Τους δυο σκηνοθέτες συνδέει μια παλιά φιλία, κι εγώ σκεφτόμουν διαρκώς τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, τον “τρίτο” της παρέας δηλαδή, που μας έχει αποχαιρετίσει εδώ και κάτι χρόνια. Στο μεταξύ, το πρωταγωνιστικό ζεύγος του Καουρισμάκι μπαίνει κάποια στιγμή σε ένα σινεμά, και η ταινία που παρακολουθεί είναι η κωμωδία τρόμου “Οι νεκροί δεν πεθαίνουν” του Τζιμ Τζάρμους. Ο σχολιασμός της από τους θεατές είναι απολαυστικά ξεκαρδιστικός (την παρομοιάζουν με το “Ημερολόγιο μιας καμαριέρας” του Μπρεσόν!).
Στο προσωπικό, και στημένο με μεγάλη αγάπη και φροντίδα σύμπαν του Καουρισμάκι, δεν υπάρχει τίποτα “καινούργιο”. Τα κτήρια είναι παλιά, τα ρούχα φθαρμένα, τα smartphones ανύπαρκτα, τα ραδιόφωνα αναλογικά. Από επιλογή του σκηνοθέτη προφανώς, μόνο που ακριβώς την ίδια επιλογή υπερασπίζονται και οι ήρωες του – και μην πάει ο νους σας στο ρομαντικό vintage που τόσο μοσχοπουλάει σε κάθε του μορφή: Τα πάντα εδώ μοιάζουν αυθεντικά, όσο αυθεντικό ακριβώς παραμένει και το σινεμά του Φινλανδού που ξεκινά από την ερωτική ιστορία δυο φτωχωδιαβόλων, χωρίς μοίρα στον ήλιο που λένε. Εκείνος εργάζεται σε μια μάντρα με παλιοσίδερα, εκείνη δουλεύει σε ένα σουπερμάρκετ μέχρι που την απολύουν. Δεν είναι πιτσιρικάδες – μοιάζουν να έχουν πατήσει για τα καλά τα 40. Την ίδια στιγμή, είναι πιο ντροπαλοί κι από παιδιά στο πρώτο τους ραντεβού: Εκείνη μόλις που τολμά να τον φιλήσει στο μάγουλο, κι εκείνος την επόμενη μέρα θα πει στον κολλητό του πως “σχεδόν παντρεύτηκαν”, εξιστορώντας του τα χθεσινά. Το σύμπαν όλο μοιάζει εξ’ αρχής στημένο εναντίον τους, αλλά η αληθινή αγάπη (δηλαδή η πιο άδολη) θα θριαμβεύσει. Η ιδιαιτερότητα σμίγει μοναδικά με την απλότητα.
Στο τρίωρο “Κλείσε τα μάτια” ο Βικτόρ Ερίθε, ο σκηνοθέτης του μνημειώδους αριστουργήματος “Το πνεύμα του μελισσιού” (προσωπικά πιστεύω πως αυτή είναι η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ) έφτασε στις Κάννες με την τρίτη μεγάλου μήκους μυθοπλασία του εδώ και σαράντα χρόνια. Εδώ, ένας ηλικιωμένος συγγραφέας και φιλόδοξος, κάποτε, σκηνοθέτης, αναζητά τον για δεκαετίες εξαφανισμένο φίλο του, έναν ηθοποιό, και τον εντοπίζει στον οίκο ευγηρίας ενός μοναστηριού – μόνο που μια ασθένεια έχει στερήσει από τον τελευταίο τη μνήμη. Από το πρώτο πλάνο, που κλείνει το μάτι στους φιλους του “Μελισσιού”, μέχρι το τρυφερό τελευταίο μέρος ο Ερίθε ολοκληρώνει ένα ξεκάθαρα βιωματικό φιλμ. Μόνο που η νοσταλγική του διάθεση υποβαστάζεται από μια περίτεχνη σκηνοθετική γραφή, λεπτοδουλεμένη και ώριμη – δε περιμένει δηλαδή η “νοσταλγία” να λειτουργήσει από μόνη της, όπως συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά! Λέγαμε αναφορικά με την ταινία του Σκορσέζε πως “δε γίνονται πια αυτές οι ταινίες”. Τι να πούμε δηλαδή για το σινεμά του Ερίθε; Στο πάρτι του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου προχθές το βράδυ άκουσα πως ενδέχεται να αγοραστεί καθώς το ελληνικό κοινό αγαπά το Ισπανικό σινεμά. Μακάρι!