Του Λόη Λαμπριανίδη,
Οικονομικού Γεωγράφου, Καθηγητή ΠΑΜΑΚ, π. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Ινστιτούτου ΕΝΑ
Πριν από λίγες ημέρες στη Βουλή σε ερώτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το υπουργείο Ανάπτυξης απάντησε πως στη διάρκεια της σημερινής κυβέρνησης πραγματοποιήθηκαν 4.963 οριστικές υπαγωγές επενδυτικών στον αναπτυξιακό νόμο 4399/2016. Από αυτές μόνο 599 μεσαίες και μεγάλες ιδίως επιχειρήσεις προχώρησαν κάπως την επένδυσή τους (12% των επενδυτικών σχεδίων) με την τεράστια πλειοψηφία (ιδίως των μικρών και πολύ μικρών) να μην έχει υλοποιήσει καμία ενέργεια μέχρι σήμερα. Επίσης δήλωσε ότι 212 επιχειρήσεις πήραν ενίσχυση συνολικού ύψους 47,5 εκατ. σε ένα σύνολο εγκεκριμένων ενισχύσεων περίπου 4 δις. Άρα όσο φίλα προσκείμενος προς την κυβέρνηση και να είναι κάποιος, δε θα μπορούσε να θεωρήσει αυτήν την κατάσταση ως ένδειξη καλού επενδυτικού κλίματος μιας εύρωστης οικονομίας!
Εξίσου όμως εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι για το νέο επενδυτικό νόμο της ΝΔ (Ν. 4887/04.02.2022), έγιναν 4 προκηρύξεις (η πρώτη έληξε στις 30.10.22 η δεύτερη στις 30.11.22, η τρίτη στις 30.12.22 και η τέταρτη στις 10.04.23) και δεν έχει καν αρχίσει η αξιολόγηση των υποβληθέντων επενδυτικών σχεδίων ακόμα και για αιτήσεις υπαγωγής σε προκηρύξεις που έληξαν πριν από 5,5 μήνες! Θα έμοιαζε λοιπόν πολύ ακραία στρεβλό να περιέγραφε κάποιος αυτήν την κατάσταση ως μια ακόμη επιτυχία του «επιτελικού» κράτους. Και δεν αναφερόμαστε απλώς στο διαχρονικό πρόβλημα των καθυστερήσεων που μαστίζει τις υπηρεσίες του αναπτυξιακού νόμου. Σε ένα πραγματικό επιτελικό κράτος (επομένως ένα κράτος με σκέψη και αναλυτική διαγνωστική θεραπευτική ικανότητα) είναι αναμενόμενο να έχει επισημανθεί η παρατηρηθείσα τραγική αδυναμία υλοποίησης των σχεδίων και να προτείνεται κάτι διαφορετικό από μια απλή συνέχιση της προϋπάρχουσας κατάστασης (όπως σε γενικές γραμμές συνέβη με τη σημερινή κυβέρνηση). Εκ του αποτελέσματος είναι προφανής η χαοτική απόσταση που χωρίζει ένα πραγματικό επιτελικό κράτος και το κακέκτυπο της σημερινής κυβέρνησης, που πασχίζει να καλύψει ο επικοινωνιακός θόρυβος των φιλοκυβερνητικών μέσων εις βάρος βεβαίως των προοπτικών της χώρας.
Για να αξιολογήσουμε τις πραγματικές πολιτικές των δυο μεγαλύτερων κομμάτων στον τομέα των επενδύσεων και όχι τις διακηρύξεις τους, χρησιμοποιήσαμε ως ενδεικτικό παράδειγμα τους αναπτυξιακούς νόμους, που αποτελούν νομοθετήματα μεγάλης πολιτικής και δημοσιονομικής βαρύτητας. Συγκεκριμένα, την περίοδο 2015-2019 η τότε κυβέρνηση προσπάθησε να ενθαρρύνει την υγιή επιχειρηματικότητα με στόχο την ανάπτυξη της χώρας, την εξάλειψη της ανεργίας, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων, στο πλαίσιο βεβαίως των πολλών και εν γένει σκληρών μνημονιακών δεσμεύσεων. Μπορεί κάποιος να έχει της δικές του, περισσότερο ή λιγότερο βάσιμες, εκτιμήσεις για τα αποτελέσματά της όμως αντικειμενικά οι άνεμοι δεν ήταν ούριοι. Εκείνο όμως που πρέπει να σημειωθεί και να πιστωθεί στην προηγούμενη κυβέρνηση ήταν η προσπάθειά της να λειτουργήσει επιτελικά στο προκείμενο: ήτοι να συνδιαλλαγεί εκτεταμένα με τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς εταίρους ώστε να υπάρξει σύνθεση απόψεων, να μελετήσει τα αποτελέσματα των προηγούμενων νόμων πριν νομοθετήσει, να παρακολουθήσει «εν πλω» την εφαρμογή του Ν. 4399/2016, να εμπλέξει την αρμόδια υπηρεσία σ΄ όλα τα παραπάνω, με δύο λόγια να ενεργήσει πραγματικά επιτελικά. Αναμφίβολα υπήρξαν σημαντικές δυσκολίες εφαρμογής στην πράξη. Οι δυσκολίες υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων στον ν.4399/2016, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, βάρυναν δυσανάλογα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (λόγω π.χ. απουσίας τραπεζικού δανεισμού, απουσίας κρατικής καθοδηγητικής/πληροφορικής βοήθειας).
Τι έκανε η σημερινή κυβέρνηση γι΄ αυτό; Πρακτικά ένα μεγάλο τίποτα. Από την άλλη, η πολιτική που υλοποιείτο από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν, όπως και από τη σημερινή κυβέρνηση, δεν έχει συγκεκριμένη αναπτυξιακή στόχευση πέραν ίσως της εξυπηρέτησης λίγων μεγάλων «εκλεκτών». Από τη σύγκριση αυτή προκύπτει πόσο απέχει από την πραγματικότητα το επιχείρημα περί «φιλοεπενδυτικής» πολιτικής της ΝΔ και «αντιεπενδυτικής» πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Καθώς αυτό που καταδεικνύεται είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι προσανατολισμένη στα μεγάλα συμφέροντα ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει να θεσμοθετεί κίνητρα που δίνουν μια αναπτυξιακή προοπτική στη χώρα και με σημαντικό μοχλό ανάπτυξης τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αναμφίβολα, από το 2017 υπάρχει μια σταδιακή επανέναρξη επενδυτικής δραστηριότητας από εγχώριους επιχειρηματίες, έχουν δημιουργηθεί τεχνοβλαστοί από τα πανεπιστήμια, μεγαλώνει ο αριθμός των εταιρειών που κλιμακώνονται από start ups σε σημαντικής κλίμακας επιχειρήσεις, κάποιες πολυεθνικές έχουν δημιουργήσει μονάδες στην Ελλάδα, υπάρχει κάποια αύξηση της Ε&Α, ενώ παρατηρείται σχετική βελτίωση στους δείκτες πολυπλοκοποίησης των παραγομένων εγχωρίως προϊόντων κ.λπ. Ως προς τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις παρατηρείται μια περιορισμένη αύξησή τους, η οποία δυστυχώς αφορά κυρίως στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας ενώ πολλές μάλιστα δεν είναι πραγματικές επενδύσεις αλλά αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων, συχνά ιδιωτικοποιούμενων κρατικών. Πιο συγκεκριμένα ισχυροί ξένοι όμιλοι εξαγοράζουν ελληνικές εταιρείες, δηλαδή έτοιμους τζίρους και έτοιμα κέρδη, ή σε άλλη περίπτωση πρόκειται για «παραχώρηση» δημόσιας περιουσίας. Οι πωλήσεις αυτές αποτελούν εισόδημα για τους ιδιοκτήτες τους αλλά όχι ανάπτυξη, γιατί συνήθως δεν διευρύνουν την παραγωγική βάση, ούτε βελτιώνουν τη διάρθρωσή της. Αντίθετα, αυξάνουν τον έλεγχο της οικονομίας από συμφέροντα εκτός χώρας. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι επενδύσεις (εγχώριες και εισαγόμενες) είναι περιορισμένες ποσοτικά (λίγο πάνω από το 50% του μέσου όρου της ΕΕ, ο οποίος είναι ήδη χαμηλός) και κυρίως πολύ προβληματικές ως προς τη ποιοτική σύνθεσή τους (χαμηλής τεχνολογικής στάθμης, στείρες εξαγορές, κατευθυνόμενες ιδίως σε παραδοσιακούς τομείς όπως ο τουρισμός κλπ.).
Έτσι, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει βαρύτατα αρνητικό. Η αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών ακολουθείται από μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών που μάλιστα από το 2017 και μετά, με την αρχή μιας δειλής ανάκαμψης, αυξάνεται για να εκτιναχθεί στην περίοδο 2019-2023. Το ΑΕΠ την τελευταία εξαετία παρουσιάζει μια δειλή (περίπου 2% ετησίως κατά μέσο όρο) αύξηση που όμως είναι απολύτως ανεπαρκής για την κατάσταση της χώρας. Υπάρχουν δηλαδή στοιχεία μιας αδύναμης ανάπτυξης, η οποία έχει ξεκινήσει από το 2017, μετά από χρόνια βαθιάς ύφεσης και λιτότητας. Ωστόσο, η κυβέρνηση παραλείπει να αναφέρει ότι το δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 400 δις και το ιδιωτικό χρέος τα 250 δις, ενώ υπήρξε αύξηση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων με πιθανή επιδείνωση δύο συνδεδεμένων υπαρξιακών κινδύνων: της διαρροής των νέων μας και ιδίως των καταρτισμένων και της ραγδαίας επιδείνωσης του δημογραφικού και ιδίως αυτού που ονομάσαμε αλλού «περιφερειακού δημογραφικού προβλήματος», με ουσιαστική ερημοποίηση άνω του 1/3 των δήμων της χώρας. Και εδώ χρειάζεται πολύ προσοχή: η απλή εισαγωγή ανειδίκευτων και ανενσωμάτωτων μεταναστών, δεν αποτελεί λύση, παρά μόνο μια ευκαιριακή απάντηση σε δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Εν τέλει απειλεί να δημιουργήσει μια «οικονομία φυτεία» κατά τα πρότυπα του προεμφυλιακού αμερικανικού νότου, με συνέπειες αντιαναπτυξιακές οικονομικά και κοινωνικά διχαστικές.
Είναι λοιπόν σαφές πως με την τρέχουσα δομή της παραγωγής, κατανάλωσης και της δημογραφίας, αλλά και των αναμενόμενων βαριών επιπτώσεων στην περίπτωση της χώρας μας από την κλιματική αλλαγή, το τρέχον αναπτυξιακό υπόδειγμα δεν είναι βιώσιμο και σε βάθος χρόνου (όχι πολύ πέραν της δεκαετίας), η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη.
Χρειάζεται μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη», η οποία θα στηρίζεται κυρίως στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και της αγροτικής, των εξαγωγών, με παράλληλη μείωση των πολυτελών και εισαγόμενων καταναλωτικών ειδών και αύξηση της αποταμίευσης. Πρέπει να εγκαταλειφθεί άμεσα η πάγια κυβερνητική πολιτική του κλεισίματος του ματιού στην υπερβάλλουσα και εν γένει δανειακή κατανάλωση από τα μεσαιοανώτερα στρώματα, που μεταξύ άλλων οδηγεί και σε απουσία αποταμιεύσεων και επομένως εγχώριων επενδύσεων. Είναι απαραίτητη η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής γιατί η συμβολή της στην οικονομία είναι πολύ μεγάλη καθώς συμβάλλει στη μείωση της φτώχειας, στην αύξηση της παραγωγικότητας και των εξαγωγών, στη δημιουργία νέων σταθερών θέσεων εργασίας, στην τεχνολογική αναβάθμιση και στη γενικότερη ανάπτυξη της οικονομίας. Σήμερα η μεταποίηση κατέχει μόλις το 4% της συνολικής απασχόλησης, ενώ παράγει το 11% της ελληνικής οικονομίας.
Όμως, η ανωτέρω πορεία προς την ποιοτική ανάπτυξη δεν προκύπτει αυτόματα μέσα από τους μηχανισμούς των αγορών. Δεν υπάρχουν «εύκολες» λύσεις και είναι παραπάνω από σίγουρο ότι η τρέχουσα κυβερνητική πορεία δεν οδηγεί το πλοίο σε ασφαλή αναπτυξιακά ύδατα. Υπάρχει αναγκαιότητα για μια αλλαγή σε τρία επίπεδα: ριζική αλλαγή τόσο σε οικονομικές πολιτικές, σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. χρειάζεται ένα «αναπτυξιακό κράτος» που μπορεί να ασκήσει αναπτυξιακές/βιομηχανικές πολιτικές) αλλά και δημιουργία κοινωνικών συμμαχιών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για να στηρίξουν τις απαιτούμενες αλλαγές, σε αντίθεση –συχνά ανοικτή- με την μεταπρατική ολιγαρχία που εκμεταλλεύεται τον τόπο.
Η προσέγγιση που κυριάρχησε την περίοδο 2019-2023 καλλιεργεί έναν εξαιρετικά επίφοβο, μικροπολιτικά οδηγούμενο εφησυχασμό για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που απλά συσκοτίζει τα κακώς κείμενα και παράλληλα επιχειρεί μια συστηματική προσπάθεια εξωραϊσμού του στρεβλού απώτερου παρελθόντος. Πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε τους λεκτικούς εξωραϊσμούς που ζήσαμε ιδίως μεταξύ 2000-2010 περί «ισχυρής Ελλάδας», χώρας «μέλους του ευρωπαϊκού πυρήνα» που επέδρασαν εφησυχαστικά και εν τέλει καταστροφικά στην πρώτη δοκιμασία. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε το βάθος των προβλημάτων μας αλλά δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση, χτίζοντας με ζήλο χωριά Ποτέμκιν, μόνο αυτό δεν επιδιώκει. Η μεταμφίεση των ξεπερασμένων αναπτυξιακών προτύπων σε «αριστεία» δεν πρέπει να αποκρύψει την παραγωγική μας γύμνια. Η χώρα χρειάζεται ευρύτερες συναινέσεις και άλλη νοοτροπία για να μπορέσει να ξεφύγει από την βαθιά 15ετή ύφεση, ακολουθώντας ένα καινούριο αναπτυξιακό υπόδειγμα.