Τoυ Γιώργου Τζιλιβάκη, διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ το τελευταίο διάστημα από διάφορους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς κύκλους ένα αφήγημα που αφορά την υποτιθέμενη «υποβάθμιση» της Επιθεώρησης Εργασίας. Μόνο που το αφήγημα αυτό δεν υποστηρίζεται από τα πραγματικά γεγονότα. Το παλιό Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) λειτουργούσε κατά περίπτωση και ως βραχίονας του πολιτικού συστήματος. Ο επικεφαλής του ήταν συνήθως κομματικό στέλεχος, με μικρή ή καθόλου εμπειρία από τον πραγματικό κόσμο της εργασίας και από το πώς διοικείται ένας οργανισμός με ιεραρχία, διαδικασίες και αρμοδιότητες. Δεν υπήρχε λόγος, άλλωστε, αφού έτσι κι αλλιώς ακολουθούσε πολιτικές εντολές και σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, με τον επόμενο ανασχηματισμό ή την αλλαγή της κυβέρνησης, αποχωρούσε προκειμένου να έλθει ο επόμενος και πάλι από την αρχή. Παράλληλα, δε, αφιέρωνε χρόνο και στις κομματικές του υποχρεώσεις. Η κατάσταση αυτή υποτιμούσε το σοβαρό έργο των επιθεωρητών του ΣΕΠΕ – για να μη μιλήσουμε, βέβαια, για την επίπτωση που είχε τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην κοινωνία γενικότερα.
ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ αυτή έδωσε τέλος ο νόμος 4808/21, με τον οποίο θεσπίστηκε η ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας και η επιλογή χωρίς κομματικά κριτήρια, μέσα από συγκεκριμένη διαδικασία, του συμβουλίου διοίκησης και του διοικητή της. Η θητεία του είναι πενταετής, έτσι ώστε να υπάρχει επαρκές χρονικό διάστημα για προγραμματισμό και υλοποίηση έργου, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ένα ερώτημα που θεωρώ ότι οφείλουν να απαντήσουν όσοι ισχυρίζονται ότι η Επιθεώρηση Εργασίας «υποβαθμίστηκε», είναι γιατί την τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα ένας ελεγκτικός μηχανισμός που στελεχώνεται από επαγγελματίες με υψηλό ακαδημαϊκό υπόβαθρο και εμπειρία επί του πεδίου να αποτελεί βραχίονα του πολιτικού συστήματος και να μην αφήνεται να επιτελέσει απρόσκοπτα το έργο του, που είναι η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οριστικοποιήθηκε το νέο οργανωτικό σχήμα της Αρχής, αυξήθηκε ο αριθμός των ελέγχων και παράλληλα αναβαθμίστηκε η ποιότητά τους: Σε μεγάλο βαθμό προγραμματίζονται μέσα από το σύστημα risk analysis που αναδεικνύει κλάδους και περιοχές με αυξημένη παραβατικότητα ή επιχειρήσεις που δεν έχουν ελεγχθεί μέχρι τώρα. Στοχευμένοι έλεγχοι σε εταιρείες που χρησιμοποιούν μεταφορείς με δίκυκλα, σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια που απασχολούν οδηγούς και συνοδούς, σε εργοτάξια και βιομηχανικούς χώρους, είναι ενδεικτικές περιπτώσεις του νέου
τρόπου παρεμβάσεων. Συνεργασίες με ΜΚΟ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων με τη μορφή της εργασιακής εκμετάλλευσης, συνεργασία με την Ελληνική Αστυνομία για ελέγχους στις οδικές μεταφορές, αλλά και διεθνείς συνεργασίες για ανταλλαγή εμπειριών και καλών πρακτικών, είναι κομμάτια της καθημερινής λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής. Πλέον, ένα μέρος από τους ελέγχους πραγματοποιείται με χρήση tablets, τα οποία υποκαθιστούν σταδιακά τα χειρόγραφα δελτία ελέγχου. Παράλληλα ελέγχονται ηλεκτρονικά οι κλάδοι που έχουν ενταχθεί στο σύστημα της ψηφιακής κάρτας εργασίας. Στο πλαίσιο της διαφάνειας, τα αποτελέσματα των ελέγχων δημοσιοποιούνται στο site της Αρχής σε μηνιαία βάση.
ΕΙΝΑΙ, λοιπόν, όλα τέλεια; Σε καμία περίπτωση. Υπάρχει μπροστά μας μακρύς δρόμος. Οι εργασίες της λειτουργικής μετάπτωσης από το παλιό ΣΕΠΕ στη νέα Ανεξάρτητη Αρχή είναι σε εξέλιξη, με ζητήματα και καθυστερήσεις που προκύπτουν καθημερινά.
Η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ αυτή κατάσταση δημιουργεί αναταράξεις: Εκτός από το θνησιγενές αφήγημα της «υποβάθμισης», άγνωστοι έριξαν μολότοφ στο γραφείο της Επιθεώρησης στα Άνω Λιόσια και
εκπρόσωποι λογιστικών γραφείων διαδίδουν ότι «μετά τις εκλογές τον διοικητή θα τον πετάξουν έξω». Τι απαντάμε σε όλα αυτά; Τίποτα απολύτως ή μάλλον, παρά τις τρικλοποδιές του παλιού συστήματος και τα εμπόδια της γραφειοκρατίας, απαντάμε με πράξεις: Υλοποίηση του επιχειρησιακού μας σχεδίου, προσήλωση στους στόχους μας και υπερηφάνεια για το έργο που επιτελούμε προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας.