Ένας χρόνος κοντεύει να κλείσει από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, και οι συγκρούσεις μαίνονται με αμείωτο ρυθμό.
Η εν εξελίξει πολεμική σύρραξη επιτείνει τον «χορό» των αμυντικών εξοπλισμών, με το Κίεβο να ζητά από τη Δύση νέα βοήθεια, οικονομική και στρατιωτική.
Η ουκρανική κυβέρνηση έσπευσε σε άμεσα μέτρα για να στηρίξει τη λειτουργία του κράτους και ειδικά του στρατιωτικού μηχανισμού της με χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεων. Για τον σκοπό αυτό, το υπουργείο Οικονομικών της χώρας προέβη σε μια σειρά εκδόσεων ομολόγων πολέμου σε δολάριο ή σε τοπικό νόμισμα τα οποία μπορούν να αγοραστούν είτε από ουκρανικές νομικές οντότητες και ιδιώτες, είτε από ξένους επενδυτές που θέλουν να στηρίξουν το Κίεβο.
H Ουκρανία άντλησε πέρυσι τον Μάρτιο περισσότερα από 1 δισ. δολάρια από την έκδοση πέντε τέτοιων ομολόγων σε τοπικό νόμισμα και δολάριο, με την ονομαστική αξία του κάθε τίτλου στα 1.000 γρίβνα (33 δολάρια).
Στη σύγχρονη ιστορία η μέθοδος αυτή δεν έχει χρησιμοποιηθεί από άλλες κυβερνήσεις. Η Ουκρανία υποσχέθηκε να πληρώσει 11% στους επενδυτές που θα στηρίξουν τη χώρα στην πολεμική της προσπάθεια, αγοράζοντας τα ομόλογα, τα οποία δεν έχουν κουπόνι, λήγουν σε έναν χρόνο και βεβαίως συνοδεύονται από μεγάλο ρίσκο καθότι οι επενδυτές θα υποστούν ζημίες σε περίπτωση που η Ουκρανία ηττηθεί από τη Ρωσία, κηρύξει στάση πληρωμής χρέους ή η αξία του νομίσματός της καταρρεύσει.
Ενώ θεσμικοί επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων αμερικανικών και ξένων τραπεζών, ειδικά η Citigroup, έχουν αγοράσει μέρος τέτοιων ομολόγων, δεν είναι εύκολο για τους μικροεπενδυτές να προμηθευτούν απευθείας αυτούς τους τίτλους.
Ωστόσο, αναλυτές είχαν προειδοποιήσει στα τέλη του 2022 ότι ήταν δύσκολο για την ουκρανική κυβέρνηση να εκδώσει νέα ομόλογα σε γρίβνα εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού και της υποτίμησης του νομίσματος, καθότι ελάχιστοι επενδυτές θα ήταν πρόθυμοι να τα αγοράσουν. Συνεπώς, εφεξής, η Ουκρανία θα πρέπει να εκδώσει ομόλογα μόνο σε αμερικανικό δολάριο, κάτι ωστόσο που θα μείωνε σημαντικά τα συναλλαγματικά της αποθέματα σε ξένο νόμισμα.
Σε αυτές τις εκδόσεις θα πρέπει να προστεθούν και τα ομόλογα ξένων κυβερνήσεων για να στηρίξουν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο Καναδάς έγινε η πρώτη δυτική χώρα που εξέδωσε πέρυσι τον Νοέμβριο πενταετή ομόλογα αξίας 500 εκατ. δολαρίων για να αντλήσει χρήματα και να βοηθήσει την Ουκρανία.
Η Ε.Ε. δεσμεύθηκε να προσφέρει στην Ουκρανία βοήθεια ύψους 18 δισ. ευρώ το 2023, εκ των οποίων σχεδιάζει να αντλήσει περί τα 10 δισ. ευρώ υπό τη μορφή «κοινών ομολόγων Ε.Ε.», στο πλαίσιο της συνολικής έκδοσης χρέους ύψους 80 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Ήδη η Ουκρανία έλαβε τον Ιανουάριο μία πρώτη δόση ύψους 3 δισ. ευρώ από το πακέτο της ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας των 18 δισ. ευρώ.
Επίσης, το Κίεβο είχε ζητήσει, λόγω των αυξανόμενων αναγκών, να βοηθήσουν οικονομικά όσοι το επιθυμούν για τη συγκέντρωση κονδυλίων και τη χρηματοδότηση του πολέμου.
Στο πλαίσιο αυτό, είχε προτείνει μια σειρά νέων εκδόσεων με τη στήριξη όμως των θεσμικών αρχών σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες. Ήδη, η Κομισιόν παρέχει στήριξη και συμβουλές λειτουργώντας ως μεσάζοντας μεταξύ Ουκρανίας και των κυβερνήσεων των κρατών-μελών αναφορικά με την έκδοση νέων ομολόγων. Αντίστοιχα, η Ουκρανία βρίσκεται σε συνεργασία και με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις ΗΠΑ.
Οι ρωσικές κινήσεις
Όσον αφορά τη Ρωσία, η πολεμική μηχανή της εξακολουθεί να χρηματοδοτείται από τα έσοδά της στον χώρο της ενέργειας, παρότι έχουν μειωθεί μετά τη μείωση των ροών φυσικού αερίου στην Ευρώπη και την επιβολή πλαφόν στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων. Οι προσπάθειες των δυτικών χωρών να χρησιμοποιήσουν κυρώσεις και άλλα μέτρα για να πλήξουν τον πολεμικό μηχανισμό της Ρωσίας είχαν μέχρι στιγμής περιορισμένα αποτελέσματα.
Σύμφωνα δε με πρόσφατο δημοσίευμα του Bloomberg, οι εξαγωγές της Ρωσίας στον πυρηνικό τομέα έχουν αυξηθεί μετά την εισβολή στην Ουκρανία, γεγονός που ενισχύει τα έσοδα του Κρεμλίνου, καθώς η Δύση αποφεύγει να επιβάλει κυρώσεις στον συγκεκριμένο τομέα.
Μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία, συνέχισαν να αγοράζουν καύσιμα από τη ρωσική Rosatom πέρυσι, παρά τις ουκρανικές εκκλήσεις να τερματίσουν το εμπόριο μετά τη ρωσική κατάληψη του μεγαλύτερου σταθμού ηλεκτροπαραγωγής της Ευρώπης, στη Ζαπορίζια, σύμφωνα με στοιχεία του βρετανικού Royal United Services Institute (RUSI). Επίσης, σύμφωνα με το Reuters, που επικαλείται στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας, η αναλογία κρατικού χρέους που έχουν αγοράσει οι μεγάλες ρωσικές τράπεζες υποχώρησε στο 59,5% τον Ιανουάριο του 2023, έναντι 90,7% στα τέλη του 2022, καθώς το υπουργείο Οικονομικών σταμάτησε να εκδίδει ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου, τα οποία και προτιμώνται από τις τράπεζες.
Η Ρωσία δανείστηκε 39,1 δισ. δολάρια την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 2022 μέσω ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου, καθώς η Μόσχα προσπάθησε να διοχετεύσει κεφάλαια στη στρατιωτική της επιχείρηση στην Ουκρανία.
Ιστορική αναδρομή
Επειδή τα Ομόλογα Πολέμου προσφέρουν απόδοση χαμηλότερη της αγοράς, η επένδυση έχει να κάνει κυρίως με το αίσθημα του πατριωτισμού και του καθήκοντος. Τα ομόλογα αυτά συνήθως πωλούνται με έκπτωση και ωριμάζουν στην ονομαστική αξία τους, συνήθως μετά από μία περίοδο 10 έως 30 ετών, παρότι τα Ομόλογα Πολέμου της Ουκρανίας ήταν πολύ μικρής διάρκειας έως 15 μηνών.
Σε μια ιστορική διαδρομή οι κυβερνήσεις χρειάστηκε να δανειστούν για να χρηματοδοτήσουν πολέμους. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παραδοσιακά οι κυβερνήσεις απευθύνονταν σε μια μικρή ομάδα τραπεζιτών-εμπόρων, όπως ο Γιάκομπ Φούγκερ και ο Νάθαν Ρότσιλντ, που ήταν οι βασικοί χρηματοδότες-παίκτες εκείνης της εποχής, χωρίς ωστόσο να γίνεται διάκριση μεταξύ χρέους πολέμου και χρέους ειρήνης.
Μια πρώτη χρήση του όρου Ομόλογα Πολέμου έγινε για τα 11 εκατ. δολάρια που άντλησε το αμερικανικό Κογκρέσο στις 14 Μαρτίου του 1812 για τη χρηματοδότηση του Πολέμου του 1812, όμως το ομόλογο αυτό δεν απευθυνόταν στο κοινό. Μέχρι τον Ιούλιο του 2015, ίσως τα παλαιότερα υπό διαπραγμάτευση ομόλογα που εκδόθηκαν για χρηματοδότηση πολέμου ήταν τα British Consols, για τη χρηματοδότηση του χρέους στη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, αλλά εξαργυρώθηκαν μετά την ψήφιση της Νομοθετικής Πράξης του 2015.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ψήφισε μία νομοθετική πράξη το 1870 επιτρέποντας την έκδοση τριών ξεχωριστών ομολόγων με προνόμια εξαγοράς μετά από 10, 15 και 30 χρόνια. Αυτή ήταν η αρχή αυτού που έγινε αργότερα γνωστό ως έντοκα γραμμάτια του δημοσίου.
Το Ηνωμένο Βασίλειο πώλησε τα πιο διάσημα Εθνικά Πολεμικά Ομόλογα προκειμένου να βοηθήσει στη χρηματοδότηση της συμμετοχής του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με απόδοση 5%. Η έκδοση υποστηρίχθηκε από μια τεράστια διαφημιστική καμπάνια, όπως άλλωστε και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με σκοπό να δημιουργηθεί πατριωτική ζέση. Όταν εξαργυρώθηκαν σχεδόν έναν αιώνα αργότερα εξακολουθούσαν να ανήκουν σε 120.000 επενδυτές. Οι ΗΠΑ πώλησαν «ομόλογα ελευθερίας» στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και «ομόλογα άμυνας» στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να αναδιατυπωθούν ως Πολεμικά Ομόλογα μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ.
Η Αυστρο-Ουγγαρία -με μοντέλο την πολιτική χρηματοδότησης πολέμου της Γερμανίας η οποία πώλησε εσωτερικά ομόλογα αφού δεν μπορούσε να βγει στις διεθνείς αγορές για να δανειστείεξέδωσε το πρώτο χρηματοδοτούμενο δάνειο τον Νοέμβριο του 1914, με βάση προκαθορισμένο σχέδιο σε εξαμηνιαία βάση κάθε Νοέμβριο και Μάιο. Τα πρώτα αυστριακά ομόλογα κατέβαλαν τόκο 5% και είχαν πενταετή διάρκεια.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος στοίχισε στις ΗΠΑ 30 δισ. δολάρια, εκ των οποίων τα 21 δισ. προήλθαν από την πώληση των «ομολόγων ελευθερίας».
O Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κόστισε στις ΗΠΑ 300 δισ. Δολάρια, με τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό να αυξάνεται από τα 9 δισ. δολάρια του 1939 στα 98 δισ. δολάρια το 1945. Για να χρηματοδοτήσει τις τεράστιες ανάγκες της, η τότε αμερικανική κυβέρνηση εξέδωσε Ομόλογα Πολέμου στο 75% της ονομαστικής τους αξίας με ωρίμανση άνω των 10 ετών.
Έγιναν οκτώ τέτοιες εκδόσεις αντλώντας 9 έως 15 δισ. δολάρια σε καθεμία.
Μέχρι το τέλος του πολέμου, 85 εκατ. Αμερικανοί (σε σύνολο πληθυσμού 131 εκατ.) είχαν αγοράσει ομόλογα αξίας 185,7 δισ. δολαρίων, με αναλογία 2.000 δολαρίων ανά άτομο. Αυτά τα Πολεμικά Ομόλογα παρείχαν απόδοση 2,9% σε 10 χρόνια και μπορούσαν να αγοραστούν είτε από εταιρείες είτε από ιδιώτες, με ονομαστική αξία που κυμαινόταν από 25 έως 10.000 δολάρια.