Στις μεγαλύτερες εκροές κεφαλαίων σε διάρκεια δεκαετίας, οι καταθέσεις των κορυφαίων αμερικανικών τραπεζών JPMorgan Chase & Co., Wells Fargo και Bank of America εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 521 δισ. δολάρια σε σχέση με πέρυσι. Η μείωση αυτή -συμπεριλαμβανομένων και των εκροών ύψους 61 δισ. δολαρίων στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου- λαμβάνει χώρα μετά την πρόσφατη κρίση με τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ, οι οποίες δεν κατάφεραν να κρατήσουν τους καταθέτες τους προσφέροντάς τους υψηλότερα επιτόκια.
Διπλό πρόβλημα
«Το μεγάλο πρόβλημα για τις τράπεζες είναι οι καταθέσεις, τόσο για το τρίμηνο όσο και για τον Μάρτιο», αναφέρει ο αναλυ- τής της Wells Fargo Μάικ Μάιο. Για τις μικρότερες τράπεζες, όπως η Western Alliance, το πρόβλημα είναι διπλό: οι πελάτες από τη μια ζητούν υψηλότερα επιτόκια και από την άλλη υπό τον φόβο νέων καταρρεύσεων τραπεζών μεταφέρουν τα χρήματά τους σε μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Όλη αυτή η τραπεζική αναστάτωση άφησε το αποτύπωμά της στις μετοχές του κλάδου. Ο δείκτης KBW, που παρακολουθεί τις τραπεζικές μετοχές στις ΗΠΑ, υποχωρεί φέτος 19% και μόνο τον Μάρτιο απώλεσε το 25% της αξίας του, με τη μετοχή της First Republic να έχει υποστεί βουτιά 89%. Οι ανακοινώσεις αποτελεσμάτων πρώτου τριμήνου από τις τράπεζες θα δώσουν περισσότερα στοιχεία για τις καταθέσεις, αλλά και για το εάν τελικά θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στους στόχους τους, δίδοντας μια εικόνα για την ευρωστία του κλάδου.
Σημειώνεται ότι οι αμερικανικές τράπεζες άρχισαν να βρίσκονται αντιμέτωπες με εκροές καταθέσεων από τις αρχές του 2022, όταν τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού υπονόμευσαν τις αποταμιεύσεις των καταναλωτών. Αναζητώντας καλύτερες αποδόσεις εν μέσω των επιθετικών επιτοκιακών αυξήσεων της Fed, καταναλωτές και επιχειρήσεις μετέφεραν τα κεφάλαιά τους σε αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων, με αποτέλεσμα το συνολικό υπό διαχείριση ενεργητικό αυτών των κεφαλαίων να εκτιναχθεί στο ρεκόρ των 5,2 τρισ. δολαρίων από 4,59 τρισ. δολάρια έναν χρόνο νωρίτερα.
Αύξηση των αποδόσεων
Η φυγή των καταθέσεων θα αναγκάσει ωστόσο τις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια προς τους καταθέτες και αυτό θα μπορούσε να συρρικνώσει εν μέρει τα περιθώρια κέρδους τους, δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν ευνοηθεί από τη σημερινή επιθετική πολιτική σύσφιγξης των κεντρικών τραπεζών.
«Τα κέρδη του Απριλίου είναι σημαντικά για τις προοπτικές που θα σκιαγραφήσουν και όχι για τα αποτελέσματα αυτά καθ’ αυτά», αναφέρει αναλυτής της Morgan Stanley, η οποία αναθεώρησε πτωτικά τις προβλέψεις της για τα κέρδη των τραπεζών φέτος και το επόμενο έτος. Ακόμη ένα σημείο ανησυχίας
είναι οι τεράστιες επενδύσεις που έχουν κάνει οι τράπεζες σε ένα ασφαλές ενεργητικό, σε κρατικά ομόλογα και σε τίτλους εγγυημένους με υποθήκη, τη στιγμή που τα υψηλά επιτόκια έχουν πλήξει
τις τιμές των κρατικών ομολόγων. «Πρόκειται πραγματικά για έναν εφιάλτη όσον αφορά τη διαχείριση του παθητικού ενεργητικού των τραπεζών», αναφέρει ο Μάιο της Wells Fargo.
Βεβαίως, εάν οι τράπεζες διακρατήσουν αυτά τα κρατικά ομόλογα μέχρι τη λήξη τους δεν θα υποστούν ζημίες, εκτός και εάν χρειαστούν να τα πωλήσουν, όπως συνέβη με τις τράπεζες που κατέρρευσαν πρόσφατα.
Οι οιωνοί δεν προδιαγράφονται ιδιαίτερα ευνοϊκοί ούτε και στο μέτωπο των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Τα συνολικά έσοδα από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές των πέντε κορυφαίων τραπεζών της Wall Street -JPMorgan, Bank of America, Citigroup, Goldman Sachs και Morgan Stanley- αναμένεται να υποχωρήσουν κατά 3,2 δισ. δολάρια ή 10%, στα 29,9 δισ. δολάρια.
Ασυνεπείς
Την ίδια στιγμή, οι έξι μεγαλύτερες τράπεζες της Wall Street δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους για τα κριτήρια ESG (περιβαλλοντικά, κοινωνικά και διακυβέρνησης) απέναντι στους μετόχους τους.
Ανάλυση της Ceres και της Transition Pathways Initiative έδειξε ότι οι JPMorgan Chase & Co., Bank of America, Citigroup, Goldman Sachs, Morgan Stanley και Wells Fargo δεν ευθυγραμμίστηκαν με τους στόχους για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που έχουν τεθεί για το 2030.
Η συνεχιζόμενη στήριξη των ορυκτών καυσίμων από τις τράπεζες τις καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτες σε κριτική από τους μετόχους και ομάδες ακτιβιστών. Οι μικρότερες τράπεζες βρίσκονται πάντως στο μικροσκόπιο των ρυθμιστικών και νομισματικών αρχών όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στην άλλη πλευρά
του Ατλαντικού. Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Άντριου Μπέιλι κάλεσε τις αρχές να εξετάσουν το πλέγμα προστασίας προς τους καταθέτες των μικρότερων τραπεζών, υπογραμμίζοντας ότι η κατάρρευση των αμερικανικών τραπεζών έδειξε τις ελλείψεις σε αυτό το σημείο.
Ο Γουόρεν Μπάφετ
Από την πλευρά του, ο γνωστός μεγαλοεπενδυτής Γουόρεν Μπάφετ, υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τον τραπεζικό κλάδο ή την ασφάλεια των καταθέσεων στις ΗΠΑ, παρότι περιμένει ότι θα χρεοκοπήσουν περισσότερες τράπεζες.
Ανέφερε δε ότι είναι πρόθυμος να στοιχηματίσει 1 εκατ. δολάρια ότι κανένας φορολογούμενος δεν θα υποστεί κούρεμα στις καταθέσεις του λόγω τραπεζικής πτώχευσης.