«Οι εκλεκτοί της μοίρας». Έτσι ακούμε να χαρακτηρίζουν τους Ινδιάνους της φυλής Όσεϊτζ στην εκπληκτική εισαγωγική σεκάνς των «Δολοφόνων του ανθισμένου φεγγαριού», και είναι μια φράση που κρύβει μέσα της και τον θρίαμβο, αλλά και την τραγωδία.
Όλα έχουν διπλή όψη εδώ, και η εν λόγω σεκάνς φροντίζει να μας ενημερώσει για τον ιστορικό καμβά αυτής της (αληθινής) ιστορίας: Μετά την ανακάλυψη πετρελαίου στη χώρα των Όσεϊτζ το 1894, η φυλή απέκτησε αμύθητα πλούτη – κάτι που, όπως ήταν αναμενόμενο, τράβηξε την προσοχή λευκών γαιοκτημόνων που θεωρούσαν πως έχουν δικαίωμα, όχι απλώς σε ένα μερίδιο αυτής της περιουσίας, αλλά στο σύνολο της. Και αυτό αφορά τόσο τους εγκληματίες της υπόθεσης, όσο και τους επίσημους φορείς του κράτους, καθώς οι περιουσίες των αυτόχθονων βρίσκονταν ουσιαστικά στα χέρια λευκών επιτρόπων που είχαν αναλάβει την διαχείριση τους. Μέχρι να φτάσουμε στο 1920, δεκάδες µέλη της φυλής Όσεϊτζ είχαν δολοφονηθεί «μυστηριωδώς». Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο είναι ο Έρνεστ, βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όχι ιδιαίτερα ξύπνιος, που φτάνει στην Οκλαχόμα για να ενωθεί με τον ζάμπλουτο θείο του, που σ’ αυτά τα μέρη, τον αποκαλούν «Βασιλιά», μια μακιαβελική φιγούρα που, δημοσίως, παρουσιάζεται σαν φίλος των Όσεϊτζ (ένας σαρδόνιος Ρόμπερτ Ντε Νίρο). Είπαμε, όλα έχουν δυο όψεις, και ο μεγάλος σκηνοθέτης στήνει μια επική ελεγεία για την αιματηρή φύση της αναπόφευκτης μετάβαση στο νέο Δυτικό Κόσμο – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το παρόν μας.
Αυτά ξεκινούσε να μας πει και με τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», μόνο που εκεί είχε να αντιμετωπίσει το βαρύ χέρι του παραγωγού Χάρβεϊ Γουάινστιν που επέβαλε δραστικές αλλαγές στην τελική μορφή της ταινίας. Τώρα πλέον ο Σκορσέζε, μακριά από τα κραταιά αμερικάνικα στούντιο, απολαμβάνει την ελευθερία που του δίνουν οι πλατφόρμες (ο «Ιρλανδός» ήταν παραγωγή Netflix, τούτο εδώ, της Apple+), γυρίζοντας ένα μεγαλεπίβολο γουέστερν τρεισήμισι ωρών με τους δικούς του όρους. Και εμείς, ενώ θαμπωνόμαστε από το μέγεθος της παραγωγής και την αδιαμφισβήτητη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ, εστιάζουμε στον αλλόκοτο δεσμό που συνδέει τον Έρνεστ με τη Μόλι (η υπέροχη Λίλι Γκλάντστοουν), την ινδιάνα δηλαδή της οποίας την περιουσία εποφθαλμιά ο δαιμονικός Βασιλιάς, δυο κουλτούρες και δυο κόσμοι που μοιάζουν να απέχουν μεταξύ τους όσο και η Γη από το διάστημα. Αυτή είναι άλλωστε και η διαφορά που καθιστά τους Όσεϊτζ τόσο ευάλωτους, αυτό είναι όλο το Δράμα. Από΄κει και πέρα, οι διακλαδώσεις του επικού δράματος πηγαινοέρχονται από το αίτιο στο αιτιατό, τη δράση και το αποτύπωμα της, ως την άφιξη του – νεοσύστατου – FBI στην πόλη. Ο χρόνος μετρά πλέον αντίστροφα για όλους. Αλλά εκεί που θαρρείς πως έχεις ξαναδεί τον απολογισμό, φτάνουμε στο συγκλονιστικό φινάλε, με τον Σκορσέζε να αποχαιρετά οριστικά μια άλλη εποχή αφήγησης. Δε θα σας γράψουμε πως, και θα μας ευχαριστήσετε γι’ αυτό.
Βγαίνουν επίσης, το Γερμανικό δράμα «Στο γραφείο των καθηγητών», η επίσημη πρόταση της χώρας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, όπου μια ιδεαλίστρια δασκάλα έρχεται σε σύγκρουση με τους συναδέλφους της, όταν εκείνοι στοχοποιούν άδικα ένα παιδί μεταναστών για μια σειρά από κλοπές στο σχολείο. Ο Τούρκος σκηνοθέτης Ιλκέρ Τσαλτάκ, παραθέτει μια, κοινωνιολογικού τύπου παρατήρηση των δομών εξουσίας, όπως αυτές λειτουργούν στο σχολικό περιβάλλον, την οποία και περιβάλλει με ένα δράμα ανθρωποκεντρικό, απ’ όπου αναδύεται η κεντρική φιγούρα της Κλάρα, της δασκάλας δηλαδή που ερμηνεύει θεαματικά η Λεονί Μπένες – μέχρι δηλαδή οι μαθητές να δώσουν την τελική λύση.
Στη δε «Κινέζα» που ο Ζαν Λικ Γκοντάρ γύρισε το 1967 (και βγαίνει σήμερα), ακούμε τη φράση: «Γιατί οι Αμερικάνοι καλούν τα μπαλέτα Μπολσόϊ στις ΗΠΑ αλλά πετούν βόμβες ναπάλμ στο Βιετνάμ; Γιατί ο Σοβιετικός κομμουνισμός είναι ακίνδυνος!». Λανθασμένα θεωρείται Μαοϊκή, καθώς ο Γκοντάρ σαρκάζει και τους φοιτητές ήρωες του που, δηλώνοντας πίστη στο Μαοϊκό όραμα, αποφασίζουν να δολοφονήσουν τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών που ετοιμάζεται να επισκεφτεί τη Γαλλία. Δεν δείχνει πρόθυμος να παίξει το παιχνίδι καμιάς πλευράς και σπάει μεγάλη πλάκα καθώς η κάμερα του καταγράφει με πιστότητα την πλάνη των ηρώων του: Ιδεολογίες που “φοριούνται” ως χειμερινό ένδυμα, επαναστάσεις που “στουκάρουν” στο αδιέξοδο.