτονα, πού ανησυχεί από το θόρυβο του κυλιομένου βαρελιού, στην κυρά πού θα διαμαρτυρηθεί, γιατί τα νερά των βαρελιών την έπνιξαν.
-Μουστιά είναι κυρά μου!
-Μα θα ξυπνήσει το μωρό!…
-Θα του δώσεις μεθαύριο μουσταλευριά και θα σωπάσει.
Έτσι οι μέρες κυλούνε εν μέσω θορύβων και κρότων, στις συνοικίες πού έχουν ταβέρνες, ενώ οι φίλοι της ρετσίνας, κοιτάζοντας τα βαρέλια, κάνουν προβλέψεις και δίνουν γνώμες.
-Κυρ Μιχάλη, να αφήσεις το παλιό ρετσίνι… Η μυρουδιά του ανασταίνει!
Ο κυρ Μιχάλης, εμφανώς συνοφρυωμένος, δέχεται τις συστάσεις και γνώμες, αλλά ο νους του είναι στον σοφέρ του φορτηγού που θα του μεταφέρει το μούστο.
-Θα βάλεις τη ¨Νεραντζούλα¨ και το ¨Παυσίλυπο¨. Τα παίρνει και τα δύο. χωράνε 800 μπότσες**.
Περιττό να σημειώσουμε ότι η ¨Νεραντζούλα¨ και το ¨Παυσίλυπο¨*** είναι τα βαρέλια πού θα μεταφέρουν στο υπόγειο της ταβέρνας τον μούστο της χρονιάς.
Άλλοι, πού παρακολουθούν την σχετική κίνηση, και μαζεύονται γύρω από τα βαρέλια πού επισκευάζονται, είναι οι πιτσιρίκοι. Προσπαθούν να ξεκλέψουν ένα κομμάτι ρετσίνι για να φτιάξουν τα καιόμενα βεγγαλικά τους στα καζάνια ή στις σκάφες των μανάδων τους.
Υπάρχει όμως και ένα πρόβλημα. Θα είναι καλή η χρονιά; Και ο μούστος πώς θα είναι; Με αυτό απασχολούνται κυρίως οι κρασοπατέρες τις μέρες αυτές της ανακωχής, κατά τις οποίες καταναλίσκεται μόνον σώσμα. Γίνεται ανασκόπηση της καιρικής κατάστασης όλης της χρονιάς πού πέρασε, λογαριάζονται πόσα θειαφίσματα και ραντίσματα έγιναν, αν έπεσαν πολλές βροχές και χίλια δύο άλλα. Από αυτά εξαρτάται η ποιότητα της ρετσίνας και αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Παντού κυριαρχεί αισιοδοξία
Αυτή είναι η μουστιά. Χαρά του παραγωγού, ζωή του ταβερνιάρη, γλυκιά προσδοκία των πιτσιρίκων πού περιμένουν την μουσταλευριά και το πετιμέζι, αναμονή του μπεκρή πού αγωνιά ώσπου να ανοίξει το γιοματάρι, και να πνίξει στους ατμούς του τις χαρές και τις λύπες του.
Ταβερνιάρη μην αφήνεις το ποτήρι μου αδειανό, για τον πόνο της αγάπης είναι το μόνο γιατρικό
* Δούγα: το στεφάνι που συγκρατεί τα πλάγια σανίδια του βαρελιού
** Μπότσα: παλιά μονάδα μέτρησης υγρών, αντιστοιχούσε σε δύο οκάδες ή 2,560 κιλά
*** Ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνες τις εποχές κάθε βαρέλι να έχει και την ονομασία του
(βασισμένο σε ρεπορτάζ της εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 1936)