Ένα σύνδρομο είναι ένα μοτίβο αναγνωρίσιμων, επαναλαμβανόμενων συμπτωμάτων που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη ασθένεια ή ψυχολογική διαταραχή. Η ιατρική έχει μακρά παράδοση στην ονομασία των συνδρόμων ασθενειών από τα μέρη όπου αυτά ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά.
Τα σύνδρομα των πόλεων έγκεινται σε συμπεριφορικές αντιδράσεις, που κυμαίνονται από σχετικά ήπιες συναισθηματικές διαταραχές έως ψυχώσεις, οι οποίες εμφανίζονται όταν ορισμένοι άνθρωποι επισκέπτονται ορισμένες πόλεις.
Συνολικά, δέκα πόλεις σε όλο τον κόσμο φέρουν ένα μοναδικό βάρος: έχουν μια ψυχολογική διαταραχή που πήρε το όνομά τους. Χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τέσσερις πόλεις με σύνδρομα που σχετίζονται με τον τουρισμό, τρεις που συνδέονται με καταστάσεις ομηρίας και τρεις που δεν έχουν κοινά στοιχεία με όλες τις άλλες.
Το Σύνδρομο της Ιερουσαλήμ
Αναφέρθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1930 και φέρεται να προσβάλλει περίπου 100 επισκέπτες κάθε χρόνο. Από αυτούς, περίπου 40 πρέπει να νοσηλευτούν. Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν λίγες εβδομάδες μετά την επίσκεψη. Με μοναδικό θρησκευτικό προσανατολισμό, το σύνδρομο αυτό εκδηλώνεται με την αυταπάτη ότι το υποκείμενο είναι μια σημαντική βιβλική μορφή. ‘Έχουν υπάρξει άνθρωποι που πίστευαν ότι ήταν η Παναγία, ο Μωυσής, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ακόμη και ο ίδιος ο Ιησούς.
Οι πάσχοντες καταλήγουν να κηρύττουν στο δρόμο, προειδοποιώντας τους περαστικούς για την έλευση των έσχατων ημερών και την ανάγκη για λύτρωση. Συχνά παθιασμένοι με τη σωματική καθαρότητα, κάποιοι ξυρίζονται σε όλο τους το σώμα, κάνουν μανιωδώς μπάνιο ή κόβουν συνεχώς τα νύχια τους.
Το σύνδρομο της Ιερουσαλήμ, περιγράφηκε για πρώτη φορά κλινικά τη δεκαετία του 1930 από τον ψυχίατρο της Ιερουσαλήμ Heinz Herman, έναν από τους ιδρυτές της σύγχρονης ψυχιατρικής έρευνας στο Ισραήλ. Το αν αυτές οι συμπεριφορές προκύπτουν συγκεκριμένα από την επίσκεψη στην Ιερουσαλήμ είναι υπό συζήτηση, καθώς παρόμοιες συμπεριφορές έχουν σημειωθεί και σε άλλα μέρη θρησκευτικής και ιστορικής σημασίας όπως η Μέκκα
Το Σύνδρομο του Παρισιού
Αν και δεν περιλαμβάνεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM), το σύνδρομο του Παρισιού αναγνωρίζεται από πολλούς ειδικούς ως ένα πραγματικό, αν και σπάνιο, φαινόμενο. Σύμφωνα με τον Ματιέ Ντεφλέμ, καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, το σύνδρομο είναι “πιο συχνό μεταξύ των Ιαπώνων” τουριστών.
Αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 2004, και προσβάλλει κυρίως Ιάπωνες που επισκέπτονται για πρώτη φορά την πόλη. Κατά μέσο όρο, κάθε χρόνο αναφέρονται 12 περιπτώσεις, κυρίως σε άτομα ηλικίας 30 ετών. Οι πάσχοντες εμφανίζουν συμπτώματα όπως άγχος, παραληρηματικές ιδέες (συμπεριλαμβανομένης της πεποίθησης ότι το δωμάτιο του ξενοδοχείου τους παρακολουθείται ή ότι είναι η ενσάρκωση του Λουδοβίκου του ΙΔ’, του “βασιλιά του ήλιου” της Γαλλίας), και άλλες ψευδαισθήσεις.
Γιατί επηρεάζει κυρίως τους Ιάπωνες τουρίστες; Σίγουρη απάντηση δεν υπάρχει. Ο Ντεφλέμ εκτιμά, πως « η έντονη κουλτούρα της ευγένειας που χαρακτηρίζει τους Ιάπωνες προκαλεί μία μορφή αντιπαράθεσης με την Παριζιανική αλαζονεία»
Το σύνδρομο του Παρισιού θα πρέπει να θεωρείται ως μια ακραία μορφή πολιτισμικού σοκ, είπε Ντεφλέμ. «Πρόκειται για ασθένεια που προκύπτει από την απώλεια νοήματος που προκαλείται, όταν άνθρωποι από μια συμβολική πραγματικότητα βρίσκονται βυθισμένοι σε μια άλλη», έγραψε σε άρθρο του 2007.
Ωστόσο, το πρόβλημα είναι αρκετά σημαντικό, με αποτέλεσμα η ιαπωνική πρεσβεία στο Παρίσι να διατηρεί μια 24ωρη τηλεφωνική γραμμή βοήθειας, Οι περισσότεροι ασθενείς βελτιώνονται μετά από λίγες ημέρες ξεκούρασης. Κάποιοι επηρεάζονται τόσο πολύ που η μόνη …θεραπεία είναι η άμεση επιστροφή στην Ιαπωνία.
Το Σύνδρομο της Φλωρεντίας ή “Σύνδρομο Σταντάλ”
Το σύνδρομο αυτό, που καταγράφηκε επισήμως για πρώτη φορά το 1982, εμφανίζεται στη Φλωρεντία περίπου δέκα φορές το χρόνο και αφορά κυρίως πολύ ευαίσθητα άτομα και ξένους, ενώ φαίνεται ότι οι Ιταλοί έχουν ανοσία.
Η ψυχίατρος Graziella Margherini, ήδη από το 1979 είχε περιγράψει 100 τέτοιες περιπτώσεις στο βιβλίο της: «La sindrome di Stendhal. Η αδιαθεσία του ταξιδιώτη μπροστά στο μεγαλείο της τέχνης».
Εκδηλώνεται στη θέα εξαιρετικά όμορφων έργων τέχνης, ειδικά αν αυτά βρίσκονται σε περιορισμένους χώρους.
Τα ήπια συμπτώματα περιλαμβάνουν αίσθημα παλμών, ζάλη, λιποθυμία και παραισθήσεις. Ωστόσο, περίπου τα δύο τρίτα των πασχόντων αναπτύσσουν παρανοϊκή ψύχωση. Οι περισσότεροι πάσχοντες μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους μετά από λίγες ημέρες ξεκούρασης στο κρεβάτι.
Η πάθηση είναι επίσης γνωστή και ως “σύνδρομο Σταντάλ”, από το όνομα του Γάλλου συγγραφέα που βίωσε το φαινόμενο κατά την επίσκεψή του στην πόλη το 1817. Όταν βρέθηκε στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού, όπου είναι θαμμένοι ο Μακιαβέλι, ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Γαλιλαίος, ένοιωσε «ένα είδος έκστασης… έφτασα σε εκείνο το σημείο όπου συναντά κανείς ουράνιες αισθήσεις… περπατούσα με το φόβο να μην πέσω”, όπως γλαφυρά έγραψε.
Η διαταραχή δεν σχετίζεται με συγκεκριμένους καλλιτέχνες ή έργα τέχνης, αλλά αφορά τα χαρακτηριστικά του έργου τέχνης που προκαλούν ανεξέλεγκτες συναισθηματικές αντιδράσεις.
Το Σύνδρομο της Βενετίας
Μάλλον πιο νοσηρό από τις προηγούμενες καταστάσεις, το Σύνδρομο της Βενετίας περιγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων που ταξιδεύουν στη Βενετία με τη σαφή πρόθεση να αυτοκτονήσουν στην πόλη.
Μεταξύ 1988 και 1995, 51 ξένοι επισκέπτες διαγνώστηκαν με αυτόν τον τρόπο. Τα άτομα ήταν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, αλλά η μεγαλύτερη ομάδα προερχόταν από τη Γερμανία. Ενδεχομένως, αυτό να οφείλεται στην πολιτιστική επίδραση του “Θανάτου στη Βενετία”, του μυθιστορήματος του Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν, το οποίο στη συνέχεια έγινε και ταινία. Συνολικά, 16 κατάφεραν να βάλουν τέλος στη ζωή τους.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη σχετικά με το φαινόμενο – κυρίως με συνεντεύξεις επιζώντων – φάνηκε ότι “στη συλλογική φαντασία των ρομαντικών ανθρώπων, η σύνδεση της Βενετίας με την παρακμή και τον ξεπεσμό ήταν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο”.
Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης
Τρία συναφή σύνδρομα πόλεων συνδέονται με καταστάσεις ομηρίας, με πιο γνωστό αυτό της σουηδικής πρωτεύουσας. Σύμφωνα με μελέτες περίπου ένας στους τέσσερις από αυτούς που κακοποιούνται, απαγάγονται ή κρατούνται όμηροι αναπτύσσουν συναισθηματικό δεσμό ή αίσθημα αφοσίωσης προς τους απαγωγείς ή τους θύτες τους. Ορισμένοι μάλιστα αρχίζουν να συνεργάζονται ενεργά, υπερβαίνοντας τα όρια από την κατάσταση του θύματος, σε αυτήν του δράστη.
Το σύνδρομο παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1973 στην Στοκχολμη, όταν ληστεία τράπεζας εξελίχθηκε σε κατάσταση ομηρίας. Οι ληστές κράτησαν ομήρους τέσσερις υπαλλήλους για έξι ημέρες. Οι όμηροι δέθηκαν με δυναμίτη και κλείστηκαν σε ένα θησαυροφυλάκιο. Μετά τη διαπραγμάτευση για την παράδοση των ληστών, οι όμηροι δήλωσαν ότι ένιωθαν περισσότερο φόβο για την αστυνομία, συγκέντρωσαν χρήματα για την υπεράσπιση των απαγωγέων και αρνήθηκαν να καταθέσουν εναντίον τους. Μια από τις ομήρους αρραβωνιάστηκε μάλιστα έναν από τους απαγωγείς της.
Το 1974, ο όρος χρησιμοποιήθηκε και για την Πάτι Χερστ, κόρη ενός ζάμπλουτου επιχειρηματία, που απήχθη για πολιτικούς λόγους από την οργάνωση “Symbionese Liberation Army” (SLA) στην Αμερική. Η 20χρονη “άλλαξε πλευρά” και τελικά τους βοήθησε να ληστέψουν μια τράπεζα.
Το Σύνδρομο της Λίμα
Λιγότερο γνωστό, το σύνδρομο της Λίμα περιγράφει το ακριβώς αντίθετο του συνδρόμου της Στοκχόλμης – δηλαδή, οι απαγωγείς αναπτύσσουν θετικούς δεσμούς με τους ομήρους τους. Η ονομασία αναφέρεται σε μια κρίση στην πρωτεύουσα του Περού τον Δεκέμβριο του 1996, όταν μέλη του Επαναστατικού Κινήματος Tupac Amaru πήραν ομήρους 600 επισκέπτες της ιαπωνικής πρεσβείας.
Οι δράστες έγιναν τόσο συμπονετικοί απέναντι στους ομήρους, ώστε άφησαν τους περισσότερους από αυτούς ελεύθερους μέσα σε λίγες ημέρες, συμπεριλαμβανομένων ατόμων ύψιστης σημασίας, όπως η μητέρα του τότε προέδρου του Περού. Μετά από τέσσερις μήνες παρατεταμένων διαπραγματεύσεων, όλοι οι όμηροι, εκτός από έναν, απελευθερώθηκαν. Η κρίση επιλύθηκε μετά από επιδρομή των ειδικών δυνάμεων.
Το Σύνδρομο του Λονδίνου
Το Σύνδρομο του Λονδίνου περιγράφεται ως το αντίθετο του Συνδρόμου της Στοκχόλμης αλλά και του Συνδρόμου της Λίμας, δεδομένου ότι αφορά την ανάπτυξη αρνητικών συναισθημάτων των ομήρων προς τους δεσμώτες τους. Στην πραγματικότητα, το Σύνδρομο του Λονδίνου περιγράφει με μεγαλύτερη ακρίβεια μια κατάσταση κατά την οποία οι όμηροι προξενούν τον θάνατό τους από τους απαγωγείς τους, προκαλώντας τους ή προσπαθώντας να δραπετεύσουν.
Το όνομα προέρχεται από την πολιορκία της ιρανικής πρεσβείας στο Λονδίνο το 1981, κατά την οποία ένας από τους 26 ομήρους διαφωνούσε επανειλημμένα με τους απαγωγείς του, παρά τις εκκλήσεις των άλλων. Όταν οι δράστες αποφάσισαν να σκοτώσουν έναν από αυτούς, πυροβόλησαν τον εριστικό, πετώντας το πτώμα του στο δρόμο.
Η εκτέλεση προκάλεσε ένοπλη επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν κι άλλοι όμηροι.
Το Σύνδρομο του Άμστερνταμ
Το Σύνδρομο του Άμστερνταμ αναφέρεται στη συμπεριφορά των ανδρών που μοιράζονται φωτογραφίες των γυμνών συζύγων τους ή των ίδιων που κάνουν σεξ με τις συζύγους τους, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Ο όρος πιστεύεται ότι παραπέμπει στην Red Light District του Άμστερνταμ, όπου οι πόρνες εκτίθενται πίσω από τα παράθυρα.
Η ονομασία αυτή επινοήθηκε από έναν σεξολόγο του Πανεπιστημίου La Sapienza στην Ιταλία και δημοσιοποιήθηκε για πρώτη φορά το 2008 σε συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Σεξολογίας στη Ρώμη. Κατά τη στιγμή της συγγραφής της δημοσίευσης, το σύνδρομο δεν είχε αναλυθεί επαρκώς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για να περιγράψει Ιταλούς άνδρες, οι οποίοι αναρτούσαν τις εν λόγω εικόνες στο διαδίκτυο.
Το Σύνδρομο του Μπρούκλιν
Ο όρος επινοήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου από ψυχιάτρους του Πολεμικού Ναυτικού, οι οποίοι παρατήρησαν ορισμένα μοτίβα συμπεριφοράς σε κάποιους από τους άνδρες που στρατολογούνταν. Αρχικά, τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρήθηκαν ότι αποτελούσαν ένδειξη ψυχοπαθολογίας. Τελικά, επειδή συνέβαιναν με τέτοια συχνότητα, σχετίστηκαν με τους τόπους καταγωγής των εμπλεκόμενων ανδρών: κατάγονταν από πόλεις, οπως το Μπρούκλιν, όπου, λόγω συγκεκριμένων πολιτισμικών συνθηκών, το αρσενικά άτομα ήταν υπερβολικά εριστικά.
To Σύνδρομο του Ντιτρόιτ
Το σύνδρομο του Ντιτρόιτ είναι μια μορφή ηλικιακής διάκρισης κατά την οποία εργαζόμενοι ορισμένης ηλικίας αντικαθίστανται από εκείνους που είναι νεότεροι, ταχύτεροι και εφοδιασμένοι με νέες δεξιότητες που ταιριάζουν καλύτερα στον σύγχρονο εργασιακό χώρο. Το σύνδρομο, που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 2011, πήρε το όνομά του από το Ντιτρόιτ, και πιο συγκεκριμένα από τη φήμη της περιοχής, ως κόμβου κατασκευής αυτοκινήτων, όπου τα νεότερα μοντέλα αντικαθιστούσαν τα παλαιότερα σε τακτική βάση.
naftemporiki.gr