Την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, η οποία τιμά και αναδεικνύει μία από τις πιο εξέχουσες εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού, χαιρετίζει το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μία από τις αρχαιότερες γλώσσες
Όπως επισημαίνουν η καθηγήτρια Αμαλία Μόζερ και ο αναπληρωτής καθηγητής Βασίλειος Σπυρόπουλος, εκ μέρους του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, η ελληνική γλώσσα ανήκει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και μιλιέται αδιάλειπτα στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου από την 2η χιλιετία π.Χ., καθιστώντας την μία από τις αρχαιότερες γλώσσες σήμερα με συνεχή και εκτεταμένη μαρτυρία. Με γραπτά μνημεία που καλύπτουν 3500 χρόνια, η ελληνική γλώσσα συνέβαλε αποφασιστικά στην επανασύνθεση της ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας και αποτελεί ακόμα και σήμερα μια από τις πιο μελετημένες γλώσσες στη γλωσσική επιστήμη.
Επιπλέον, χάρη στη δημιουργία των κλασικών έργων της ποίησης, του δράματος, της ιστορίας, της ρητορικής και της φιλοσοφίας, καλλιεργήθηκε από πολύ νωρίς έτσι ώστε να μπορεί να εκφράζει και να διατυπώνει λεπτές εννοιακές διακρίσεις, καθιστώντας την πολύτιμο επιστημονικό εργαλείο. Η αίγλη και το κύρος αυτών των έργων, αλλά και της γλωσσικής μορφής στην οποία ήταν γραμμένα, οδήγησαν στην ευρύτατη χρήση της στη διεθνή επιστημονική ορολογία, τόσο με τη μεταφορά αυτούσιων λέξεων όσο και με τη δημιουργία νέων λέξεων από ελληνικές ρίζες.
Το μακρύ ταξίδι στον χρόνο
Όπως σημειώνουν οι δύο καθηγητές του ΕΚΠΑ, στο μακρό της ταξίδι στον χρόνο η ελληνική γλώσσα εξαπλώθηκε και συρρικνώθηκε, εξελίχθηκε και μετασχηματίστηκε, δάνεισε και δανείστηκε, απέκτησε ποικιλίες και κοινές μορφές, διχάστηκε και δίχασε με τις καταστάσεις της διγλωσσίας και του γλωσσικού ζητήματος, όμως πάντοτε αποτελούσε το όχημα του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής ταυτότητας. Από τις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β στα σημερινά greeklish και τη γλώσσα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, από τα ομηρικά έπη στα ακριτικά και τα δημοτικά τραγούδια, από το αρχαίο δράμα στον ελληνικό κινηματογράφο, από τη λυρική ποίηση στο ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, από την Ελληνιστική Κοινή και τη γλώσσα της εκκλησιαστικής παράδοσης στις ντοπιολαλιές και στις διαλεκτικές ποικιλίες στην Κύπρο, στην Μικρά Ασία και στην Κάτω Ιταλία, η ελληνική γλώσσα ήταν και είναι ο βασικός φορέας της ταυτότητας των απανταχού Ελλήνων και το σημαντικότερο κομμάτι του υλικού και άυλου πολιτισμού μας.
Η συμβολή του ΕΚΠΑ στη μελέτη και διάδοση της ελληνικής γλώσσας
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από την ίδρυσή του το 1837 μέχρι σήμερα, έχει συμβάλει στη μελέτη και στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Η Φιλολογία αποτέλεσε από την αρχή ένα από τα βασικά αντικείμενα της Φιλοσοφικής Σχολής και προσέφερε σημαντικό έργο στη μελέτη της γλώσσας και της λογοτεχνίας του ελληνικού κόσμου όλων των περιόδων. Η εξειδικευμένη επιστημονική μελέτη της γλώσσας μέσα από την επιστήμη της Γλωσσολογίας εισήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1881 με τον διορισμό στη Φιλοσοφική Σχολή του επιφανούς ιστορικού γλωσσολόγου Γεωργίου Χατζιδάκι, και αναπτύσσεται σταθερά μέχρι σήμερα μέσα από τον Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας αλλά και των άλλων συναφών τμημάτων. Επίσης, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών διδάσκει τη νέα ελληνική γλώσσα σε ξένους από τη δεκαετία του 1950, αρχικά στο πλαίσιο των υπηρεσιών που προσέφερε η Φοιτητική Λέσχη, και από το 1994 στο Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, που προσελκύει κατά μέσο όρο 700 φοιτητές και φοιτήτριες κάθε χρόνο, ενώ το 1993 ιδρύθηκε το πρώτο στην Ελλάδα πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών αφιερωμένο αποκλειστικά στη Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως Δεύτερης/Ξένης Γλώσσας με τη συνεργασία των Τμημάτων Φιλολογίας και Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας, το οποίο έχει εκπαιδεύσει περισσότερους από 200 ειδικούς.
«Ως ελάχιστη αναφορά στη σημερινή ημέρα το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναλογίζεται το χρέος του και αναλαμβάνει τη δέσμευση των μελών του στο καθήκον της μελέτης, καλλιέργειας, στήριξης και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας με συνέπεια, έγνοια, επιστημονικό κύρος και κυρίως χωρίς αυταρέσκειες, φοβικές προσεγγίσεις και ανιστόρητες εξάρσεις» σημειώνουν η κ. Μόζερ και ο κ. Σπυρόπουλος.