Οι κενές θέσεις που έμειναν στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έφτασαν φέτος τις 2.403, λόγω της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Πέρυσι ήταν 2.060. Οι συνέπειες είναι σοβαρές. Οι κενές θέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη σημαίνουν περισσότερους εσωτερικούς μετανάστες για σπουδές. Δεν θα καλύπτονταν και οι 2.403 θέσεις από φοιτητές κατοίκους Αθήνας και Θεσσαλονίκης, αλλά οι περισσότερες. Οι εποχές είναι δύσκολες για σπουδές σε άλλη πόλη˙ τα ενοίκια που εκτοξεύτηκαν, η ακρίβεια των λογαριασμών και των τροφίμων, δημιουργούν ανησυχία και ανασφάλεια στους γονείς αν θα καταφέρουν, δηλαδή, να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι σπουδές σε άλλη πόλη για τα επόμενα 4-5 χρόνια.
Γιατί, όμως, έμειναν κενές θέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη; Γιατί είναι περισσότερες από πέρυσι; Σε ποιες σχολές έχουμε τις περισσότερες κενές θέσεις; Θα έχουμε και του χρόνου κενές θέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη; Ιδού τα ερωτήματα.
Οι κενές θέσεις περιμέναμε να βρίσκονται στα περιφερειακά Πανεπιστήμια, λόγω χαμηλής ζήτησης, αφού όσο απομακρυνόμαστε από τις μεγάλες πόλεις, τόσο μειώνεται η ζήτηση. Δεν περιμέναμε να είναι τόσες πολλές στα μεγάλα κεντρικά Πανεπιστήμια της χώρας. Ο λόγος που δημιούργησε τις κενές θέσεις είναι ότι υπάρχουν Τμήματα χαμηλής ζήτησης και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, λόγω του επιστημονικού τους αντικειμένου, όπως τα τμήματα Θεολογίας, που είναι από δύο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και είχαν πάνω από 110 κενές θέσεις το καθένα από τα τέσσερα. Ο λόγος της χαμηλής ζήτησης εδώ είναι, προφανώς, οι επαγγελματικές προοπτικές των πτυχιούχων τους, που δεν είναι καλές.
Μία άλλη κατηγορία σχολών που έμειναν με πολλές κενές θέσεις είναι τα Τμήματα ξένων Φιλολογιών στο ΕΚΠΑ και το ΑΠΘ. Πρόκειται για τα Τμήματα Γαλλικής, Γερμανικής, Ιταλικής και Ισπανικής Φιλολογίας που απαιτούν εξέταση στην αντίστοιχη ξένη γλώσσα που δεν γνωρίζουν πολλοί υποψήφιοι στο υψηλό επίπεδο που απαιτείται για την εισαγωγή στα Τμήματα. H EBE του ειδικού μαθήματος ήταν μεγαλύτερη από 11 φέτος, με αποτέλεσμα να έχουμε πολλές κενές θέσεις, αφού πολλοί υποψήφιοι δεν κατάφερναν να ξεπεράσουν και την ΕΒΕ του Τμήματος και την ΕΒΕ της ξένης γλώσσας. Η αλήθεια είναι ότι κενές θέσεις έχουμε εδώ και πολλά χρόνια στις λιγότερο δημοφιλείς ξένες Φιλολογίες, όπως η Ιταλική και η Ισπανική.
Μια άλλη κατηγορία σχολών που είχαν κενές θέσεις είναι σχολές που παλιά ήταν περιζήτητες, αλλά τώρα δεν είναι. Κάποιες από αυτές έθεσαν τον υψηλότερο συντελεστή για τον υπολογισμό της ΕΒΕ με αποτέλεσμα η απαιτούμενη ΕΒΕ να είναι πολύ υψηλή και δύσκολα να την ξεπερνούν αρκετοί υποψήφιοι. Πρόκειται για τα Τμήματα Μαθηματικών, Φυσικής, Φιλολογίας, Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Η μείωση της ζήτησης έφερε χαμηλές βάσεις τα τελευταία χρόνια, με τη βάση των τμημάτων να κυμαίνεται μεταξύ 13.000 και 15.000 θέσεων. Σχεδόν όλα αυτά τα Τμήματα έθεσαν τον υψηλότερο συντελεστή 1,2͘͘͘. Μοναδική εξαίρεση το Τμήμα Φιλολογίας Αθήνας που επέλεξε το 1,1.
Ο υψηλός συντελεστής σε συνδυασμό με τη μείωση της ζήτησης γι’ αυτές τις σχολές, αλλά και τη μείωση συνολικά των υποψηφίων του 1ου και του 2ου Πεδίου έφεραν τις κενές θέσεις, που ήταν πολλές σ’ αυτή την κατηγορία Τμημάτων. Στη Φιλολογία Θεσσαλονίκης εισήχθησαν 98 και έμειναν 92 κενές θέσεις, διότι για να δηλώσει κανείς το Τμήμα έπρεπε να έχει μέσο όρο μεγαλύτερο ή ίσο του 14,13. Για να έχει τη δυνατότητα ένας υποψήφιος να δηλώσει τα Τμήματα Μαθηματικών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη έπρεπε να έχει μέσο όρο τουλάχιστον 14,81, πράγμα δύσκολο. Στο Τμήμα Μαθηματικών Αθήνας οι αριθμοί ήταν 97 και 85 αντίστοιχα. Στο Μαθηματικών Θεσσαλονίκης ήταν 58 και 64. Δηλαδή έμειναν κενές περισσότερες από τις μισές θέσεις. Ανήκουν όλες αυτές οι σχολές αυτής της κατηγορίας στις λεγόμενες καθηγητικές σχολές, που παλιά βρίσκονταν πολύ ψηλά. Να θυμίσουμε ότι η Φιλολογία είχε υψηλότερη βάση από τη Νομική πριν αρκετές δεκαετίες. Φέτος είχε βάση στην Αθήνα 13.012 μόρια. Το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι οι καθηγητές των Τμημάτων που επέλεξαν τον υψηλότερο συντελεστή γνώριζαν ότι υπάρχει κίνδυνος να μείνουν κενές θέσεις ή αυτό ήθελαν, ώστε να μην έχουν πολλούς φοιτητές; Με δεδομένο ότι και πέρυσι είχαν κενές θέσεις τα συγκεκριμένα Τμήματα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήθελαν κενές θέσεις οι καθηγητές των Τμημάτων. Απλά φέτος αυξήθηκε ο αριθμός των κενών θέσεων και θα αυξηθεί και άλλο τα επόμενα χρόνια αν δεν μειώσουν τους συντελεστές, διότι μειώνονται συνεχώς οι υποψήφιοι του 1ου και του 2ου Πεδίου.
Η τελευταία κατηγορία Τμημάτων με κενές θέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι τα Τμήματα των πρώην ΤΕΙ που ανήκουν πια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής και στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας, αλλά και της ΑΣΠΑΙΤΕ. Είναι προφανές ότι δεν έχουν κερδίσει ακόμη την εμπιστοσύνη του κόσμου. Ένας από τους λόγους είναι και τα επαγγελματικά δικαιώματα των μηχανικών που δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει, αν και έχουν περάσει 4 χρόνια από τη μετατροπή τους σε Πανεπιστήμια, εκτός της ΑΣΠΑΙΤΕ, που μένει πια το μοναδικό ΤΕΙ. Στον πίνακα μπορείτε να δείτε τα Τμήματα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη που είχαν περισσότερες από 60 κενές θέσεις υποψηφίων Γενικού Λυκείου.
Στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο έμειναν κενές θέσεις σε τρία Τμήματα, παρότι είχαν συντελεστή 1 (όχι τον υψηλότερο 1,2) και στους Αγρονόμους και Τοπογράφους στο Μετσόβιο είχαμε 17 κενές θέσεις με μόλις 9 υποψηφίους να έχουν το Τμήμα ως πρώτη επιλογή στο Μηχανογραφικό τους. Έκπληξη αποτελεί η μείωση των προτιμήσεων των υποψηφίων για τις σχολές των Τοπογράφων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Η δυνατότητα που δίνει το Υπουργείο Παιδείας στα Τμήματα να ορίζουν το συντελεστή για τον υπολογισμό της ΕΒΕ στα Τμήματα και το εύρος του συντελεστή που όρισε το Υπουργείο έφερε τις κενές θέσεις. Αν το Υπουργείο δεν έδινε εύρος του συντελεστή 0,8 έως 1,2, αλλά όριζε το 0,8 ως συντελεστή για όλα τα τμήματα, ώστε να αποφύγει την εισαγωγή υποψηφίων με πολύ χαμηλή βαθμολογία, δεν θα είχαμε κενές θέσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά θα είχαμε περισσότερες κενές θέσεις στα περιφερειακά Πανεπιστήμια. Στο μέλλον αναμένουμε περισσότερες κενές θέσεις, διότι οι υποψήφιοι του 1ου και του 2ου Πεδίου μειώνονται κάθε χρόνο, συνεπώς θα βρίσκονται όλο και λιγότεροι υποψήφιοι με υψηλή βαθμολογία που θα θελήσουν να δηλώσουν τμήματα χαμηλής ζήτησης.