Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
Αυτό που συνέβη στο Ανόι – για την ακρίβεια αυτό που δεν συνέβη – εξέπληξε τους πάντες, ακόμη και τους πιο δύσπιστους, τους πιο απαισιόδοξους και τους πιο σφοδρούς επικριτές του «ξαφνικού έρωτα» του Ντόναλντ Τραμπ προς την Πιονγιάνγκ. Ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν πολύ σίγουρος ότι θα επέστρεφε στην Ουάσιγκτον με έναν θρίαμβο, εξ ου και η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου ότι έπειτα από το «εγκάρδιο δείπνο» θα ακολουθούσε μία «τελετή υπογραφής». Δείπνο δεν υπήρξε ούτε και οποιαδήποτε τελετή, διότι απλώς δεν υπήρξε καμία συμφωνία. Ο Τραμπ υπήρξε θύμα της δικής του επιμονής σε μία συγκεντρωτική διπλωματία και στις – προφανώς φρούδες – ελπίδες ότι η απομονωμένη Βόρεια Κορέα θα προτιμήσει τα οικονομικά προνόμια από το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
Κατά την εκδοχή του Τραμπ, η Σύνοδος κατέρρευσε διότι ο Κιμ Γιονγκ Ουν επέμενε στην πλήρη άρση των κυρώσεων, χωρίς να κάνει τις αντίστοιχες παραχωρήσεις όσον αφορά την αποπυρηνικοποίηση της Πιονγιάνγκ. Ο Βορειοκορεάτης ηγέτης από την πλευρά του υποστήριξε εκ των υστέρων ότι απαίτησε την άρση μόνο μέρους των κυρώσεων.
Εκτός από την περισσή αισιοδοξία του Τραμπ πριν από τη Σύνοδο ωστόσο, απτά στοιχεία τα οποία να προμήνυαν ότι κάτι πολύ καλό βρισκόταν προ των πυλών δεν υπήρχαν. Τουναντίον. Οι διαπραγματεύσεις φαίνονταν να έχουν βαλτώσει μετά την ιστορική πρώτη Σύνοδο στη Σιγκαπούρη τον περασμένο Ιούνιο. Και πληροφορίες ήθελαν τους αξιωματούχους και των δύο χωρών να μην έχουν φθάσει έως την ημέρα της Συνόδου και σε κανέναν συμβιβασμό στα πλέον βασικά και ακανθώδη ζητήματα.
Στο γήπεδο βρίσκονταν πλέον μόνο οι δύο ηγέτες, οι οποίοι καλούνταν μέσα σε δύο μέρες να παίξουν μπάλα, να προσφέρουν θέαμα και βέβαια να δώσουν και ένα αποτέλεσμα. Όπως αποδείχτηκε ωστόσο, σχολιάζει ο Ντέιβιντ Σάνγκερ στους «New York Times», αυτού του είδους η διπλωματία, σε επίπεδο ηγετών, είναι ρίσκο.
Ο Τραμπ δεν ήταν ο μοναδικός που υποτίμησε τον αντίπαλό του. Και ο Κιμ προφανώς ήταν υπερβολικά αισιόδοξος ότι ο Αμερικανός πρόεδρος επιθυμούσε διακαώς μία συμφωνία, πολύ δε περισσότερο μία λαμπρή νίκη στα αμερικανικά πρωτοσέλιδα την ώρα που τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνταν αποκλειστικά με την κατάθεση-βόμβα του πρώην προσωπικού δικηγόρου του Μάικλ Κοέν.
Ο Τραμπ θα μπορούσε να κάνει έστω ένα μικρό βήμα. Αυτό τον τόνο έδωσε ο ίδιος κατά την έναρξη της Συνόδου καλώντας – on camera – τον Κιμ να συνεχίσουν με σταθερούς ρυθμούς αυτό που ξεκίνησαν πριν από οκτώ μήνες, έστω και αν για κάποιους αυτό δεν είναι αρκετό. Θα μπορούσε συνεπώς να συμβιβαστεί με μία «μικρότερη συμφωνία», τη μερική άρση των κυρώσεων σε αντάλλαγμα του λουκέτου ορισμένων μόνο πυρηνικών περιοχών. Πολιτικοί αναλυτές ωστόσο τονίζουν ότι σε αυτή τη δεδομένη στιγμή, λόγω του Κοέν, ο Τραμπ χρειαζόταν μία μεγάλη συμφωνία.
«Η μη συμφωνία είναι σαφώς καλύτερη από μία κακή συμφωνία. Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε απολύτως δίκιο που έφυγε», σχολίασε εκ των υστέρων ο Ρίτσαρντ Χάας, πρόεδρος του Συμβουλίου των Εξωτερικών Σχέσεων, προσθέτοντας ωστόσο ότι καλό θα ήταν να μην είχαν εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα. Ου ολίγοι εκτιμούν τώρα ότι οι βραχυπρόθεσμα η ζημιά αυτής της αποτυχημένης Συνόδου θα είναι σημαντική – και όχι μόνο επειδή ο Τραμπ απομακρύνεται από το όνειρο του Νόμπελ Ειρήνης.
Ο κίνδυνος, σχολιάζουν πολιτικοί αναλυτές, είναι πόσο θα ασκήσουν πιέσεις εκατέρωθεν από τούδε και στο εξής οι δύο ηγέτες, εφόσον έβαλαν το προσωπικό τους αποτύπωμα σε αυτήν την προσπάθεια. Το παρελθόν έχει αποδείξει ότι τέτοιους είδους καταστάσεις είναι βούτυρο στο ψωμί της Βόρειας Κορέας που αναζητεί ευκαιρίες για να επιδείξει τις πυρηνικές της δυνάμεις.
Μπορεί ο πλανήτης να εισέρχεται σε μία νέα εποχή πυρηνικής απειλής; Ο χρόνος θα δείξει. Το παγκόσμιο σκηνικό ωστόσο όπως διαμορφώνεται δεν είναι διόλου καθησυχαστικό. ΗΠΑ και Ρωσία αποσύρθηκαν από τη συμφωνία-ορόσημο για τις Πυρηνικές Δυνάμεις μέσου βεληνεκούς (INF), που είχε υπογραφεί στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ινδία και Πακιστάν, δύο πυρηνικές δυνάμεις, πλέουν σε αχαρτογράφητα ύδατα και το Ιράν, μετά την επιβολή των νέων αμερικανικών κυρώσεων, επανεξετάζει το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Η στάση του Κιμ στο μέλλον δεν κρύβει ιδιαίτερες εκπλήξεις. Το ερώτημα είναι πώς σκοπεύει να πορευτεί ο Τραμπ, εάν δηλαδή θα συνεχίσει τη δική του διπλωματία ή εάν θα προτιμήσει την πεπατημένη – της αργής, αλλά σταθερής προσέγγισης – των προκατόχων του.