Η Γερμανία υπέδειξε τον δρόμο, επιστρέφοντας στη δημοσιονομική κανονικότητα. Ο προϋπολογισμός του 2024 εισάγει αυστηρούς στόχους λιτότητας για όλα τα υπουργεία, με εξαίρεση της Άμυνας.
Για να καλυφθεί η τρύπα στον προϋπολογισμό θα πρέπει να γίνουν θυσίες. «Το κράτος δεν μπορεί να επιλύει τα πάντα με χρήμα», διαμήνυσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ.
Το φρένο χρέους θα τεθεί ξανά σε ισχύ από το επόμενο έτος και τα γεράκια του Βερολίνου και της Φραγκφούρτης έχουν σαφώς το πάνω χέρι στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης. Το ζήτημα είναι ότι οι θυσίες θα γίνουν στο κοινωνικό κράτος, με το μαχαίρι να μπαίνει βαθιά στα επιδόματα, στην υγεία, στα προγράμματα αντιμετώπισης της φτώχειας και στην κλιματική αλλαγή. Ήδη, η γερμανική μεταποίηση είναι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, με την επιχειρηματική δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη να διολισθαίνει σε ύφεση τον Ιούνιο για πρώτη φορά από πέρσι τον Δεκέμβριο, με εκροές κεφαλαίου και με τις τιμές καταναλωτή μακριά ακόμη από τον στόχο του 2%. Απόρροια όλων η λαϊκή δυσαρέσκεια, με αυξανόμενη απόρριψη της δημοκρατίας. Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται στη ραγδαία αύξηση της δημοτικότητας αντισυστημικών κομμάτων.
Το Βερολίνο έδωσε ήδη το πρώτο δείγμα γραφής των διαθέσεών του, που θα γίνονται όλο και πιο αντιληπτές όσο πλησιάζει το 2024. Άλλωστε, το είπε ο Λίντνερ, χρυσώνοντας το χάπι, ότι ο προϋπολογισμός δείχνει πως η Γερμανία «θέλει να παραμείνει ο χρυσός κανόνας των δημοσιονομικών». Επιπλέον, «στέλνει σημάδι στους Ευρωπαίους εταίρους ότι θα παραμείνει άγκυρα σταθερότητας στην Ε.Ε.». Άγκυρα, στην προκειμένη περίπτωση, που δεν μπορεί να βρει βυθό για να πιάσει, αφού η Ευρωζώνη έχει ήδη εισέλθει σε περιβάλλον στασιμοπληθωρισμού. Όπως το έχουν κάνει σαφές όλοι σχεδόν οι διεθνείς οργανισμοί, η πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική πρέπει να γίνει απαραίτητο συμπλήρωμα στις σημερινές επιτοκιακές αυξήσεις, τα περιθώρια των οποίων στενεύουν. Ας μην μπερδεύουμε όμως τις προτεραιότητες. Γιατί αυτή τη στιγμή οι περισσότεροι Ευρωπαίοι αναγκάζονται να δαπανούν περισσότερα χρήματα από αυτά που βγάζουν, βλέποντας το αμυντικό δόγμα να υπερέχει του κοινωνικού κράτους.