Το νέο μισθολόγιο προφανώς δεν καλύπτει τις πολυετείς μισθολογικές απώλειες των μελών ΔΕΠ, ούτε αποκαθιστά τις αποδοχές τους σε ανταγωνιστικά επίπεδα αντάξια του λειτουργήματος, τονίζει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΠΟΣΔΕΠ).
Όπως υπογραμμίζει η Εκτελεστική Γραμματεία της, είχε εξαρχής επισημάνει ότι οι ρυθμίσεις του Ν. 5045/2023 (Κεφάλαιο Β΄) για το νέο μισθολόγιο των μελών ΔΕΠ δεν επιφέρουν την πλήρη συμμόρφωση με την απόφαση 1911/2022 του ΣτΕ, που όριζε επαναφορά των αποδοχών τουλάχιστον στο επίπεδο της 31/7/2012, με συνέπεια να είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ξεκινήσει νέος κύκλος δικαστικών διεκδικήσεων που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Η ομοσπονδία των πανεπιστημιακών υπενθυμίζει ότι το 2012, με τον Ν. 4093/2012, μειώθηκαν οριζόντια και στο ίδιο υψηλό ποσοστό οι αποδοχές όλων των ειδικών μισθολογίων, μεταξύ αυτών και των καθηγητών Πανεπιστημίου, παρά το γεγονός ότι από την περίοδο 2008-2009 οι αποδοχές των καθηγητών Πανεπιστημίου υστερούν σημαντικά σε σύγκριση με τις αποδοχές των άλλων κατηγοριών δημοσίων λειτουργών με ειδικό μισθολόγιο, καθώς σε αυτές τις κατηγορίες δόθηκαν σημαντικές αυξήσεις (50-80%) εκείνη τη διετία.
Επιπλέον σημειώνει πως για την επαναφορά (μη πλήρη) στα επίπεδα του 2012, ο Ν. 5045/2023 προβλέπει μια ισχνή αύξηση στον βασικό μισθό των μελών ΔΕΠ, στον οποίο δεν ενσωματώνονται τα ειδικά επιδόματα όπως επανειλημμένα έχει ζητήσει η ΠΟΣΔΕΠ. Πέραν τούτου, θεωρεί πως το ειδικό επίδομα έρευνας και διδασκαλίας πρέπει να επικαιροποιηθεί, καθότι σχετίζεται με το κόστος ζωής και τις ειδικές συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός των καθηγητών Πανεπιστημίου. Υπάρχουν δε άλλες αμοιβές, συμπληρώνει, όπως η ειδική αμοιβή για την παροχή κλινικού και εργαστηριακού έργου σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή των νοσοκομείων που ανήκουν σε Πανεπιστήμια, που όχι μόνο δεν έχουν επικαιροποιηθεί εδώ και δεκαετίες, αλλά ουσιαστικά έχουν υποστεί μειώσεις λόγω αλλαγής της φορολογικής μεταχείρισής τους (ΠΟΛ. 1155/2017).
Κατά την ΠΟΣΔΕΠ, στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με την απόφαση 1911/2022 του ΣτΕ, ο Ν. 5045/2023 προβλέπει την επαναφορά του ειδικού επιδόματος βιβλιοθήκης. Η αναμενόμενη εφαρμοστική εγκύκλιος της Γενικού Λογιστηρίου θα πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία*, να αναφέρει ρητά ότι το συγκεκριμένο επίδομα δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα. «Προειδοποιούμε ότι η οποιαδήποτε ασάφεια στη σχετική εγκύκλιο μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες ερμηνείες από τις Υπηρεσίες Μισθοδοσίας των Πανεπιστημίων, σε μη ενιαία αντιμετώπιση όλων των μελών ΔΕΠ και σε έναν ακόμη νέο κύκλο αχρείαστων δικαστικών διεκδικήσεων» δηλώνουν οι πανεπιστημιακοί, που τονίζουν, «για πολλοστή φορά, ότι η ουσιαστική μισθολογική αναβάθμιση των καθηγητών Πανεπιστημίου αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση για τη θωράκιση, ενίσχυση και αναβάθμιση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου».
* Το 2012, το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει ότι είναι αντισυνταγματική η φορολόγηση της μηνιαίας αποζημίωσης που χορηγείται στους πανεπιστημιακούς καθηγητές για τη δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για τη συμμετοχή τους σε συνέδρια. Θεώρησε δηλαδή ότι πρόκειται για παροχή αποζημιωτικού χαρακτήρα για την κάλυψη των εν λόγω δαπανών, το ύψος της οποίας δεν υπερβαίνει το κατά κοινή πείρα εύλογο μέτρο, και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί φορολογητέο εισόδημα κατά την έννοια του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 4 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ούτε συγκεκαλυμμένο φορολογικό προνόμιο υπέρ των μελών ΔΕΠ. Λόγω της αντισυνταγματικότητας η υπόθεση παραπέμφθηκε από το Β΄ Τμήμα στην Ολομέλεια του ΣτΕ για οριστική λύση. Η Ολομέλεια με την 2306/2014 απόφασή της υιοθέτησε την άποψη του Τμήματος και έκρινε ότι το εν λόγω επίδομα δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού, δηλαδή φορολογητέο εισόδημα.