Η Ρωσία επιχείρησε να εργαλειοποιήσει την υψηλή εξάρτηση πολλών χωρών από τα ορυκτά της καύσιμα (και κυρίως το φυσικό αέριο) και σε πρώτη φάση το πέτυχε: Λίγες ημέρες μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, η τιμή του φυσικού αερίου (που είχε ξεκινήσει από το 2021 να παίρνει την ανιούσα καθώς οι οικονομίες σταδιακά έβγαιναν από τον «πάγο» της πανδημίας του κορονοϊού) εκτοξεύθηκε στα 180 ευρώ/MWh και σχεδόν διπλασιάστηκε (ευτυχώς προσωρινά…) από το ήδη ακραίο αυτό επίπεδο στα τέλη Αυγούστου φτάνοντας στα 350 ευρώ/MWh, όταν διεκόπη τελείως η ροή από τον αγωγό Nord Stream 1 και η ανησυχία για το εάν θα καταστεί εφικτό να γεμίσουν οι αποθήκες της Ευρώπης χωρίς ρωσικό αέριο ώστε να υπάρχουν εφεδρείες εν όψει του χειμώνα έφτασε στο ζενίθ.
Οι δύσκολες συνθήκες προμήθειας φυσικού αερίου στην Ευρώπη, με τον περιορισμό ή/και τη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου (με την εξαίρεση του Turk Stream μέσω του οποίου τροφοδοτείται και η Ελλάδα μεταξύ άλλων χωρών) και τη στενότητα παραλαβής φορτίων LNG, συμπαρέσυραν και τις χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού που κλιμακώθηκαν στη χώρα μας το καλοκαίρι, υπερβαίνοντας -για κάποιες ώρες- ακόμα και τα 700 ευρώ/MWh!
Όπως υπογραμμίζει σε πρόσφατη μελέτη του το ΙΕΝΕ, κατά το περασμένο έτος -υπό το βάρος του πολέμου- η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 279,39 ευρώ/MWh, αυξημένη κατά 141% σε σχέση με το 2021 (116,02 ευρώ/MWh). Η δε μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής του φυσικού αερίου διαμορφώθηκε πέρυσι στα 116,3 ευρώ/MWh, με ετήσια άνοδο 148%.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν έντονο αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, καθώς η αύξηση του ενεργειακού κόστους σε ιστορικά υψηλά επίπεδα επηρέασε άμεσα τη βιομηχανική παραγωγή, τις υπόλοιπες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, αλλά και έμμεσα, με τη μετακύλιση του κόστους σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα έως τον τελικό καταναλωτή.
Το επιστέγασμα των πρωτοβουλιών προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές από τις παρενέργειες της ενεργειακής κρίσης ήταν η απόφαση της Ε.Ε. στα τέλη Δεκεμβρίου για επιβολή πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου στον κόμβο TTF, αν και ο πήχης τέθηκε τόσο ψηλά (180 ευρώ/MWh) και με τόσους όρους και προϋποθέσεις, ώστε το πιθανότερο είναι να μην ενεργοποιηθεί ποτέ.
Πού βρισκόμαστε σήμερα, έναν χρόνο μετά τον πόλεμο; Χάρη στις πρωτοβουλίες που ελήφθησαν αλλά και στη… θεά Τύχη (ήπιος χειμώνας), οι τιμές φυσικού αερίου και ρεύματος έχουν αποκλιμακωθεί σημαντικά, ενώ ο χειμώνας βαίνει προς το τέλος του με τις αποθήκες της Ευρώπης γεμάτες κατά 60% (έναντι 20% πέρυσι τέτοιον καιρό). Η εξάρτηση από το ρωσικό αέριο έχει περιοριστεί δραστικά και η Ελλάδα αναδεικνύεται σταδιακά σε εξαγωγό LNG. Όμως ο επόμενος χειμώνας ενδέχεται να μην είναι τόσο ήπιος.
Απάντηση με πλέγμα μέτρων στήριξης από τις κυβερνήσεις
Σειρά πρωτοβουλιών σε πολλά επίπεδα ανέλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές από τις παρενέργειες της ενεργειακής κρίσης (που είχε ξεκινήσει πριν από τον πόλεμο αλλά προσέλαβε δραματικές διαστάσεις εξαιτίας του):
Επιδοτήσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτήθηκαν από τη φορολόγηση των «ουρανοκατέβατων» κερδών των ενεργειακών ομίλων εξαιτίας της κρίσης.
Προσπάθεια ελέγχου των τιμών ρεύματος, η οποία εν Ελλάδι αποτυπώθηκε στο «πάγωμα» της Ρήτρας Αναπροσαρμογής στα λιανικά τιμολόγια (εγχείρημα με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα) και στον μηχανισμό ανάκτησης των υπερεσόδων των ηλεκτροπαραγωγών στη χονδρεμπορική αγορά.
Εξοικονόμηση ενέργειας: Υπό την πίεση των υψηλών τιμών (αλλά και βοηθούντος του ήπιου χειμώνα εδώ και στην υπόλοιπη Ευρώπη) επετεύχθη μεγάλη μείωση της κατανάλωσης τόσο ηλεκτρισμού όσο και φυσικού αερίου.
Συντονισμένες ενέργειες απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο (το οποίο υποκαταστάθηκε κυρίως από φορτία LNG, εν πολλοίς αμερικανικής προέλευσης και δευτερευόντως από αέριο αγωγών από άλλους προμηθευτές, όπως το Αζερμπαϊτζάν και η Νορβηγία) με δημιουργία υποδομών που προωθούν τη διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων φυσικού αερίου, όπως ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός φυσικού αερίου IGB που έφερε το αέριο του Αζερμπαϊτζάν στη Βουλγαρία και το υπό κατασκευή FSRU της Αλεξανδρούπολης που θα δημιουργήσει μια νέα πύλη εισόδου LNG προς τα Βαλκάνια. Εμβληματική κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή ήταν η απόφαση της Γερμανίας που δεν είχε ούτε ένα τερματικό σταθμό LNG (ας όψεται η Ostpolitik και η υπέρμετρη εξάρτηση από το ρωσικό αέριο) να κατασκευάσει πέντε Τερματικούς Σταθμούς LNG, εκ των οποίων οι τρεις έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία.
Προσωρινή στροφή στα εγχώρια ορυκτά καύσιμα (και την πυρηνική ενέργεια στις χώρες που τη χρησιμοποιούν) με παράλληλη επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Στα καθ’ ημάς, η φαινομενική αυτή αντίφαση αποτυπώθηκε στην ανακοίνωση διά στόματος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τα εγκαίνια ενός φωτοβολταϊκού πάρκου-μαμούθ στην Κοζάνη τον περασμένο Απρίλιο της απόφασης να καθυστερήσει το σβήσιμο των λιγνιτικών μονάδων και να διπλασιαστεί προσωρινά η παραγωγή λιγνίτη, χάριν της θωράκισης της ασφάλειας εφοδιασμού. Την ίδια στιγμή, όμως, η «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα ξεπέρασε την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη για πρώτη φορά στα χρονικά.