Ενώ βρέθηκε νεκρός ο ένας από τους δύο χειριστές του μαχητικού F-4 Phantom, που κατέπεσε σήμερα το πρωί στη θαλάσσια περιοχή 25 ναυτικά μίλια νότια της Ανδραβίδας, έχουν ενδιαφέρον κάποια στοιχεία γι’ αυτόν τον τύπο αεροσκάφους, που συμπληρώνει μισό αιώνα χρήσης από την ελληνική πολεμική αεροπορία.
Σύμφωνα με το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας: Το F-4E Phantom II είναι διθέσιο, δικινητήριο μαχητικό πολλαπλού ρόλου. Είναι Αμερικάνικης κατασκευής και τα πρώτα F-4 βγήκαν από τη γραμμή παραγωγής το 1963. Τα πρώτα Ελληνικά Phantom αποκτήθηκαν το 1974 με το αμυντικό πρόγραμμα Peace Icarus. Παρά το γεγονός ότι είναι αεροσκάφος δεύτερης γενιάς, 36 Ελληνικά Phantom έχουν εκσυγχρονιστεί με σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα (πρόγραμμα Peace Icarus 2000) με αποτέλεσμα να έχει παραταθεί το όριο της επιχειρησιακής τους ζωής.
Τα F-4E Phantom επιχειρούν από την 117 Πτέρυγα Μάχης/Αεροπορική Βάση Ανδραβίδας και εξοπλίζουν τις 338 Μ και 339 Μ.
Υπηρεσία στην ΠΑ
Το 1972 παραγγέλθηκαν για την ΠΑ 36 αεροσκάφη F-4E (Πρόγραμμα Peace Icarus I). Τα αεροσκάφη αυτά εξόπλισαν δυο πολεμικές μοίρες, την 338 Μοίρα Δίωξης/Βομβαρδισμού και την 339 Μοίρα Παντός Καιρού.
Τα πρώτα έξι F-4E Phantom προσγειώθηκαν στην 117 ΠΜ την Παρασκευή 5 Απριλίου 1974. Το πρώτο που προσγειώθηκε ήταν αυτό με αύξοντα αριθμό της USAF 72-01500. Το 1977 η ΠΑ παράγγειλε επιπλέον 18 αεροσκάφη F-4E και 6 αναγνωριστικά αεροσκάφη RF-4E αναβαθμίζοντας την ποιότητα καθώς και τον στόλο των φωτοαναγνωριστικών αεροσκαφών που διέθετε μέχρι τότε.
Το 1990 στο πλαίσιο μείωσης των αμυντικών δαπανών, η USAF προχώρησε σε μείωση του στόλου των αεροσκαφών της και έτσι παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, 28 αεροσκάφη F-4E της εθνοφρουράς της Ιντιάνα με την ονομασία Southeastern Regional Agreement (SRA). Tα αεροσκάφη αυτά είχαν αναβαθμιστεί πρόσφατα και διέθεταν το προηγμένο σύστημα βομβαρδισμού και ναυτιλίας Navigation & Weapons Delivery System (NWDS) καθιστώντας τα σχεδόν εφάμιλλα, σε δυνατότητες προσβολής επίγειων στόχων, με αεροσκάφη τρίτης γενιάς. Τα αεροσκάφη αυτά εντάχθηκαν στην 338 Μ.
Η αναβάθμιση
Στα τέλη του 1997 και μετά από 23 χρόνια υπηρεσίας στην ΠΑ αποφασίστηκε η αναβάθμιση των αεροσκαφών που αγοράστηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων Peace Icarus I και Peace Icarus IΙ. Η αναβάθμιση προέβλεπε τη δομική ενίσχυση των αεροσκαφών και για την ποιοτική αναβάθμιση των ηλεκτρονικών τους.
Στόχος ήταν η εφαρμογή ενός προγράμματος Structure Life Extension Program (SLEP) στα 72 F-4E/RF-4E που είχαν απομείνει σε υπηρεσία και η αναβάθμιση των μαχητικών ικανοτήτων Avionics Upgrade Program (AUP) 39 F-4 (29 αεροσκαφών Ρeace Ιcarus Ι και 10 Ρeace Ιcarus ΙΙ). Τον Δεκέμβριο του 1998, υπογράφηκε η σύμβαση μεταξύ της Γερμανικής Αεροδιαστημικής Βιομηχανίας (DASA) και της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ).
Η αναβάθμιση των ηλεκτρονικών περιλάμβανε την εγκατάσταση του σύγχρονου Radar AN/APG-65 GR, νέου υπολογιστή αποστολής, ΗUD, έγχρωμων οθόνων πολλαπλής λειτουργίας, GΡS/ΙΝS, ΙFF Ιnterrogator, ασύρματου V/UΗF, υψομέτρου-Radar, καταγραφέα εικόνας-βίντεο κα. Οι αλλαγές αυτές επέτρεψαν τη δυνατότητα μεταφοράς πυραύλων ΑΙΜ-120 AMRAAM καθώς και άλλων προηγμένων όπλων αέρος/εδάφους. Το συνολικό κόστος του προγράμματος ανήλθε σε 315 εκατομμύρια δολάρια και μετά την ολοκλήρωση τα αναβαθμισμένα αεροσκάφη έλαβαν τον τίτλο F-4E Peace Icarus 2000 (PI2000). Το πρωτότυπο αναβαθμισμένο F-4Ε πέταξε στις 28 Απριλίου 1999.
Την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2002, στις εγκαταστάσεις της ΕΑΒ στην Τανάγρα, πραγματοποιήθηκε η τελετή παράδοσης στην ΠΑ του πρώτου αεροσκάφους παραγωγής του προγράμματος, με αριθμό “01507”, ενώ ήδη στην 117 ΠΜ βρίσκονταν άλλα τρία αναβαθμισμένα αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων και το αρχικό “Ρrincess of Andraνida” (01523).
Με τα νέα δεδομένα η ΠΑ προχώρησε σε αναδιοργάνωση του στόλου των F-4 συγκεντρώνοντας όλα τα αεροσκάφη των προγραμμάτων PI I&II στην Ανδραβίδα. Τα SRA ενσωματώθηκαν το 1997 στην 337 Μοίρα Παντός Καιρού, πετώντας με ρόλο αναχαίτισης μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου του 2005 οπότε και αποσύρθηκαν.