Το αποτέλεσμα των εκλογών, με το κυβερνών κόμμα της Ν.Δ. να παίρνει διπλάσιο ποσοστό από εκείνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εξέπληξε τους πάντες. Ακόμη και τους δημοσκόπους. Τη δική του ερμηνεία δίνει, μιλώντας στην Deutsche Welle, ένας από τους καλύτερους γνώστες των ελληνικών πραγμάτων στη Γερμανία. Πρόκειται για τον Χάιντς Γιούργκεν Αξτ, ομότιμο καθηγητή Πιολιτικών Επιστημών και άλλοτε κάτοχο της ευρωπαϊκής έδρας Ζαν Μονέ. Πρώτο ερώτημα: Ήταν τελικά τόσο καλός τα τέσσερα χρόνια ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης; Ή ήταν τόσο ανεπαρκής η αντιπολίτευση;
«Μάλλον και τα δύο συμβαίνουν», λέει ο Χάιντς Γιούργκεν Αξτ. «Νομίζω ότι οι Έλληνες κουράστηκαν από τις ουτοπικές προεκλογικές υποσχέσεις των τελευταίων δέκα-δεκαπέντε ετών και αναζητούν έναν πιο ρεαλιστικό προεκλογικό λόγο. Διαπιστώνουν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να μην εκπληρώνει όλες τις προσδοκίες τους, αλλά μάλλον αποτελεί πιο αξιόπιστη επιλογή από τα όσα υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, πιστεύω ότι δεν απέδωσε η πολιτική της αντιπολίτευσης, που εστίαζε υπερβολικά στην προσωπική αντιπαράθεση με τον Μητσοτάκη. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντιπαράθεση για το πολιτικό πρόγραμμα των δύο κομμάτων. Από τη μία πλευρά η Ν.Δ. υποσχέθηκε σταθεροποίηση. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ εστίασε στα προβλήματα- πληθωρισμό, ανεργία, φτώχεια- τα οποία πράγματι υπάρχουν, αλλά προφανώς όλα αυτά δεν επαρκούσαν για ένα καλύτερο εκλογικό ποσοστό…»
Πάνω από όλα η σταθερότητα
Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες πέρασαν πολλά τα τελευταία χρόνια. Αρχικά η κρίση χρέους οδήγησε σε μία πολυετή πολιτική λιτότητας, στη συνέχεια η πανδημία παρέλυσε τις προσπάθειες για ανάκαμψη, ενώ παράλληλα προκάλεσε νέο κλίμα πόλωσης με αφορμή τη συζήτηση για την αναγκαιότητα των υγειονομικών μέτρων. Ωσάν να μην έφταναν όλα αυτά, ακολούθησαν η ενεργειακή κρίση, η δραματική αύξηση τιμών στα καύσιμα, ο φόβος του πολέμου μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, μήπως η σταθερότητα αποτελεί την κύρια προτεραιότητα των ψηφοφόρων, πέρα από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις;
«Νομίζω πως ναι και εδώ ίσως υπάρχει μία διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας» λέει ο Χάιντς Γιούργκεν Αξτ. «Στο παρελθόν οι ψηφοφόροι στην Ελλάδα είχαν φανεί πιο ριψοκίνδυνοι, θα έλεγα. Δεν υπερψήφιζαν, αλλά καταψήφιζαν πολιτικά κόμματα. Αυτή τη φορά συνέβη το αντίθετο. Στη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, η προσδοκία μίας σταθερής κυβέρνησης είναι το κυρίως ζητούμενο. Η σταθερότητα αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα».
Τί θα προσέφερε μία κυβέρνηση συνασπισμού;
Στη Γερμανία έχουν παράδοση και οι κυβερνήσεις συνασπισμού, πολλές φορές μεταξύ ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων. Στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο. Αλήθεια, τί θα συνέβαινε, αν αυτή τη φορά τα πολιτικά κόμματα ή ορισμένα από αυτά δεν κατέφευγαν αμέσως στην προφανή λύση των νέων εκλογών, αλλά συζητούσαν σοβαρά το ενδεχόμενο μίας κυβέρνησης συνασπισμού; Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμων επισημαίνει ότι κάθε επιλογή έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ασφαλώς η αυτοδυναμία εξασφαλίζει μία ισχυρή κυβέρνηση, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά: «Κατά τη γνώμη μου υπάρχει ένα πρόβλημα στην Ελλάδα», λέει ο Χάιντς Γιούργκεν Αξτ στην Deutsche Welle. «Οι πολιτικές οικογένειες που κυβερνούν τη χώρα στελεχώνουν την κυβέρνηση και τη διοίκηση με πρόσωπα της επιλογής τους κάθε φορά που εναλάσσονται στην εξουσία. Τη μία κυβερνά η Κεντροδεξιά, την άλλη η Αριστερά, με τις θέσεις να κατανέμονται αναλόγως. Μία κυβέρνηση συνασπισμού θα ενίσχυε την ανάγκη για αναζήτηση συμβιβασμών, αλλά και θα βοηθούσε να αναπτυχθεί μία κουλτούρα συμβιβασμού στην πολιτική αντιπαράθεση. Υπάρχει εν τέλει ένα είδος εθνικής ευθύνης ή εθνικής συναίνεσης, το οποίο αξίζει να αναζητήσουμε, προερχόμενοι έστω από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες».
«Η Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε»
Κατά καιρούς οι σχέσεις της Αθήνας με την ΕΕ δοκιμάστηκαν. Οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις της χώρας ακολουθούν σταθερά φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό, ωστόσο δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις με αφορμή τα μνημόνια ή το «ζήτημα της ονομασίας» με τη γειτονική Βόρεια Μακεδονία. Από την άλλη πλευρά η ριζοσπαστική αριστερή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ προμήνυε μετωπική σύγκρουση με τους δανειστές στο απόγειο της κρίσης, αλλά την κρίσιμη στιγμή επήλθε συμβιβασμός, ενώ πολύ αργότερα ο Αλέξης Τσίπρας εξέπληξε πολλούς στην Ευρώπη, συνυπογράφοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών και επιλύοντας μία εκκρεμότητα δεκαετιών. Σήμερα ποια είναι η εικόνα της Ελλάδας ως συνομιλητή και πρωταγωνιστή των εξελίξεων στη νοτιοανατολική Ευρώπη;
Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμων εκτιμά ότι η εξέλιξη ήταν πολύ θετική στην πορεία του χρόνου. «Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Κεντροδεξιά στην Ελλάδα ήταν πάντα προσανατολισμένη προς την Ευρώπη», λέει. «Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το ΠΑΣΟΚ ήθελε να βγάλει τη χώρα από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, άλλαξε όμως πορεία μέσα σε λίγα χρόνια και συμφιλιώθηκε με την ΕΕ, δεν ήθελε άλλωστε να χάσει και τις τεράστιες επιδοτήσεις από τα κοινοτικά ταμεία. Ο Τσίπρας στην αρχή έδινε την εντύπωση ότι ταυτίζεται με το πρώιμο ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο το 2015, στο απόγειο της κρίσης χρέους και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η συζήτηση για την αποχώρηση ή και τον αποκλεισμό της Ελλάδας από την ευρωζώνη, εκεί συνειδητοποίησε και η Αριστερά ότι μόνο μειονεκτήματα θα έφερνε μία αποδέσμευση από την Ευρώπη. Άρχισε λοιπόν να κινείται στην κατεύθυνση ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Νομίζω ότι και αν ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδιζε τις τελευταίες εκλογές, δεν θα προκαλούσε ιδιαίτερη αναστάτωση στην Ευρώπη».
Όσο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο Χάιντς Γούργκεν Αξτ φαίνεται αισιόδοξος, παρά τις υπομνήσεις για το υψηλό δημόσιο χρέος. «Νομίζω ότι η Ελλάδα έχει κάνει ό,τι μπορούσε η ίδια να κάνει», αναφέρει ο Γερμανός πολιτικός επιστήμων. «Φυσικά παραμένει η χώρα με το υψηλότερο χρέος στην ΕΕ, με 170% του ΑΕΠ. Όμως οι δείκτες είναι θετικοί, οι τάσεις είναι θετικές. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι δείκτες ανάπτυξης είναι θετικοί, ο τουρισμός, οι υπηρεσίες και οι εξαγωγές πάνε καλά, η ανεργία έχει μειωθεί, αν και παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ελπίζω λοιπόν ότι η Ελλάδα αποκτά μία προοπτική σταθερότητας, με τη βοήθεια φυσικά και των χρηματοδοτικών μηχανισμών της ΕΕ, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης».
Πηγή: Deutsche Welle