Τoυ Κωνσταντίνου Ι. Χαζάκη, καθηγητή, Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών, Δηµοκρίτειο Πανεπιστήµιο Θράκης
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ τετραετία η Ελλάδα πρέπει να επιτύχει διατηρήσιµη οικονοµική ανάπτυξη, σε ένα ασταθές διεθνές, οικονοµικό και γεωπολιτικό σύστηµα, αλλά και σε ένα -εκ νέου αυστηρό (από το 2024) ευρωπαϊκό δηµοσιονοµικό πλαίσιο. Συνεπώς, πρέπει να αντιµετωπιστούν τα δίδυµα ελλείµµατα (πρωτογενές έλλειµµα, έλλειµµα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), αλλά και να υπάρξουν δράσεις για την κάλυψη του επενδυτικού και του χρηµατοδοτικού κενού, χωρίς µεγάλη δανειακή επιβάρυνση.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΟΙ παράγοντες που θα επηρεάσουν την πορεία και την ταχύτητα της οικονοµικής ανάκαµψης συνδέονται µε τις τιµές και τη ζήτηση σε παγκόσµιο επίπεδο, τόσο των αγαθών/υπηρεσιών, όσο και των πρώτων υλών, µε την οριακή ροπή για κατανάλωση και αποταµίευση των διαφορετικών εισοδηµατικών οµάδων, µε την επίδραση των πολλαπλασιαστών σε εισόδηµα, απασχόληση και επενδύσεις, µε την επίδοση του τοµέα των διεθνώς εµπορεύσιµων αγαθών και υπηρεσιών, µε τη συµβολή του Ταµείου Ανάκαµψης στην οικονοµία, αλλά και µε την απουσία απρόβλεπτων γεωπολιτικών εξελίξεων. Μεταξύ πολλών προτεραιοτήτων, το ζήτηµα του δηµόσιου και ιδιωτικού χρέους απαιτεί εγρήγορση της οικονοµικής πολιτικής.
Η ΑΥΞΗΣΗ του κόστους δανεισµού του ελληνικού Δηµοσίου οδηγεί µεσοπρόθεσµα σε περιορισµό του δηµοσιονοµικού χώρου και συνεπώς η διατήρηση της ρευστότητας της πραγµατικής οικονοµίας, µέσω της παροχής κρατικών εγγυήσεων, επιδοµάτων (µε την εξαίρεση των ευρωπαϊκών πόρων), έχει ορίζοντα λήξης και πολύ πιθανόν θα συνδεθεί µε ρήτρες αιρεσιµότητας (δεσµεύσεις και προϋποθέσεις), όπως στο παρελθόν.
ΑΚΟΜΗ περισσότερο, η παρούσα δηµοσιονοµική ευελιξία, που βοηθά στη διασφάλιση των εισοδηµάτων και των θέσεων εργασίας των απασχολουµένων, αφορά βραχυπρόθεσµη στήριξη εισοδηµάτων και όχι αναδιάταξη εργασιακών δεξιοτήτων, καινοτοµία και εξωστρέφεια παραγωγής. Με άλλα λόγια, δεν ανασυγκροτείτο περιεχόµενο του δυνητικού ΑΕΠ ώστε αυτό να παραγάγει διατηρήσιµη ανάπτυξη όταν µετατρέπεται σε πραγµατικό ΑΕΠ. Το δυνητικό ΑΕΠ είναι το ΑΕΠ που θα παραγόταν αν απασχολούνταν πλήρως όλοι οι συντελεστές παραγωγής
και αφορά τις συνθήκες στην πλευρά της προσφοράς, δηλαδή το επίπεδο του κεφαλαίου, της εργασίας αλλά και της συνολικής παραγωγικότητας. Αναντίρρητα, απαιτούνται μεταρρυθµιστικές τοµές στον τοµέα των διεθνώς εµπορεύσιµων αγαθών και υπηρεσιών και της ανταγωνιστικότητας. Τούτο επίσης σηµαίνει αναγκαιότητα λήψης ισχυρών εµπροσθοβαρών ενεργειών την επόµενη τετραετία για τη δηµιουργία θέσεων απασχόλησης σε διεθνώς ανταγωνιστικούς κλάδους της ελληνικής οικονοµίας.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, το χρέος της κεντρικής διοίκησης αυξήθηκε σηµαντικά το 2022 (400,3 δισ. ευρώ στις 31 Δεκεµβρίου 2022 έναντι 341,023 δισ. ευρώ το 2020). Η µέση σταθµική διάρκεια του δηµοσίου χρέους διαµορφώθηκε το 2022 σε 17,5 έτη, το ετήσιο µεσοσταθµικό επιτόκιο στο 1,54%, ενώ άνω του 76% του ελληνικού χρέους διακρατείται από πιστωτές του «επίσηµου» τοµέα.
Η ΑΠΟΔΟΣΗ του δεκαετούς ελληνικού κρατικού οµολόγου διαµορφώθηκε τον Φεβρουάριο στο 4,4% (η απόδοση του γερµανικού στο 2,52%). Βεβαίως, η Ελλάδα έχει πρόσβαση στις αγορές λόγω της προστασίας που της προσφέρει η συµµετοχή στην Ευρωζώνη, ωστόσο ακόµη και η αναµενόµενη ανάκτηση επενδυτικής βαθµίδας µετά την ύπαρξη φιλοευρωπαϊκής και µεταρρυθµιστικής κυβέρνησης µε ευρεία πολιτική στήριξη και πολιτικές συµµαχίες, στην επικείµενη εκλογική αναµέτρηση, δεν σηµαίνει ότι η επιτοκιακή επιβάρυνση θα εξαλειφθεί. Το επενδυτικό κενό και η αναγκαία συνέχιση στοχευµένης κοινωνικής πολιτικής πρέπει να στηριχθούν σε ρυθµούς ανάπτυξης, εισροή επενδύσεων και εξαγωγές και όχι σε δανειακά κεφάλαια.
Παραµένει ο κίνδυνος βιωσιµότητας
ΕΑΝ ΛΗΦΘΟΥΝ υπόψη όλες οι παράµετροι προσδιορισµού του δηµοσίου χρέους καθίσταται σαφές ότι ο κίνδυνος βιωσιµότητας µεσοπρόθεσµα και µακροπρόθεσµα παραµένει. Η επίπτωση που έχουν οι κύριες συνιστώσες της µεταβολής του χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ, δηλαδή το ύψος του πρωτογενούς αποτελέσµατος της γενικής κυβέρνησης (ελλείµµατος), η
διαφορά µεταξύ του ονοµαστικού επιτοκίου δανεισµού του ελληνικού Δηµοσίου και του ρυθµού µεταβολής του ονοµαστικού ΑΕΠ και οι προσαρµογές πρωτογενούς αποτελέσµατος και χρέους δεν δικαιολογούν κανέναν εφησυχασµό ή θριαµβολογία. Χρειάζεται ενεργή στρατηγική διαχείρισης των πιθανών κινδύνων αγοράς που υπάρχουν στο χαρτοφυλάκιο του ελληνικού δηµοσίου χρέους και δεν µπορεί η στρατηγική να εδράζεται µόνον στη βραχυπρόθεσµη διαχείριση ταµειακών διαθεσίµων του ευρύτερου Δηµοσίου ως ασπίδας προστασίας και µηχανισµού ύστατης προσφυγής. Ακόµη περισσότερο, οι δηµοσιονοµικές παρεµβάσεις δεν
µπορούν να συνεχιστούν µεσοπρόθεσµα, εκτός και εάν αλλάξει ουσιαστικά το θεσµικό πλαίσιο που διέπει τη χρηµατοδότηση του χρέους σε επίπεδο Ευρωζώνης ή αναθεωρηθούν οι
κανόνες του ΣΣΑ.
ΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ χρέος (εξαιρουµένων των οφειλών των ιδιωτών µεταξύ τους) αγγίζει τα 260 δισ. ευρώ (υπόλοιπο δανείων 115 δισ. ευρώ, 113 δισ. ευρώ ληξιπρόθεσµες οφειλές προς την εφορία 4,2 εκατ. φορολογουµένων και 28 δισ. ευρώ χρέη προς ασφαλιστικά ταµεία 2,36 εκατ. φορολογουµένων), ενώ είναι σαφές ότι παραµένει το πρόβληµα των µη εξυπηρετούµενων δανείων µε επίπτωση στις τέσσερις συστηµικές τράπεζες. Τούτο σηµαίνει ότι απαιτούνται σηµαντικές πρωτοβουλίες από την Ειδική Γραµµατεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που θα αφορούν το προφίλ του δανειολήπτη και τη διαχρονική συνέπεια πληρωµών, ώστε ακολουθώντας το ισπανικό µοντέλο να προσαρµόζονται οι δόσεις στη διακύµανση του εισοδήµατος του οφειλέτη, επιβραβεύοντας την κουλτούρα του καλοπληρωτή, ενώ θα πρέπει να προστατευτεί χωρίς αστερίσκους η πρώτη κατοικία έως 200.000 ευρώ µε κατάλληλες προτάσεις των εταιρειών κατοχής των δανείων προς τους δανειολήπτες. Επιπρόσθετα, πρέπει να ενισχυθεί η προσπάθεια καταβολής πληρωµής από τους στρατηγικούς κακοπληρωτές όπως εύκολα αποδεικνύεται από την εισοδηµατική και περιουσιακή τους κατάσταση.
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ, η αντιµετώπιση των ενδεχόµενων µακροοικονοµικών κινδύνων και των πιθανών προκλήσεων καθιστά επιτακτική την εφαρµογή ενός αναπτυξιακού µοντέλου που δίνει έµφαση στην παραγωγή και στις εξαγωγές και όχι στη δανειακή τόνωση της ιδιωτικής και δηµόσιας κατανάλωσης, χωρίς αυτό να επιτυγχάνεται µε υποβάθµιση του επιπέδου διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών. Σηµαίνει όµως και ρηξικέλευθες µεταρρυθµίσεις που θα επιφέρουν εξορθολογισµό και διαφάνεια σε όλα τα στάδια λήψης αποφάσεων.