Skip to main content

Τι μαθαίνει η Ελλάδα από τις τραγωδίες;

REUTERS/Alexandros Avramidis

Τότε λοιπόν έγινε παρόμοια σύγκρουση δύο επιβατικών αμαξοστοιχιών με 19 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.

Με ανεβασμένη άγκυρα και ανοιχτά πανιά επιστρέφω στη «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ», μετά από αρκετή απουσία, οφειλόμενη στο ισχίο του αριστερού μου ποδιού. Η επιστήμη, όμως, που κάνει θαύματα, φρόντισε και μου έβαλαν εκεί τιτάνιο και τώρα το πόδι μου πιστεύω ότι έγιανε διαπαντός.

Η επιστροφή μου συμπίπτει με τη μεγάλη εθνική τραγωδία. Δυστυχώς, έχω ζήσει στη ζωή μου τη μεγαλύτερη τραγωδία στα τρένα, πριν από αυτήν, στο ξεκίνημά μου ως δημοσιογράφος, συνέβη στον Δοξαρά έξω από τη Λάρισα πριν από 50 χρόνια!

Τότε λοιπόν έγινε παρόμοια σύγκρουση δύο επιβατικών αμαξοστοιχιών με 19 νεκρούς και δεκάδες τραυματίες.

Η εφημερίδα, στην οποία δούλεψα το πλείστον της ζωής μου, «ΤΑ ΝΕΑ», έχουν αφιερώσει την πρώτη σελίδα στο «εθνικό μας μειονέκτημα». Με το ερώτημα: «Γιατί η Ελλάδα μαθαίνει μόνο μετά από τραγωδίες;».

Η Ελλάδα δεν έμαθε τίποτε από την τραγωδία στον Δοξαρά, που έγινε πριν από 50 χρόνια. Πάλι από «ανθρώπινο λάθος». Στην ίδια γραμμή. Με τις ίδιες συνθήκες.

Ήμουν νεαρός ρεπόρτερ στην εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ» και έφτασα στον τόπο της τραγωδίας, σχεδόν πρώτος απ’ όλους τους δημοσιογράφους. Είδα σπαρμένο τον λόφο πλάι στη γέφυρα, όπου έγινε η σύγκρουση, με νεκρούς και ανθρώπους με κομμένα χέρια, πόδια και έναν δίχως κεφάλι. Τέτοιο θέαμα στη ζωή μου δεν έχω ξαναντικρίσει.

Έγραψα το ρεπορτάζ με ματωμένη καρδιά. Λίγες μέρες μετά, συγκλονισμένος, επέστρεψα στον τόπο της τραγωδίας, όπου βρίσκονταν τα σκέλεθρα των δύο τρένων και το νερό κάτω από τη γέφυρα να τρέχει.

Δεν μας δίδαξε λοιπόν εκείνη η τραγωδία τίποτα, παρόλο που κι αυτή ήταν μια Σερενάτα του Μεφιστοφελή, όπως και η τωρινή, η τρισχειρότερη. Αλλά η τωρινή έχει ένα τεράστιο, διαφορετικό βάθος. Τους αγνοούμενους. Δεν υπάρχει τίποτε που να συγκρίνεται με το δράμα μιας οικογένειας που έχει αγνοούμενο. Το γνωρίζω καλά αυτό, από τους αγνοούμενους της τραγωδίας της Κύπρου, δύο χιλιάδες περίπου. Έγραφα γι’ αυτό το γεγονός έξι μήνες, το «Οδοιπορικό του Θανάτου». Ταξίδεψα σχεδόν σε όλες τις τουρκικές φυλακές για να ψάξω αγνοούμενους. Πήγα στην Κωνσταντινούπολη, στο Εσκί Σεχίρ, στην Άγκυρα και στα Άδανα. Στα Άδανα βρήκα αυτό που λέμε «λαβράκι». Ένα ντοκιμαντέρ του BBC και φωτογραφίες από τις φυλακές των Αδάνων, όπου δεκάδες Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών, με ένα λευκό σώβρακο μόνο, καθάριζαν με ένα λάστιχο την αυλή των φυλακών. Απ’ αυτές τις φωτογραφίες κι από λίγες ακόμα που βρήκα αλλού, οι μάνες της Κύπρου αναγνώρισαν τα παιδιά τους που δεν είχαν επιστρέψει και που προφανώς ζούσαν. Ποτέ δεν έγραψα αυτό που μέσα μου ήταν ολοφάνερο: Τους είχαν εκτελέσει σχεδόν όλους! Βρέθηκε αργότερα ένας σε μια σπηλιά έξω από τη Λευκωσία (νομίζω ότι ήταν Πρόεδρος ο Γλαύκος Κληρίδης) και βρέθηκε και ένας ομαδικός τάφος, όπου μετά από έρευνα DNA ταυτοποίησαν κάποιες μάνες τα παιδιά τους.

Μίλαγα για τον πόνο αυτών των μανάδων. Τεράστιες φωτογραφίες των παιδιών τους και οι επιγραφές «Πού είναι;», «Δεν Ξεχνώ» και άλλα παρόμοια. Τα ντοκουμέντα που συνέλεξα τα παρέδωσα στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος τα κατέθεσε στις Διακοινοτικές Συνομιλίες της Βιέννης. Οι μητέρες των αγνοουμένων ποτέ δεν έπαψαν να πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα επιστρέψουν. Ένα αναμμένο καντήλι πάνω από τη φωτογραφία τους κι ένα εικόνισμα. Το ίδιο πανομοιότυπο σκηνικό στη Λευκωσία, στη Λεμεσό, στη Λάρνακα. Το ίδιο σκηνικό και σε μερικά μέρη από τα Κατεχόμενα, τα οποία επισκέφθηκα για να πάρω μια συνέντευξη από τον Ντενκτάς.

Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές πληροφορούμε ότι τελικά ένας μόνο αγνοούμενος δεν έχει ταυτοποιηθεί. Είναι ένα κορίτσι και δεν βρέθηκε πουθενά ούτε ένα ίχνος της…

Αυτός που μου έδωσε τον πιο σοβαρό ορισμό για το τι σημαίνει αγνοούμενος, περιέργως, είναι ο Νίκος Κοεμτζής: «Τίποτε δεν υπάρχει, ούτε η καταδίκη σε θάνατο, που να συγκρίνεται με κάποιον που έχει χαθεί και δεν ξέρεις αν ζει». Σοφή κουβέντα…

Ευτυχώς, η πρόοδος της επιστήμης είναι πράγματι τεράστια. Έτσι, λοιπόν, ο αριθμός δεν θα φτάσει στα ασύλληπτα και μακάβρια ύψη που υπολογίζαμε.

Δεν είναι αληθές, λοιπόν, πως το «εθνικό μας μειονέκτημα» είναι ότι μαθαίνουμε μετά από τραγωδίες. Το «εθνικό μας μειονέκτημα» παραμένει η διχόνοια που έχει ο πολιτικός μας κόσμος μετά τις τραγωδίες. Ήδη, μέσα στο βαρύ πένθος, άρχισαν οι πολιτικοί διαξιφισμοί, με βέβηλο τρόπο, σε όλα τα κανάλια.