Skip to main content

Πρωτόγνωρα διλήμματα για τις κεντρικές τράπεζες

Ο Δημήτρης Τζάνας

Δύσκολη είναι η αναζήτηση του κατάλληλου μίγματος μακροοικονομικής πολιτικής και η διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής που θα διασφαλίσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Του Δημήτρη Τζάνα, οικονομολόγου

Ο ΤΖΟΝ ΠΙΕΡΠΟΝΤ ΜΟΡΓΚΑΝ (J.P. Morgan), που το 1907 έσωσε το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα από την επερχόμενη -λόγω του πανικού- καταστροφή, ήταν ταυτόχρονα τραπεζίτης, κατασκευαστής σιδηροδρόμων και μάνατζερ μεγάλων επιχειρήσεων. Ήταν ένα μίγμα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Γουόρεν Μπάφετ, τον Τζορτζ Σόρος και τον Τζέιμι Ντάιμον! Έξι χρόνια αργότερα, το 1913, οι δράσεις του οδήγησαν τις ΗΠΑ στη δημιουργία της Federal Reserve, για να διασφαλίζεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος…

ΜΕ ΑΥΤΟΝ τον τρόπο ο Έντουιν Λεφέβρ περιγράφει την προσωπικότητα του J.P. Morgan στο βιβλίο του Αναμνήσεις ενός χρηματιστή» (Reminiscences of a Stock Operator). Μετά από 116 χρόνια, ήταν η σειρά του CEO της J.P. Morgan, Τζέιμι Ντάιμον, επικεφαλής σήμερα της J.P. Morgan, της μεγαλύτερης τράπεζας των ΗΠΑ, να συμβάλει καθοριστικά στη σωτηρία της First Republic Bank που κατέρρεε εξαιτίας της μαζικής φυγής των καταθέσεών της: από κοινού με άλλες 10 μεγάλες τράπεζες έδωσαν ρευστότητα 30 δισ. δολαρίων. Με την υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ και τη Federal Reserve να ζητoύν τη βοήθεια των μεγάλων αμερικανικών τραπεζών, της J.P.Morgan, της Bank of America και της Citigroup μεταξύ άλλων, καθώς η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature είχαν ήδη προκαλέσει αναταραχή στις αγορές. Η κρίση αξιοπιστίας απειλούσε και απειλεί ακόμη να διαμορφώσει συνθήκες συστημικής κρίσης στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, άρα και στον πλανήτη, όπως μάθαμε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008…

ΛΙΓΕΣ ημέρες μετά ήταν η ελβετική κεντρική τράπεζα που κλήθηκε να προσφέρει στήριξη ύψους 170 δισ. δολαρίων προς την Credit Suisse για να σωθεί, καθώς αντιμετώπιζε το δικό της κύμα μαζικών αναλήψεων. Ταυτόχρονα διέγραψε ομόλογα ύψους 17,3 δισ. δολαρίων προκαλώντας αναταραχή στην ευμεγέθη αγορά τραπεζικών
ομολόγων, αλλά και κύμα ρευστοποιήσεων στις ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές!

Η ΕΞΗΓΗΣΗ για τις παραπάνω εξελίξεις δεν είναι δύσκολη. Δύσκολη είναι η αναζήτηση του κατάλληλου μίγματος μακροοικονομικής πολιτικής και η διαμόρφωση μιας νέας αρχιτεκτονικής που θα διασφαλίσει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ας δούμε την εξήγηση πρώτα: μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, αποτέλεσμα της υπερτροφικής μεγέθυνσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε συνέχεια της δυνατότητας να ασκούν εμπορική και επενδυτική τραπεζική, όλοι οι φορείς μετά το 1999 υπήρξαν κανονιστικές ρυθμίσεις (νόμος Ντοντ-Φρανκ) που θωράκισαν τον χρηματοπιστωτικό τομέα επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα. Ωστόσο, επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ προωθήθηκαν διατάξεις που απορρύθμισαν το σύστημα (από τον Τζερόμ Πάουελ που είναι και σήμερα επικεφαλής της Federal!) με συνέπεια η ενδελεχής εποπτεία να συντελείται μόνο για 20 μεγάλες τράπεζες, ενώ σε 4.700 περιφερειακές τράπεζες η εποπτεία δεν περιλαμβάνει ούτε ελέγχους αναφορικά με τον επιτοκιακό κίνδυνο. Έτσι, με τη μακρόχρονη διατήρηση χαμηλών επιτοκίων λόγω των πολιτικών ποσοτικής χαλάρωσης κατά τη
χρηματοοικονομική κρίση και μηδενικών στην εποχή της «από ελικοπτέρου ρίψης μετρητών» που διενεργήθηκε επί Covid-19 τo 2020-21, το βασικό στοιχείο ενεργητικού των τραπεζών ήταν χαμηλότοκα ομόλογα. Με την άνοδο των επιτοκίων από τη Federal από το καλοκαίρι του 2022, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός, τα ομόλογα που διακρατούσαν οι τράπεζες έγιναν τοξικά αφού υποτιμήθηκε η αξία τους και συρρικνώθηκαν τα ίδια κεφάλαια, καθώς δεν είχε υπάρξει μέριμνα για πολιτικές κάλυψης του προφανούς επιτοκιακού κινδύνου που είχε αναληφθεί. Η Federal χρεώνεται για μια ακόμη φορά την ευθύνη για όσα ακολούθησαν με αποτέλεσμα να ζητείται η συνδρομή των μεγάλων αμερικανικών τραπεζών για να αποφευχθεί η μαζική κατάρρευση περιφερειακών τραπεζών και να μη μετατραπεί η χρηματοπιστωτική κρίση σε ανοικτή συστημική, με δεδομένη τη διασύνδεση των τραπεζών και των
φορέων του σκιώδους τραπεζικού συστήματος (funds, ασφαλιστικοί φορείς κ.ά.) μεταξύ τους.

ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ όλα είναι διαφορετικά: η ΕΚΤ διαμόρφωσε τους κατάλληλους μηχανισμούς, τον SSM (Single
Supervisory Mechanism) και τον SRM (Single Resolution Mechanism) και εποπτεύει τόσο τις 115 μεγάλες συστημικές τράπεζες (τέσσερις ελληνικές ανάμεσά τους) όσο και το μεγαλύτερο μέρος των υπολοίπων στην Ευρωζώνη από κοινού με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, η δραστηριοποίηση κολοσσιαίων τραπεζών όπως η ελβετική Credit Suisse στην Ευρώπη και η καχυποψία ότι η γερμανική Deutsche Bank μπορεί να έχει ακόμη τοξικά στοιχεία στο ενεργητικό της διαμόρφωσαν συνθήκες που προκάλεσαν αναταράξεις στις αγορές. Με δεδομένη ωστόσο την ύπαρξη στέρεης αρχιτεκτονικής εποπτείας από την ΕΚΤ, αλλά και την επαγρύπνηση τόσο εκείνης όσο και των άλλων σημαντικών κεντρικών τραπεζών στην Ευρώπη (Ελβετίας, Μεγάλης Βρετανίας και Σουηδίας κυρίως), μπορούμε να είμαστε ασφαλείς σε σχέση με τη βεβαιότητα αποφυγής συστημικής κρίσης στην Ευρώπη.

Η FEDERAL καλείται να βελτιώσει άμεσα το εποπτικό πλαίσιο. Επιπλέον, θεωρώντας ότι πρέπει να συνεχίσει να είναι προτεραιότητά της ο πληθωρισμός ενόσω τα αίτιά του προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από την πλευρά της προσφοράς, διακινδυνεύει να προκαλέσει συστημική κρίση αν συνεχίσει τις επιτοκιακές αυξήσεις, καθώς είναι πιθανό να προκύψουν νέες καταρρεύσεις τραπεζών. Παράλληλα, με δεδομένη την έκρηξη του παγκόσμιου χρέους (στο 342% του παγκόσμιου ΑΕΠ) που διαμορφώνει ήδη συνθήκες αδυναμίας εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων από τους δανειολήπτες (χώρες – επιχειρήσεις – νοικοκυριά) και την υπερχρέωση των ΗΠΑ (στο 130% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος τους), θα αδυνατούν να εκδώσουν μια νέα γενιά Brady Bonds σαν εκείνα που εξέδωσε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Νίκολας Μπρέιντι το 1988 (στο 50% του ΑΕΠ τότε το δημόσιο χρέος) για να σώσει το Μεξικό και τη Βραζιλία από τη χρεοκοπία. Η αναστροφή επομένως της πολιτικής επιτοκιακών αυξήσεων είναι μάλλον μια κοντινή απόφαση!