Για τις δραματικές ώρες στην Τουρκία μετά τον φονικό σεισμό που έχει αφήσει πάνω από 37.000 νεκρούς στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία μίλησαν μέλη της ελληνικής αποστολής διάσωσης κατά τη συνέντευξη τύπου της ΕΜΑΚ. Η ελληνική αποστολή επέστρεψε στην Ελλάδα το βράδυ της Κυριακής με δύο πτήσεις.
Όπως αναφέρθηκε στη συνέντευξη, η ελληνική ομάδα μετέβη με στρατιωτικό αεροπλάνο C-130 στα Άδανα της Τουρκίας, κι έπειτα με οχήματα των τουρκικών αρχών η αποστολή μεταφέρθηκε στην περιοχή της Αντιόχειας όπου επιχείρησε.
«Ουσιαστικά η ελληνική αποστολή ήταν η πρώτη που έφτασε στο σημείο όπου προκλήθηκαν οι περισσότερες καταστροφές. Αποτελέσαμε τον πρώτο πυρήνα συντονισμού για τις διεθνείς δυνάμεις, αναπτύσσοντας ένα γραφείο συλλογής πληροφοριών και καλέσαμε τους τοπικούς πληθυσμούς να μας δώσουν σημαντικές πληροφορίες αναφορικά με ανθρώπους που κινδύνευαν ή ήταν εγκλωβισμένοι στα συντρίμμια. Ήμασταν ουσιαστικά ο πρώτος θύλακας συντονισμού μαζί με την αντίστοιχη ομάδας της Ελβετίας, ήμασταν η πρώτη πηγή παροχής πληροφορίων στο διεθνές κέντρο συντονισμού που συστήνεται σε τέτοιες περιπτώσεις», ανέφερε ο επιπυραγός Παναγιώτης Γιαννόπουλος.
Από την πλευρά του ο επικεφαλής της αποστολής του ΕΚΑΒ στην Τουρκία, Σωκράτης Δούκας, αναφέρθηκε στο Ειδικό Τμήμα Ιατρικής Καταστροφών (μια δομή που ενεργοποιείται σε μαζικές καταστροφές και στελεχώνεται από εξειδικευμένους γιατρούς και διασώστες) και την συνδρομή από υγειονομικής πλευράς στο έργο της αποστολής.
«Βασικός μας ρόλο είναι η υγειονομική κάλυψη των θυμάτων-διασωθέντων», είπε χαρακτηριστικά εξηγώντας ότι οι διασωθέντες μετά τον απεγκλωβισμό τους πρέπει «να στηριχθούν υγειονομικά, να σταθεροποιηθούν, να καλύψουμε και να υποστηρίξουμε τις βασικές λειτουργίες της ζωής τους και να παραδοθούν με ασφάλεια στα ασθενοφόρα ώστε να καταλήξουν σε έναν ασφαλή υγειονομικό σχηματισμό».
Στην αποστολή αυτή, πρόσθεσε, συμμετείχαν οχτώ άτομα (τρεις γιατροί και πέντε διασώστες) του ΕΤΙΚ ΕΚΑΒ.
Στο κομμάτι των επιχειρήσεων αναφέρθηκε, τέλος, ο πυραγός Νίκας Κωνσταντίνος. Όπως είπε, η ομάδα λειτουργούσε με πληροφορίες που είχαν συλλεχθεί από τους ντόπιους και ταυτόχρονα ήταν σε διαρκή συντονισμό με τις υπόλοιπες διεθνείς ομάδες.
«Το περιβάλλον εργασίας ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο», υπογράμμισε εξηγώντας πως διαρκώς υπήρχε μια εκτίμηση της επικινδυνότητας, της ασφάλειας και της κατάστασης στα σημεία που επιχειρούσαν «ώστε να μπορούμε να φέρουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δηλαδή τον απεγκλωβισμό».
Σύμφωνα με τα όσα είπε, η ομάδα κινήθηκε με βάση συγκεκριμένες πληροφορίες και επικεντρώθηκε στις περιπτώσεις επιβεβαιωμένων ζωντανών. «Έτσι κύλησαν οι πρώτες ημέρες της διάσωσης, και στη συνέχεια όταν ενεργοποιήθηκε το διεθνές συντονιστικό κέντρο, οι πληροφορίες ερχόντουσαν μέσω αυτού».