Skip to main content

Παυλόπουλος: Το «υπαρξιακό» διακύβευμα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης υπό τα «καυδιανά δίκρανα» της τρέχουσας κρίσιμης διεθνούς συγκυρίας

Ο τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Προκόπης Παυλόπουλος, τοποθετήθηκε στην Κύπρο για την ΕΕ και το Κυπριακό Ζήτημα.

Ειδικότερα, ο Προκόπης Παυλόπουλος, σημείωσε:

«Η βαθιά και πολύπλευρη κρίση, η οποία έχει ενσκήψει διεθνώς ύστερα από την βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πλήττει, δυστυχώς, καιρίως την Ευρωπαϊκή Ένωση απειλώντας, ευθέως, την συνοχή της και, άρα, την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, στο μέτρο που κλονίζει βασικούς πυλώνες ευόδωσης της προοπτικής αυτής.  Αυτοθρόως δε πλήττει, καιρίως, και την προοπτική να διαδραματίσει  η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα στο δυσοίωνο διεθνώς περιβάλλον τον ρόλο, ο οποίος της αναλογεί πολύ πέραν των εδαφικών ορίων της.  Αυτός είναι και ο πρόσθετος λόγος για τον οποίο, κατ’ εξοχήν στο πλαίσιο της σημερινής δεινής συγκυρίας, όσοι μετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας συνείδηση πραγματικού Ευρωπαίου Πολίτη -συνείδηση που «εμπνέει»  τον κοινό αγώνα για την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος- οφείλουμε να κατανοούμε, και δη διαχρονικώς, ότι ο ρόλος της υπερβαίνει τους Λαούς της και είναι, κυριολεκτικώς, πλανητικός.  Με την έννοια ότι ο ρόλος αυτός είναι κρίσιμος και για την πορεία της Ανθρωπότητας, στο σύνολό της, αναφορικά με την εκπλήρωση του προορισμού της.

Α. Συγκεκριμένα, ο ως άνω ρόλος δεν είναι αμιγώς οικονομικός, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως επιδιώκοντας πάντοτε την οικονομική ανάπτυξη των Κρατών-Μελών της υπό όρους υγιούς ελεύθερου ανταγωνισμού στο πλαίσιο του γνήσιου Φιλελευθερισμού- δεν δημιουργήθηκε για να «κατακτήσει», με κάθε κόστος, την παγκόσμια οικονομική «κορυφή».  Ακόμη περισσότερο, και πάλι με βάση τους όρους δημιουργίας της, η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως πάντοτε υπερασπιζόμενη τα σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία των Κρατών-Μελών, που είναι και δικά της σύνορα και δική της εδαφική ακεραιότητα- δεν είναι προορισμένη, κατ’ ανάγκη, να καταστεί η ισχυρότερη, παγκοσμίως, στρατιωτική δύναμη. Ακριβέστερα, η απαραίτητη και επιβεβλημένη οικονομική και στρατιωτική ισχύς της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζονται, ως προς το μέγεθός τους, από τις απαιτήσεις και τα «προτάγματα» του πλανητικού ρόλου, τον οποίο οφείλει να φέρει σε πέρας σύμφωνα με τις συνθήκες που οδήγησαν στην ίδρυσή της και στην μετέπειτα ανοδική εξέλιξή της.

Β. Αυτός ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος υπερβαίνει, καταφανώς, τα Κράτη-Μέλη της και τους Λαούς τους,  συνίσταται στο ότι -με βάση την Ιστορία της, τον Πολιτισμό της και τις συνθήκες γέννησης του «οράματος» που προοιωνίσθηκε και προοιωνίζεται  την ολοκλήρωσή της- οφείλει να εξελιχθεί στην δύναμη εκείνη, η οποία θα υπερασπισθεί κρίσιμες, όπως ήδη επισημάνθηκε, για την Ανθρωπότητα αρχές και αξίες.  Πρόκειται για τις αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, της Δημοκρατίας -ειδικότερα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Κυρίως δε των Δικαιωμάτων που συνδέονται αρρήκτως με την έννοια της Δικαιοσύνης, και ιδίως της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση:  Δεν προβάλλεται εδώ ο ισχυρισμός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει, οιονεί κληρονομικώς, το μονοπώλιο της υπεράσπισης των προμνημονευόμενων αρχών και αξιών.  Είναι όμως γεγονός, ιστορικώς και πολιτισμικώς αναμφισβήτητο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ολοκληρωμένο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, είναι η καταλληλότερη διεθνής οντότητα για να υπερασπισθεί, με την δέουσα συνέπεια και αποτελεσματικότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο τις αρχές και τις αξίες που προαναφέρθηκαν.

Ι. Οι ρίζες του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατά τα προεκτεθέντα, ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την υπεράσπιση των κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιωδών για την πορεία της Ανθρωπότητας, αρχών και αξιών έχει τις ρίζες του αφενός στην Ιστορία της και τον Πολιτισμό της.  Και, αφετέρου και επέκεινα, στους λόγους, οι οποίοι προκάλεσαν την γέννηση της «Ευρωπαϊκής Ιδέας» αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Α. Η ιστορική και πολιτισμική διαδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το αμάλγαμα της ιστορικής και πολιτισμικής διαδρομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσ’ από μιαν εντυπωσιακή ενότητα, προσδιορίζει εναργώς τους τρεις πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν το «αέτωμα» του όλου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού και από τους οποίους συνάγονται οι θεμελιώδεις αρχές και αξίες που, όπως προηγουμένως διευκρινίσθηκε, δικαιολογούν τον πλανητικό της ρόλο.  Συγκεκριμένα:

1. Τον πρώτο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Αρχαία Ελλάδα του Πνεύματος.  Ήτοι η Αρχαία Ελλάδα που δημιούργησε την Παιδεία, στην πιο υψηλή της έκφραση, απαλλάσσοντας τον Άνθρωπο από τα δεσμά του μύθου -έτσι συντελέσθηκε το κατά τον Max Weber «ξεμάγεμα του κόσμου»- και θέτοντας τις βάσεις της μετατροπής της πληροφορίας και της εμπειρίας σε Γνώση και της Γνώσης σ’ Επιστήμη, εν τέλει δε σε Σοφία, υπό την έποψη της Φιλοσοφίας.  Με αυτό τον τρόπο, η Αρχαία Ελλάδα υπερασπίσθηκε την Παιδεία- άρα τον εξ αυτής γεννηθέντα Πολιτισμό- και απέναντι στον δεσποτισμό της Ανατολής.  «Μάρτυς», κατά το αυτόγραφο επιτύμβιο του Αισχύλου, ο «βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος» ως προς την χάραξη του, έκτοτε, «κραταιού» συνόρου μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

2. Τον δεύτερο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Αρχαία Ρώμη.  Και τον εκπροσωπεί τόσο δια των θεσμών της -του νόμου, του δημόσιου συμφέροντος και της πολιτειακής δομής- όσο και των πνευματικών της ανθρώπων, που «δέχθηκαν» την επιρροή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, μεταξύ των οποίων και κορυφαίοι διανοητές Αυτοκράτορες, κυρίως της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου.  «Ομολογώντας» έτσι, εμμέσως πλην σαφώς, ότι υπήρξε, δίχως δυνατότητα ιστορικής αμφισβήτησης, ένα είδος θεσμικής και πνευματικής «γέφυρας», πάνω από την οποία πέρασε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα για να φθάσει, μέσω του Βυζαντίου, ως την Αναγέννηση.  Πέραν τούτου, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς και  το ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ακόμη και αν δεν το είχε θέσει ευθέως ως στόχο, επιχείρησε να μεταθέσει το εκ των Μηδικών Πολέμων προερχόμενο όριο της Δύσης ανατολικότερα.  Και αν δεν το κατάφερε, τουλάχιστον εμπέδωσε το όριο αυτό εκεί που το είχε θέσει, «σκεπτόμενη» και «πολεμώντας», η Αρχαία Ελλάδα.

3. Τέλος, τον τρίτο πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού εκπροσωπεί η Χριστιανική Διδασκαλία.  Η Διδασκαλία της «Κοινωνίας Ανθρώπων», της «Οικείωσης» και της «Αλληλεγγύης», η οποία κτίσθηκε πάνω στα πολιτισμικά   θεμέλια της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Ρώμης, προσθέτοντας στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό τα εμβληματικά ανθρωπιστικά του χαρακτηριστικά.  Και μαζί, τις αρχές και τις αξίες του Ανθρωπισμού, της Αλληλεγγύης, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στο πεδίο της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Β. Οι αιτίες γέννησης του Ευρωπαϊκού οράματος και ιδεώδους

Το ότι ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στην υπεράσπιση των αρχών και αξιών που προαναφέρθηκαν συνάγεται και από τις αιτίες γέννησης του Ευρωπαϊκού οράματος και ιδεώδους.  Και τούτο διότι η ιδέα του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος γεννήθηκε μέσ’ από τις «στάχτες» του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, προκειμένου όχι μόνον η Ευρώπη αλλά όλη η Ανθρωπότητα να μην ζήσουν ξανά τους εφιάλτες του ναζισμού και του φασισμού.  Ένας τέτοιος στόχος προϋποθέτει το στιβαρό Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, το οποίο θα είναι η κατάληξη της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, υπό όρους Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Όμως, όπως είναι προφανές με βάση αυτό τούτο το νομικό πλαίσιο του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου καθ’ όλη την εξελικτική διαδρομή του ως σήμερα, η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης δεν μπορεί παρά να στηριχθεί προεχόντως στην πραγμάτωση των επιταγών της αρχής της Αλληλεγγύης.  Ειδικότερα:

1.   Ρητώς στην Διακήρυξη Σουμάν του 1950 αναφέρεται ότι «η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό σχέδιο αλλά θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που κατ΄αρχάς θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη».  Η φράση αυτή ενσωματώθηκε στο προοίμιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, όπως υπογράφηκε στο Παρίσι την 18η Απριλίου 1951.

α) Μετά δε την ρητή μνεία της έννοιας της Αλληλεγγύης στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, αυτή απέκτησε σταδιακώς θεσμικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ την 7η Φεβρουαρίου 1992. Στην Συνθήκη αυτή, πέραν του Προοιμίου, η Αλληλεγγύη απαντάται ρητώς και στο κείμενο των άρθρων των νομικώς δεσμευτικών Συνθηκών, ως βασική αποστολή τόσο της συσταθείσας τότε Ένωσης όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Πλέον, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Αλληλεγγύη συνιστά βασική νομική αρχή του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου: Εκτός του ότι τα συμβαλλόμενα Κράτη επιθυμούν «βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους, ταυτοχρόνως σεβόμενα την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους», η Αλληλλεγύη αναφέρεται στην ΣΕΕ ως κοινή αξία και αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των Κρατών-Μελών, τις σχέσεις τους με τρίτες χώρες αλλά και τις σχέσεις μεταξύ όλων των πολιτών των Κρατών-Μελών.

β) Επιπλέον, εξειδικεύεται με πλειάδα κανόνων του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, θεσπίζοντας συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεμελιώνοντας πλήρη δικαιώματα και εξ ίσου πλήρεις υποχρεώσεις. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης, ως νομική πλέον αρχή, συνιστά κοινή αξία και βασικό συνεκτικό δεσμό τόσο μεταξύ των Κρατών-Μελών όσο και των πολιτών των Κρατών-Μελών μεταξύ τους, αποκτώντας έτσι μέγιστη σημασία για την θεσμική και πολιτική υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενότητα και την βιωσιμότητά της.

2. Τούτο οφείλεται στο ότι, παρά τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν βασίζεται στην γνωστή, εντός του Εθνικού συνταγματικού πεδίου, αρχή της ιεραρχικής οργάνωσης και του ιεραρχικού ελέγχου. Όπου το ένα επίπεδο οργάνωσης είναι νομικώς ανώτερο από το άλλο και οι αποφάσεις και πράξεις του ιεραρχικώς ανώτερου κατισχύουν, αυτομάτως, των αποφάσεων και πράξεων των ιεραρχικώς κατώτερων οργάνων, ώστε να εξασφαλίζεται δια του τρόπου αυτού η ενότητα και αποτελεσματικότητα της δράσης και της επιδίωξης του δημόσιου συμφέροντος, ως θεμελιώδους γνώμονα προσανατολισμού της δράσης των οργάνων του Δημοσίου στο πλαίσιο του Εθνικού Κράτους.

α) Αντιθέτως, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει οριζόντια οργάνωση. Γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως υποκείμενα δικαίου, de jure καταρχήν ισότιμα με τα Κράτη-Μέλη, τα όργανά τους και τις διοικήσεις τους, ενώ το ίδιο ισχύει βεβαίως, κατά την ρητή διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 της ΣΕΕ, και για τα Κράτη-Μέλη μεταξύ τους. Η «διάχυτη» αυτή ισότητα προκύπτει ευθέως και από την ισχύουσα στο Διεθνές Δίκαιο αρχή της ισότητας των Κρατών, ως υποκειμένων δικαίου, η οποία, ελλείψει ρητής αντίθετης ρύθμισης, ισχύει, καταρχήν, και στο πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

β) Έτσι, προκειμένου να εξασφαλισθεί αφενός η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου -η οποία επίσης αποτελεί, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), βασική νομική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου («effet utile»)-  και, αφετέρου, η ομαλή και αποτελεσματική συνεργασία οργάνων και Κρατών-Μελών καθώς και Κρατών-Μελών μεταξύ τους, στο πλαίσιο της επιδίωξης των κοινών στόχων και αξιών τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της Αλληλεγγύης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΣΕΕ και της καλόπιστης συνεργασίας, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της ίδιας Συνθήκης, συνιστούν το νομικό και θεσμικό αντιστάθμισμα της έλλειψης ιεραρχικής δομής προς εξασφάλιση της ενότητας. Με άλλες λέξεις, συνιστούν το αναγκαίο συνεκτικό στοιχείο της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επιτρέπει στα συστατικά της Κράτη-Μέλη -και παρά την de jure μεταξύ τους ισότητα- όχι μόνο να μην επιδιώκουν την πραγμάτωση αποκλειστικώς των δικών τους εθνικών στόχων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά, προς πραγμάτωση των προβλεπόμενων κοινών σκοπών και του κοινού δημόσιου συμφέροντος, να λαμβάνουν υπ’ όψη τις επιμέρους ιδιαιτερότητες και δυσχέρειες των Εταίρων τους και, σε κάθε περίπτωση, ν’ αποφεύγουν την επιδίωξη σκοπών, οι οποίοι αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Ωστόσο η αρχή της Αλληλεγγύης, όπως πλέον θεμελιώνεται στο πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, δεν περιορίζεται απλώς στην υποχρέωση παράλειψης πράξεων και πρακτικών που αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον των Κρατών-Μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας με τα όργανά της και τους Εταίρους.   Περιλαμβάνει, επιπλέον, δυνατότητες ή και υποχρεώσεις λήψης θετικών μέτρων Αλληλεγγύης προς τα Κράτη-Μέλη και τους πολίτες. Άλλωστε, αυτό είναι σύμφυτο με την ίδια την πεμπτουσία της Αλληλεγγύης ως θεωρητικής έννοιας.

α)  Έτσι, στο πλαίσιο της ηθικής θεώρησης των πραγμάτων γίνεται δεκτό ότι οι υποχρεώσεις εκ της Αλληλεγγύης προκύπτουν από μιαν αίσθηση πως όλοι «βρίσκονται στο ίδιο σκάφος», δηλαδή μιαν αίσθηση ενότητας και κοινότητας συμφερόντων και σκοπών, που κάθε μέλος της ομάδας μπορεί να επιτύχει μόνον από κοινού με τα λοιπά. Συνακόλουθα προκύπτουν, σε φιλοσοφικό πάντα επίπεδο, δύο είδη υποχρεώσεων Αλληλεγγύης, μια αρνητική και μια θετική.  Κατ’ ακρίβεια δε αφενός μια υποχρέωση υποβάθμισης του ατομικού έναντι του γενικού και κοινού συμφέροντος και, αφετέρου, μια υποχρέωση υποστήριξης συμφερόντων μελών της κοινότητας που το έχουν ανάγκη.

β) Υπό το πρίσμα αυτό εξηγείται και η γνωστή θέση του φιλοσόφου Jürgen Habermas, σύμφωνα με την οποία οι έννοιες της Δικαιοσύνης και της Αλληλεγγύης είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.  Mάλιστα, η Αλληλεγγύη μεταξύ των μελών ενός συνόλου προς εξασφάλιση της εν γένει βιωσιμότητας και ευημερίας του είναι σε θέση ν’ αποτελεί και προϋπόθεση της Δικαιοσύνης, ως ουσιαστικής δυνατότητας ισότιμης άσκησης των δικαιωμάτων ενός εκάστου των μελών του συνόλου.  Εν πάση περιπτώσει, το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν περιέχει ρητώς γενικό ορισμό της αρχής της Αλληλεγγύης, πράγμα που σημαίνει ότι το περιεχόμενό της προκύπτει από τις επιμέρους διατάξεις και την ερμηνεία τους, κατά τις κοινώς παραδεδεγμένες μεθόδους ερμηνείας των νομικών κανόνων.  Ιδίως δε κατά την, κεντρικής σημασίας και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τελεολογική ερμηνεία, η οποία συνδέεται αρρήκτως με τον επιδιωκόμενο σκοπό της in concreto εφαρμοζόμενης διάταξης.

4. Από την ερμηνεία των διατάξεων της ΣΕΕ και της Συνθήκης  για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), όπου ο όρος «Αλληλεγγύη» αναφέρεται τουλάχιστον σε δεκαπέντε περιπτώσεις, προκύπτει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης έχει τριπλή φύση στο πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο: Πρώτον,  αποτελεί, κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιώδη αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δομικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Δεύτερον, περιέχει εγγυήσεις προς όφελος των πολιτών των Κρατών-Μελών, υπό την έννοια της Κοινωνικής Αλληλεγγύης.  Και, τρίτον, συνθέτει σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών υποχρεώσεων των Κρατών-Μελών τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γ. Οι προβλέψεις της ΣΕΕ για τον πλανητικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τα προαναφερόμενα ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα είναι εκείνα, τα οποία «ενέπνευσαν» τους συντάκτες της ΣΕΕ προκειμένου να καθιερώσουν ειδικές ρυθμίσεις αναφορικά με τον προμνημονευόμενο, καθοριστικής σημασίας, εμβληματικό, πλανητικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Από τις ρυθμίσεις αυτές πιο «εύγλωττες» και αντιπροσωπευτικές είναι οι εξής:

1.   Εκείνες του Προοιμίου της ΣΕΕ, οι οποίες ορίζουν ότι τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αποφασισμένα «να εφαρμόσουν μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, που συμπεριλαμβάνει την προοδευτική διαμόρφωση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42, ενισχύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ταυτότητα και ανεξαρτησία για την προαγωγή της ειρήνης, της ασφάλειας και της προόδου στην Ευρώπη και ανά την υφήλιο».

2.   Και εκείνες του άρθρου 3 παρ. 5 της ΣΕΕ, σύμφωνα με τις οποίες: «Στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της και συμβάλλει στην προστασία των πολιτών της.  «Συμβάλλει στην Ειρήνη, την ασφάλεια, την αειφόρο ανάπτυξη του πλανήτη, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των λαών, το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, την εξάλειψη της φτώχειας και την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου και, ιδίως, στον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».

II. Η πολιτειακή δομή της ενοποιημένης Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να διαδραματίσει τον πλανητικό της ρόλο

Επεκτείνοντας τις σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του, μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, για να φθάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με την μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο, οιονεί νομοτελειακό, συμπέρασμα ότι αν η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης οιονεί νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον «σκληρό πυρήνα» της, την Ευρωζώνη.  Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος οι οποίοι, από την φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρ’ από την σταθερότητα και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία. Εξ αυτού συνάγεται ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση –άρα και η συνακόλουθη, εκ καταγωγής, οικονομική και νομισματική ενοποίηση- πρέπει να παραμείνουν «όρθιες» οι θεμελιώδεις θεσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η προοπτική δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό όρους –όπως ήδη σημειώθηκε- Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Α. Το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προοπτικής ενοποίησής της

Τις ως άνω θεσμικές αντηρίδες καθορίζει, expressis verbis, το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, με κανονιστική «κοιτίδα» την ΣΕΕ.  Η Συνθήκη αυτή ορίζει ότι πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αφενός η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία  και, αφετέρου, το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου.  Οι επιμέρους διατάξεις είναι άκρως εύγλωττες:

1. Η ΣΕΕ προβλέπει, ρητώς, ότι η τελική ενοποίησή της εξαρτάται από την εμπέδωση των επιμέρους αρχών του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου. Τούτο τεκμηριώνουν ιδίως:

α) Το Προοίμιο της ΣΕΕ, στο μέτρο που ορίζει ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη επιβεβαιώνουν «την προσήλωσή τους στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου».

β) Οι διατάξεις του άρθρου 2 εδ. α΄ της ΣΕΕ, στο μέτρο που ορίζουν ότι: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες».

γ) Επιπροσθέτως, μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ο Χάρτης αυτός αποτελεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΣΕΕ, μέρος του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου, έχοντας την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες.  Ενόψει δε της περί Κράτους Δικαίου νομολογίας του ΔΕΕ, η έννοια του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου συνδιαμορφώνεται, ως προς το περιεχόμενό της, και από τις διατάξεις του Χάρτη, ούσα αρρήκτως συνδεδεμένη με αυτόν.

δ) Τέλος, η νομολογία του ΔΕΕ.  Κατά την οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της  ΣΕΕ, η Ένωση βασίζεται στις πρωταρχικές αξίες του σεβασμού του Κράτους Δικαίου καθώς και του σεβασμού των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Ο σεβασμός δε των αξιών αυτών συνιστά προϋπόθεση της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης και «συνταγματική αρχή της Συνθήκης» αλλά  και απαραίτητη  προϋπόθεση «για την προσχώρηση στην Ένωση, δυνάμει του άρθρου 49 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

2. Επιπροσθέτως, η ΣΕΕ προβλέπει ότι θεμελιώδης πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση της τελικής της ενοποίησης είναι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία.

α) Χαρακτηριστικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 της ΣΕΕ: «Η λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία».

β) Όμως βασικό στοιχείο και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, δίχως το οποίο τελεί υπό διακινδύνευση η ίδια η υπόστασή της, όπως καταδεικνύει η πορεία της θεσμικής και πολιτικής της εξέλιξης, είναι το Κράτος Δικαίου, με πυρήνα του την έννοια της Δικαιοσύνης, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις.  Κυρίως δε υπό την έκφανση της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μ’ έμφαση στα Δικαιώματα, τα οποία εγγυώνται την Κοινωνική Δικαιοσύνη και, επέκεινα, το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.

3. Η κατά τ’ ανωτέρω υφή του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου καθορίζει και τα βασικά χαρακτηριστικά του, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται ο Άνθρωπος και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του.  Του λόγου το ασφαλές τεκμηριώνουν οι διατάξεις της ΣΕΕ, όπως καταστρώνονται:

α) Στο Προοίμιό της, εκεί όπου τα Κράτη-Μέλη επιβεβαιώνουν την προσήλωσή τους:

α1) «Στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου».

α2) «Στα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, όπως ορίζονται από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και τον Κοινοτικό Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989».

β) Στις διατάξεις του άρθρου 2: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες.  Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, την δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».

γ) Στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΣΕΕ, όπου, όπως προαναφέρθηκε: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες».

4. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι οι διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου στο πεδίο των θεσμικών συνιστωσών της Φιλελεύθερης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας,  καθώς και τα επιμέρους συστατικά του στοιχεία.  Πρωταρχική σημασία για την κανονιστική ισχύ αλλά και για τις έννομες συνέπειες αυτών των διατάξεων αναφορικά με το Ευρωπαϊκό Κράτος Δικαίου εμφανίζει η νομολογία του ΔΕΕ.  Πραγματικά, ήδη από τις απαρχές άσκησης της δικαιοδοσίας του, και διαδραματίζοντας τον φυσικό του ρόλο στο πλαίσιο όχι μόνο της αποτύπωσης αλλά και της ώθησης προς τα εμπρός της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης με στόχο την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, το ΔΕΕ προσδιόρισε τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του συνόλου του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και, ειδικότερα, αφενός την πληρότητά του και, αφετέρου, την ιδιαιτερότητά του. Συγκεκριμένα η νομολογία του ΔΕΕ «συνομολογεί» και την διαμόρφωση:

α) Μιας «ιδιαίτερης» Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, η οποία βασίζεται:

α1) Στην «αυτονομία». Με την έννοια της παραγωγής των κανόνων που την συνθέτουν από ίδια -δηλαδή ξεχωριστά και, συνεπώς, ανεξάρτητα από εκείνα των Κρατών-Μελών- δικαιοπαραγωγικά όργανα.

α2) Και στην «ιδιομορφία». Με την έννοια της διαφορετικότητας της δομής της αλλά, πέραν τούτου, και της αμεσότητας της ρύθμισης των έννομων σχέσεων, οι οποίες εμπίπτουν στο κανονιστικό της πλαίσιο.

β) Μιας υπό ολοκλήρωση «κοινότητας δικαίου», η οποία έρχεται να συμπληρώσει, από πλευράς αποτελεσματικής λειτουργίας, και την «αυτονομία» και την «ιδιομορφία» της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.  Υπ’ αυτά τα δεδομένα η «κοινότητα δικαίου» συνεπάγεται αφενός το «ωφέλιμο αποτέλεσμα» του Ευρωπαϊκού Κανόνα Δικαίου.  Και, αφετέρου, την θεμελίωση της «Αρχής της Νομιμότητας» της δράσης όλων των Ευρωπαϊκών Οργάνων –και όχι μόνον, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια- κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

5. Η, σύμφωνα πάντα με το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, συγκεκριμένη οριοθέτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων -κατά κυριολεξία κυριαρχικών αρμοδιοτήτων- των Κρατών-Μελών και  των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, περαιτέρω, ως αναγκαία συνέπεια και την κατά ενιαίο τρόπο θεώρηση των σχέσεων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης με τις επιμέρους Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών.

α) Αυτό προκύπτει ως αποτέλεσμα του ότι η ομαλή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης μπορεί, από την ίδια την φύση της, να διασφαλισθεί μόνο μέσα από την θέσπιση των, σύμφυτων με αυτήν, εγγυήσεων εναρμόνισής της με τις Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, η προμνημονευόμενη εναρμόνιση πρέπει να συντελείται  εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων που έχουν αναγνωρισθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση κυρίως από το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Από τα δεδομένα αυτά συνάγεται και η αρχή, ότι η ίδια η υπόσταση της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης εξαρτάται αφενός από την ιεραρχική δομή των κανόνων που την συνθέτουν. Και, αφετέρου, από την τήρηση της «Ευρωπαϊκής» Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των κάθε είδους οργάνων της και των οργάνων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους.

β) Την κατά τ’ ανωτέρω σύνθεση του διπτύχου κανόνων δικαίου που διέπουν την αρμοδιότητα των Ευρωπαϊκών Οργάνων και ουσιαστικής λειτουργίας Ευρωπαϊκών Μηχανισμών σε περιπτώσεις παραβίασής τους από αυτά, ήτοι την σύνθεση που οδηγεί στην θεσμική κατοχύρωση ενός Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, αποδίδει διαχρονικώς η νομολογία του ΔΕΕ, υπό τις ακόλουθες διευκρινίσεις:

β1)Κατά πρώτο λόγο, η νομολογία του ΔΕΕ  αποδέχεται και καθιερώνει το πρώτο συνθετικό της παραδοσιακής έννοιας του Κράτους Δικαίου, ήτοι της Αρχής της Νομιμότητας, με την έννοια της προηγούμενης θεσμοθέτησης κανόνων δικαίου που διέπουν την άσκηση των κάθε είδους αρμοδιοτήτων των οργάνων της.

β2) Κατά δεύτερο λόγο, η ίδια ως άνω νομολογία αποδέχεται και καθιερώνει και το δεύτερο συνθετικό του Κράτους Δικαίου, ήτοι την αρχή της θεσμοθέτησης κυρωτικών μηχανισμών -και μάλιστα κατά προτεραιότητα δικαστικών- τεταγμένων στην αποστολή της αποτελεσματικής τήρησης των κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

γ) Πρέπει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι ο κανόνας τήρησης της Αρχής της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας αφορά όλο το φάσμα της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Και τούτο διότι καλύπτει, κατά λογική νομική ακολουθία, όπως αυτή συνάγεται από τα δεδομένα της νομολογίας του ΔΕΕ και όπως συνοπτικώς προεκτέθηκε, τόσο την δράση των κάθε είδους οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την δράση των οργάνων των Κρατών-Μελών της, βεβαίως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που διέπονται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, οπότε τα Εθνικά Όργανα είναι και «Ευρωπαϊκά Όργανα».

Β. Η πρόδηλη σημασία της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας

Η σταδιακή διαμόρφωση Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) συνιστά έναν άλλο, αναλόγως σημαντικό, πυλώνα για την οριστικοποίηση και αποτελεσματική ενεργοποίηση του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τα χαρακτηριστικά πού ήδη διευκρινίσθηκαν.  Το πόσο σημαντικός είναι ο πυλώνας της ΚΕΠΠΑ προς την ως άνω κατεύθυνση προκύπτει, μ’ εμφατικό τρόπο, από τις προμνημονευόμενες διατάξεις του Προοιμίου της ΣΕΕ (10η παράγραφος), κατά τις οποίες η εφαρμογή μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας ενισχύει την Ευρωπαϊκή Ταυτότητα και Ανεξαρτησία για την προαγωγή της Ειρήνης, της Ασφάλειας στην Ευρώπη και «ανά την Υφήλιο». Το αυτό σηματοδοτούν και οι διατάξεις του άρθρου 23 της ΣΕΕ, κατά τις οποίες «η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή» -άρα, κατ’ ουσίαν, η επίτευξη του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- «βάσει του παρόντος κεφαλαίου, έχει ως γνώμονα τις αρχές, προωθεί τους στόχους και διεξάγεται σύμφωνα με τις γενικές αρχές που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 1».  Και τούτο, διότι από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, σαφώς και ανενδοιάστως, ότι η οργάνωση και εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ αποτελεί conditio sine qua non για την ευόδωση του πλανητικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Τις προϋποθέσεις διαμόρφωσης της ΚΕΠΠΑ καθορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 21 επ. της ΣΕΕ (Κεφάλαιο 2), από τις οποίες συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα:

1.   Την πεμπτουσία αλλά και τους στόχους της ΚΕΠΠΑ θεσπίζουν αναλυτικώς κυρίως οι διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 1 και 42 παρ. 1 της ΣΕΕ.

α) Διαγράφοντας τον γνώμονα και τον στόχο του σχεδιασμού της ΚΕΠΠΑ οι διατάξεις του άρθρου 21 παρ. 1  της ΣΕΕ ορίζουν τα εξής: «Η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή έχει ως γνώμονα και σχεδιάζεται με στόχο να προωθεί στο ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο τις αρχές που έχουν εμπνεύσει τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της: τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την οικουμενικότητα και το αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης και τον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου».

β) Στην συνέχεια, και προβλέποντας ότι η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας βρίσκεται στον πυρήνα της ΚΕΠΠΑ, οι διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 1 της ΣΕΕ  ορίζουν τα εξής: «Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Εξασφαλίζει στην Ένωση επιχειρησιακή ικανότητα βασισμένη σε μη στρατιωτικά και στρατιωτικά μέσα.  Η Ένωση μπορεί να κάνει χρήση των μέσων αυτών σε αποστολές εκτός της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίζει τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.  Η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών βασίζεται στα μέσα που παρέχουν τα κράτη μέλη».

2. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16, 21, 22, 25, 38 και 42 παρ. 3 εδ. β΄ «αναφύονται» οι ρυθμίσεις εκείνες, οι οποίες καθορίζουν, αντιστοίχως, τα όργανα της ΚΕΠΠΑ και τις εν γένει αρμοδιότητές τους.

α) Τα όργανα αυτά είναι ιδίως (άρθρα 16, 21, 22, 38 και 42 παρ. 3 εδ. β΄ της ΣΕΕ) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Ύπατος Εκπρόσωπος για θέματα ΚΕΠΠΑ, το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, η Επιτροπή Πολιτικής Ασφάλειας και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας.

β) Ως προς τις κατά τις διατάξεις των άρθρων 21 επ., και πρωτίστως 23 επ., της ΣΕΕ αρμοδιότητες εντός του πλαισίου της ΚΕΠΠΑ, τα προαναφερόμενα όργανά της, στην βάση των διατάξεων του άρθρου 25, καθορίζουν τους γενικούς προσανατολισμούς εκδίδοντας αποφάσεις που προσδιορίζουν τις δράσεις, τις οποίες αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, τις θέσεις της και τους λειτουργικούς κανόνες για την εφαρμογή των αποφάσεων ως προς τις ως άνω δράσεις και θέσεις και ενισχύοντας την συστηματική συνεργασία μεταξύ των Κρατών-Μελών για την άσκηση της πολιτικής τους, πάντοτε με έρεισμα τις κατά τις διατάξεις του άρθρου 32 της ΣΕΕ αρχές της Συνεννόησης και της Αλληλεγγύης.

3. Εν τέλει, οι διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 της ΣΕΕ, εξειδικεύοντας αντίστοιχη πρόβλεψη του Προοιμίου, κατά τα προεκτεθέντα, προβλέπουν ότι στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός του πεδίου της ΚΕΠΠΑ εμπίπτει και ο προοδευτικός καθορισμός Κοινής Αμυντικής Πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε Κοινή Άμυνα.

α) Μια άμυνα η οποία, προφανώς και αναμφισβητήτως, είναι νοητή στην τελική της οργάνωση μόνο μέσω της δημιουργίας Ένοπλων Δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης -φυσικά με αποτελεσματικό συνδυασμό στρατού, ναυτικού και αεροπορίας- αφού, κατά την σύγχρονη έννοια της αμυντικής πολιτικής, η κοινή άμυνα προϋποθέτει, ανυπερθέτως, κοινές Ένοπλες Δυνάμεις. Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες πρέπει να συνεργάζονται αρμονικώς με τις αντίστοιχες Ένοπλες Δυνάμεις των Κρατών-Μελών έτσι ώστε, μεταξύ άλλων, να είναι εφικτή και η πλήρης πραγμάτωση των επιταγών των διατάξεων του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τις οποίες: «Σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.  Αυτό δεν επηρεάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών».

β) Πραγματικά, κατά την έννοια της κοινής άμυνας των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 1 της ΣΕΕ η υπεράσπιση Κράτους-Μέλους, το οποίο έχει δεχθεί ένοπλη επέμβαση στο έδαφός του, θα καταστεί πλήρως αποτελεσματική όταν δεν θα εξαρτάται από την περιστασιακή σύμπραξη των Ένοπλων Δυνάμεων των λοιπών Κρατών-Μελών.  Αλλά όταν θα οργανώνεται επιχειρησιακώς από μια ολοκληρωμένη μορφή «Ευρωστρατού», δηλαδή μια ολοκληρωμένη μορφή Ένοπλων Δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πολλώ μάλλον όταν, κατά την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ -που κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ αποτελούν πλέον μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου -γίνεται παγίως δεκτό, ιδίως μετά το 2000, από τα ίδια τα όργανα του ΟΗΕ, ότι η ρήτρα συνδρομής για την αμοιβαία αμυντική σύμπραξη μπορεί να ενεργοποιείται όχι μόνον όταν ένα Κράτος-Μέλος δέχεται, κατά κυριολεξία, ένοπλη επίθεση ευθέως στο έδαφός του.  Αλλά και όταν επικρατούν συνθήκες απειλής χρήσης βίας ή και απλής επικείμενης απειλής, τις οποίες προκαλεί τρίτο κράτος με την διεθνή συμπεριφορά του που παραβιάζει καταδήλως τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου.

ΙΙΙ. Η ανεπαρκής οργάνωση και ενεργοποίηση των πυλώνων της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και οι αρνητικές επιπτώσεις της για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης

Η τρέχουσα διεθνής συγκυρία -σε όλα τα επίπεδα, από το αμιγώς οικονομικό ως εκείνο των διεθνών σχέσεων και τις αντίστοιχες επιπτώσεις στην Ειρήνη διεθνώς- η οποία έχει ως κυριότερη αιτία την βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατέδειξε ήδη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίσθηκε παντελώς ανέτοιμη να την αντιμετωπίσει, με τρόπο που αρμόζει στην επιτέλεση του κατά τα προαναφερόμενα πλανητικού της ρόλου.  Και αυτή η ολιγωρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ως, άκρως διαβρωτική για την όλη προοπτική του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, συνέπεια την πολλαπλώς υπονομευτική για το κύρος της, intra και extra muros, περιθωριοποίησή της στο διεθνές γίγνεσθαι.  Περιθωριοποίηση, η οποία οδηγεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο να μην μπορεί να διαμορφώσει την αυτοτελή πολιτική που της αναλογεί κατά την αποστολή της, ως προς την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας και βαρβαρότητας αλλά ν’ ακολουθεί παθητικώς τις εν προκειμένω αποφάσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.  Η πειστική εξήγηση μιας τέτοιας, εμφανώς υποτιμητικής, απομείωσης του κύρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο γεγονός ότι το όλο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης έχει «ατονίσει»  -αν δεν έχει αρχίσει να κάνει ακόμη και βήματα προς τα πίσω- πρωτίστως λόγω της «ατροφικής» λειτουργίας των βασικών πυλώνων της Ενοποίησης αυτής και της αντίστοιχης επιβράδυνσης ή και οπισθοδρόμησης της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, όπως οι πυλώνες αυτοί περιγράφηκαν προηγουμένως.

Α. Η «φθίνουσα» πορεία του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου

Ξεκινώντας από τον πυλώνα του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, ο οποίος επηρεάζει ευθέως τους θεσμικούς αρμούς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, είναι εδώ και δύο, τουλάχιστον, δεκαετίες ορατά τα σημάδια της «φθίνουσας» πορείας του.  Μιας πορείας, η οποία οφείλεται κατ’ εξοχήν στην αδυναμία των αρμόδιων Ευρωπαϊκών Θεσμών να επιβάλουν σε όλα τα Κράτη-Μέλη τον σεβασμό της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας και, συνακόλουθα, των επιταγών της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.  Αρκεί εδώ η αναφορά στο ότι πολλαπλασιάζονται, με ολοένα και εντεινόμενο ρυθμό, Κράτη-Μέλη -με αρνητικούς «πρωταγωνιστές» την Πολωνία και την Ουγγαρία που, επιπλέον, είναι υπόλογες και ενώπιον των θεσμών του Συμβουλίου της Ευρώπης για κατ’ εξακολούθηση και καθ’ υποτροπήν παραβίαση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- τα οποία αγνοούν επιδεικτικώς ακόμη και στοιχειώδη προτάγματα του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Με αποκορύφωμα την περιφρόνηση, στην κυριολεξία, ως και των αποφάσεων του ΔΕΕ, ενώπιον του οποίου μάλιστα είχαν προηγουμένως προσφύγει απευθύνοντάς του επιμέρους προδικαστικά ερωτήματα.

1. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας της 7ης Οκτωβρίου 2021, με την οποία η Πολωνία φαίνεται ν’ «αποξενώνεται» επικινδύνως από το πλαίσιο  της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

α) Με την απόφασή του αυτή το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας αγνόησε, επιδεικτικώς, το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ της 24ης Ιουνίου και της 5ης Νοεμβρίου 2019, αντιστοίχως. Με τις οποίες είχε κρίνει αντίθετες προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και μάλιστα το πρωτογενές, τις ρυθμίσεις του πολωνικού δικαίου περί «μεταρρύθμισης» του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης στην Πολωνία. Και τούτο, ιδίως διότι οι ρυθμίσεις αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση προς τις βασικές αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι οποίες αφορούν την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών  των Κρατών-Μελών. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας έκρινε, με την ως άνω απόφασή του, ότι δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ όταν τούτο «αντιτίθεται» προς τις διατάξεις του Συντάγματος της Πολωνίας. Δοθέντος ότι το τελευταίο «υπέρκειται», ιεραρχικώς, του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου, από πλευράς κανονιστικής ισχύος.

β) Ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις για την ίδια την Πολωνία –η οποία φέρει, στο ακέραιο, την ευθύνη των πεπραγμένων της ως προς την απρόσκοπτη Ευρωπαϊκή της προοπτική- το μείζον ζήτημα είναι ότι η απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2021 του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας «βάλλει ευθέως» κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο που αμφισβητεί, εμμέσως πλην σαφώς, την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και, επομένως, την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση. Μάλλον δε οι εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες του πολέμου στην Ουκρανία έχουν, προς το παρόν φυσικά, μειώσει την ένταση των εις βάρος της Πολωνίας αντιδράσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην όμως όταν ξεπερασθούν το μέλλον της στην Ευρωπαϊκή Οικογένεια δεν θα είναι «ανέφελο».

γ) Δυστυχώς όμως, τον «ολισθηρό» αυτό δρόμο μιας μορφής επικίνδυνης σύγκρουσης μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικού Δικαίου και της συνακόλουθης αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του ΔΕΕ  -αντί  για μια προσπάθεια συγκερασμού και συμβιβασμού αντιτιθέμενων, ενδεχομένως, διατάξεων του Εθνικού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου- δεν τον «άνοιξε»  πρώτο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας. Είχαν προηγηθεί, κυρίως, αφενός το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (BVerfG), με την απόφασή του «Weiss», της 5ης Μαΐου 2020. Και, αφετέρου, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας («Conseil d’ État»), με την απόφασή του «French Data Network et autres», της 21ης Απριλίου 2021. Και δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας εξέδωσε την επίμαχη απόφασή του –μετά πολλές διασκέψεις, όπως ήδη διευκρινίσθηκε- την 7η Οκτωβρίου 2021. Δηλαδή όταν είχαν ήδη «σύρει τον χορό» της αμφισβήτησης του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της δικαιοδοσίας του ΔΕΕ  δικαστήρια, οπωσδήποτε αδιαμφισβήτητης θεσμικής «βαρύτητας», όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας  και το Συμβούλιο Επικρατείας της Γαλλίας.

2. Τώρα, λοιπόν, που η «καταιγίδα» έχει πλέον ξεσπάσει πάνω από το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, «πλήττοντας» την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, και επειδή είναι πια κάτι παραπάνω από προφανές ότι πολλά Ανώτατα Δικαστήρια Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι –κάθε άλλο- διατεθειμένα ν’ ανοίξουν έναν ειλικρινή και παραγωγικό νομολογιακά διάλογο με το ΔΕΕ για την διασφάλιση της συνοχής της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, καθίσταται, δίχως αμφιβολία, φανερό και το εξής:

α) Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει, στην βάση και στην κορυφή της Έννομης Τάξης της, ένα «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» -δηλαδή έναν Καταστατικό Χάρτη αυξημένης τυπικής ισχύος, κατά το παραδοσιακό πρότυπο των Συνταγμάτων των Κρατών-Μελών- η πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση θα κάνει «βήματα σημειωτόν». Ίσως δε, ακόμη χειρότερα, ακολουθήσει μια πορεία –μοιραίας εκ των πραγμάτων- οπισθοδρόμησης. Είναι γνωστό, βεβαίως, πόσο δύσκολο εμφανίζεται σήμερα το εγχείρημα θέσπισης ενός, οιονεί τυπικού και αυστηρού, «Ευρωπαϊκού Συντάγματος». Αν όμως δεν αναληφθεί, με όποιο κόστος, η ιστορική ευθύνη πραγμάτωσης ενός τέτοιου εγχειρήματος, μένοντας στους δισταγμούς –πολλές φορές καθαρά υποκριτικούς- περί, δήθεν, «ανυπέρβλητων δυσχερειών», τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κράτη-Μέλη της θα φέρουν, συλλογικώς και αναλόγως, το βάρος της οριστικής εγκατάλειψης του «οράματος» της ουσιαστικής Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της επαρκούς Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.

β) Ας αναλογισθούμε δε και τούτο: Αν οι «πατέρες» της δημιουργίας, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, των τότε «Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», με τελικό στόχο την πλήρη Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, είχαν αντίστοιχους δισταγμούς, τότε ουδέποτε η δόμηση της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είχε επιτευχθεί. Απλώς θα παρέπεμπε, μεταφορικώς και υπό αμιγώς ιστορικούς όρους, στον κατά την γραμματική και το συντακτικό «υποθετικό λόγο του απραγματοποίητου».

Β. ΚΕΠΠΑ: Στον αστερισμό της θεσμικής και πολιτικής «ατροφίας»

Ιδίως από τότε που δημιουργήθηκε και άρχισε να λειτουργεί πλήρως το όλο πλαίσιο, θεσμικό και οικονομικό, της Ευρωζώνης, όταν δηλαδή το ενδιαφέρον των Ευρωπαϊκών Θεσμών στράφηκε, κατά πρόδηλη προτεραιότητα, σε αυτή την οπωσδήποτε θεμελιώδη πλευρά της όλης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «ατόνισαν» σημαντικοί «αρμοί» της εν γένει -και όχι μόνον οικονομικής και νομισματικής- Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.  Μεταξύ αυτών και ο «αρμός» της ΚΕΠΠΑ, κατά το γράμμα και το πνεύμα των προμνημονευόμενων διατάξεων της ΣΕΕ.

1. Πραγματικά, έκτοτε σε καμία μεγάλη διεθνή κρίση η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιδίωξε και, φυσικά, δεν κατάφερε να εμφανισθεί πειστικώς στο διεθνές γίγνεσθαι ως υπολογίσιμη «πλανητική δύναμη», αξιοποιώντας τους μηχανισμούς της ΚΕΠΠΑ.

α) Τούτο δεν φαινόταν να έχει τόσο μεγάλες επιπτώσεις για το κύρος του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος όσο οι ΗΠΑ -και, κατ’ επέκταση, το ΝΑΤΟ- αντιμετώπιζαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «ισότιμο εταίρο» στην διεθνή σκηνή, αφήνοντάς της μάλιστα το περιθώριο ν’ αναπτύσσει και την δική της πολιτική, με βάση τα δικά της γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, έναντι Κρατών που η πέραν του Ατλαντικού υπερδύναμη θεωρούσε ως «αντιπάλους».

β) Αυτή η κατάσταση «ισορροπίας» και «αμοιβαίου σεβασμού» άρχισε ν’ αλλάζει δραματικά κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, γεγονός το οποίο μάλλον υποτίμησαν οι αρμόδιοι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί.  Και για τούτο δεν έκριναν σκόπιμο ν’ αναπτύξουν από τότε τα δικά τους «αντισώματα» στο πεδίο της ΚΕΠΠΑ, μάλλον θεωρώντας ότι πρόκειται για περιστασιακή «στροφή» της Αμερικανικής πολιτικής.

2. Έτσι όμως η βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όχι μόνον αιφνιδίασε, κατ’ ουσίαν ολοκληρωτικώς, την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και την βρήκε παντελώς ανέτοιμη, ιδίως από πλευράς οργάνωσης και λειτουργίας των μηχανισμών της ΚΕΠΠΑ, να συγκροτήσει εγκαίρως την δική της αντίδραση απέναντι σε αυτή την, πλανητικής οπωσδήποτε εμβέλειας, αλλαγή. Αλλαγή, η οποία έφερε πάλι την Υφήλιο αντιμέτωπη με μια δραματική συγκυρία Ψυχρού Πολέμου που τείνει, όπως όλα δείχνουν σήμερα, ν’ αποκτήσει ακόμη και «θερμές» διαστάσεις.  Συγκεκριμένα:

α) Από την μια πλευρά όλα τ’ αρμόδια όργανα της ΚΕΠΠΑ, από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως τον αρμόδιο Ύπατο Εκπρόσωπο, το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, αντιμετώπισαν μ’ έκδηλη αμηχανία -κατά την επιεικέστερη εκδοχή- την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

β) Και, από την άλλη πλευρά και συνακόλουθα, ουδεμία σημαντική και πρόσφορη για τα συμφέροντα και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στρατηγική κατάφεραν να διαμορφώσουν, προκειμένου να την θωρακίσουν αποτελεσματικώς έναντι των πολλαπλών επώδυνων επιπτώσεων της έκρηξης πολέμου σ’ Ευρωπαϊκό, lato sensu, έδαφος.  Και μάλιστα σ’ έδαφος Κράτους που προοριζόταν, εδώ και καιρό, να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και μέλος του ΝΑΤΟ.

3. Το άκρως αρνητικό αποτέλεσμα ήταν, και παραμένει πάντοτε, η εν προκειμένω αδιανόητη αδρανοποίηση της ΚΕΠΠΑ -καθώς και η αδρανοποίηση των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης- να καταλήξει, μεταξύ άλλων:

α) Στο να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ουραγός των γεωστρατηγικών αποφάσεων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, οι αποφάσεις του οποίου λαμβάνονται πλέον καθ’ υπαγόρευση των ΗΠΑ. Τούτο δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έπρεπε ν’ αντιδράσει εντελώς μονομερώς και με αποκλειστικό γνώμονα τους δικούς της στόχους και τα δικά της συμφέροντα.  Όμως είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι για να υπερασπισθεί το πολιτικό και θεσμικό της κύρος παγκοσμίως ήταν υποχρεωμένη να μετάσχει, υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ισοτίμως έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην λήψη των αναγκαίων και αποτελεσματικών συλλογικών αποφάσεων, προκειμένου ν’ αποσοβηθούν, στο μέτρο του εφικτού, οι τεράστιες πολιτικοοικονομικές συνέπειες ενός πολέμου, του οποίου μάλιστα η διάρκεια θα είναι, οπωσδήποτε, μακρά και η μετέπειτα περίοδος πολλαπλώς απρόβλεπτη.

β) Στο να «πληρώνει» η Ευρωπαϊκή Ένωση βαρύτατο τίμημα κυρίως σε οικονομικό επίπεδο, πρωτίστως λόγω της μακροχρόνιας ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία, είτε πρόκειται για την προμήθεια πετρελαίου είτε, ιδίως, για την προμήθεια φυσικού αερίου.  Ένα τίμημα το οποίο θα συνιστά «κυκλώπειο» βάρος, για μεγάλο χρονικό διάστημα, πάνω στην Ευρωπαϊκή Οικονομία και κατ’ εξοχήν στην Ευρωζώνη.  Της οποίας οι εν γένει δομικές  αδυναμίες είναι εμφανείς και άκρως επιζήμιες, λόγω του ότι ήταν και παραμένει μια μάλλον ασταθής Νομισματική Ένωση, δίχως τις, ουσιαστικώς «υπαρξιακές», εγγυήσεις μιας αντίστοιχης και στέρεης Οικονομικής Ένωσης.  Και το ως άνω τίμημα καθίσταται ολοένα και περισσότερο επώδυνο, αν αναλογισθεί κανείς, με βάση και τις πρόσφατες εξελίξεις, ότι μπροστά στον κίνδυνο πραγματικής κατάρρευσης των οικονομιών τους πολλά Κράτη-Μέλη -με αρνητική πρωταγωνίστρια την Γερμανία- αρχίζουν να παίρνουν, κατά τρόπο σπασμωδικό και άναρχο και επιπλέον μονομερώς και αυθαιρέτως, οικονομικά και άλλα μέτρα ως εάν δεν αποτελούν Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «σκληρού πυρήνα» της, της Ευρωζώνης.

4. Τα όσα εκτέθηκαν, έστω και ενδεικτικώς, αρκούν για να καταδείξουν, φυσικά μεταξύ άλλων, πως η ανυπαρξία της ΚΕΠΠΑ μπροστά στην παγκόσμια δραματική κρίση, που προκάλεσε και προκαλεί η βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει κλονίσει επικινδύνως την συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Και υπό τις συνθήκες αυτές οδηγεί το εμβληματικό εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης σε διαβρωτική στασιμότητα ή, ακόμη χειρότερα, σε καταστροφική οπισθοδρόμηση.

α)  Εκτός δε τούτου, το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκ του ότι  το μέλλον της και η προοπτική της φαίνεται πλέον να εξαρτώνται από αποφάσεις που λαμβάνονται ερήμην της -συνήθως πέραν του Ατλαντικού- έχει ήδη πληγεί καιρίως. Και κάπως έτσι, γινόμαστε πια μάρτυρες του φαινομένου τρίτες, περιθωριακές, χώρες, με ανύπαρκτη δημοκρατική υποδομή και ευαισθησία που λογίζονται ως ταραξίες της Διεθνούς Κοινότητας επειδή παραβιάζουν καταφώρως το Διεθνές Δίκαιο -με πιο χαρακτηριστικό και «αντιπροσωπευτικό» παράδειγμα την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν- ν’ αντιμετωπίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Θεσμούς της με «ιταμό» τρόπο.  Και το χειρότερο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση τηρεί έναντι των Χωρών αυτών μια στάση ανοχής, αποφεύγοντας να τους επιβάλει έστω και τις κυρώσεις εκείνες, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της αρμοδιότητας των οργάνων της.

β)   Συμπερασματικώς: Σε μια τόσο κρίσιμη εποχή και συγκυρία, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την μοναδική ευκαιρία ν’ αναδειχθεί όχι μόνον σ’ εγγυήτρια της υπόστασής της και της υπόστασης των Κρατών-Μελών της αλλά και σε υπολογίσιμη πλανητική δύναμη για την εμπέδωση, κατά την Ιστορία της και τον Πολιτισμό της, της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης παγκοσμίως, οι Θεσμοί της, με απτό «δείγμα γραφής» την ΚΕΠΠΑ, εξακολουθούν να τελούν σε μια κατάσταση πολιτικής «χειμέριας νάρκης». «Sic transit gloria Unionis Europaeae»!

Γ.  Οι συνέπειες της δυσοίωνης προοπτικής της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης για την Κυριαρχία και την Εδαφική Ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος υπό όρους πλήρους  σεβασμού του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Διεθνούς Δικαίου

Η επώδυνη διεθνής συγκυρία του βάρβαρου πολέμου εις βάρος του Λαού της Ουκρανίας και οι επιπτώσεις της στην περιοχή μας μου επιβάλλει το αυτονόητο χρέος να ολοκληρώσω την ανάλυσή μου εδώ, στην Μαρτυρική Κύπρο, με τις εξής ακροτελεύτιες σκέψεις που συνιστούν, ταυτοχρόνως, και Εθνικές μας δεσμεύσεις:

1. Ελλάδα και Κύπρος –σε πλήρη αντίθεση προς την Τουρκία– συμπαραστάθηκαν, συμπαρίστανται  και θα συνεχίσουν να συμπαρίστανται, ειλικρινώς και ποικιλοτρόπως ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δεινώς δοκιμαζόμενο Λαό της Ουκρανίας.  Αμέσως όμως μόλις τελειώσει ο αδιανόητος αυτός πόλεμος και ο υπαίτιος εισβολέας πληρώσει το βαρύ τίμημα του εγκλήματός του πρέπει να συναγάγουμε, τόσο σ’ επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σ’ επίπεδο Διεθνούς Κοινότητας, τ’ αναγκαία διδακτικά συμπεράσματα, και για τα αίτιά του και για τις επιπτώσεις του.  Υπ’ αυτό το πνεύμα και ως συνεπείς υπέρμαχοι  της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, Ελλάδα και Κύπρος –κατ’ ουσία δε ο Ελληνισμός, στο σύνολό του– πρέπει να καταδείξουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και στην Διεθνή Κοινότητα, πρωτίστως δε στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες τους διότι ανέχθηκαν και ανέχονται, για τόσες δεκαετίες, τις επιπτώσεις και τα τετελεσμένα της επίσης βάρβαρης τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Μαρτυρική Κύπρο.  Της πρώτης τέτοιας ωμής καταπάτησης της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας Κράτους-Μέλους της Διεθνούς Κοινότητας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μιας εισβολής που στοίχισε την ζωή χιλιάδων αθώων θυμάτων, πολλών από τα οποία η τύχη αγνοείται ακόμη και σήμερα.

2. Δυστυχώς, ως τώρα και μολονότι η Κυπριακή Δημοκρατία κλείνει σε λίγο δύο δεκαετίες ως πλήρες Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΚΕΠΠΑ ουδέποτε ενεργοποιήθηκε επαρκώς -και ιδίως υπό όρους που ανταποκρίνονται στην Αρχή της Αλληλεγγύης κυρίως τις διατάξεις του προμνημονευόμενου άρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ- υπέρ της Κύπρου και εις βάρος της Τουρκίας.  Οι μέσω της ΚΕΠΠΑ κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας για την ωμή παραβίαση του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας απουσιάζουν επιδεικτικώς, ενώ ουδέποτε η χώρα αυτή πιέσθηκε, ουσιαστικώς, για την υπό όρους Ευρωπαϊκού Δικαίου και Ευρωπαϊκής Νομιμότητας επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, δηλαδή υπό όρους ομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας όπως απαιτεί το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημανθεί μ’ έμφαση ότι, κατά τα προαναφερθέντα, λύση του Κυπριακού Ζητήματος νοείται μόνον υπό τις ακόλουθες επτά, κατ’ ελάχιστο, προϋποθέσεις:

α) Πρώτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει την πολιτειακή μορφή το πολύ Ομοσπονδιακού Κράτους, κατά τα Διεθνή και κυρίως κατά τα Ευρωπαϊκά αντίστοιχα πρότυπα.  Ουδεμία μορφή Συνομοσπονδίας, ευθεία ή συγκεκαλυμμένη, είναι ανεκτή.  Και τούτο πρωτίστως διότι πέραν του ότι μια τέτοια «λύση» είναι, εξ ορισμού, «θνησιγενής» και εξυπηρετεί μόνο τις βλέψεις και τα συμφέροντα της Τουρκίας με το να οδηγεί σε ουσιαστική πολιτειακή αποσύνθεση την Κυπριακή Δημοκρατία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον «πυρήνα» του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Κυρίως δε με τις διατάξεις της ΣΕΕ, ως προς την πολιτειακή μορφή και την κυριαρχία των Κρατών-Μελών της.  Πραγματικά, αποτελεί κοινό νομικό και πολιτικό «τόπο» ότι Συνομοσπονδιακό Κράτος δεν μπορεί να είναι Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δοθέντος ότι δεν δύναται, εκ φύσεως, ν’ ανταποκριθεί, μεταξύ άλλων, στις απαιτήσεις επαρκούς τήρησης του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

β) Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να στηρίζεται, καθ’ ολοκληρία, στις θεμελιώδεις αρχές της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως θεσμικής εγγύησης της Ελευθερίας in globo. Άρα ως θεσμικής εγγύησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι μόνο κατά το Εθνικό Δίκαιο αλλά και κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

γ) Τρίτον, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να έχει, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια Διεθνή Νομική Προσωπικότητα.

δ) Τέταρτον, στην Κυπριακή Δημοκρατία νοείται μία, και μόνον, Ιθαγένεια.

ε) Πέμπτον, η Κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας πρέπει να είναι πλήρης, μ’ εξίσου πλήρη σεβασμό όλων, ανεξαιρέτως, των διατάξεων του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Τούτο σημαίνει πληρότητα και της stricto sensu Κυριαρχίας της -π.χ. σε ό,τι αφορά την εδαφική της ακεραιότητα, τα σύνορά της, την αιγιαλίτιδα ζώνη της κ.λπ.- και της lato sensu Κυριαρχίας της, άρα την πλήρη άσκηση όλων, δίχως οιαδήποτε διάκριση, των Κυριαρχικών της Δικαιωμάτων, μ’ επίκεντρο τα Δικαιώματά της επί του συνόλου των Θαλάσσιων Ζωνών της κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Montego Bay του 1982), π.χ. επί της Υφαλοκρηπίδας της και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της. Ουδεμία δε επιρροή ασκεί επ’ αυτού το ότι η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει στην ως άνω Διεθνή Σύμβαση, αφού αυτή, κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν erga omnes.

στ) Έκτον -και κατά συνέπεια- επί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι επιτρεπτό να παραμένουν, κατ’ ουδένα τρόπο, στρατεύματα κατοχής ούτε να ισχύουν, επίσης κατ’ ουδένα τρόπο, εγγυήσεις τρίτων.  Και στις «εγγυήσεις» αυτές περιλαμβάνονται ενδεχόμενες «εγγυήσεις» και της Μεγάλης Βρετανίας, ιδίως αφότου συντελέσθηκε το Brexit.

ζ)  Και, έβδομον, τα προαναφερόμενα συνεπάγονται ότι από την Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει ν’ αποχωρήσουν, χωρίς προϋποθέσεις, οι «έποικοι», τους οποίους εγκατέστησε παρανόμως, σύμφωνα μάλιστα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Τουρκία και να επανέλθουν οι αναγκαστικώς αποχωρήσαντες από τις εστίες τους, λόγω της τουρκικής εισβολής, πρόσφυγες, ανακτώντας πλήρως όλα τα κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και κατά τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαιώματά τους.

3.  Όσο για την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ, η κατ’ αποτέλεσμα «ισότιμη» αντιμετώπιση Τουρκίας και Κύπρου -δηλαδή του «θύτη» με το «θύμα» της τουρκικής εισβολής και κατοχής- κατά την λογική της ανοχής των ατέρμονων και κενών περιεχομένου συζητήσεων μεταξύ των δύο μερών, δείχνει πόσο στις μέρες μας το Διεθνές Δίκαιο, με αποκλειστική ευθύνη της ίδιας της Διεθνούς Κοινότητας και του ΟΗΕ, συντίθεται όχι τόσο από leges perfectae, αλλά σε πολλές περιπτώσεις από leges minus quam perfectae ή και leges imperfectae.  Ελλάδα και Κύπρος, λοιπόν, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν αυτή την οιονεί «χειμέρια νάρκη» της ΚΕΠΠΑ και της Διεθνούς Νομιμότητας πρέπει να θέσουν, ως Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Διεθνούς Κοινότητας, προ των ευθυνών τους τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και εκείνους της Διεθνούς Κοινότητας επισημαίνοντας, χωρίς περιστροφές, υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, και τα εξής: Όπως όλοι στεκόμαστε σήμερα στο πλευρό της Ουκρανίας,  καταδικάζοντας απεριφράστως και εμπράκτως το πολεμικό έγκλημα της Ρωσίας, στην ίδια γραμμή υπεράσπισης της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας πρέπει να καταδικασθεί -με χρησιμοποίηση του veto αν χρειασθεί σε μελλοντικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ-  απεριφράστως και εμπράκτως και η συνεχιζόμενη εγκληματική τακτική της Τουρκίας εις βάρος της Μαρτυρικής Κύπρου.  Διότι η επιλεκτική εφαρμογή της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας οδηγεί, μοιραίως, στην ουσιαστική αναίρεσή τους.

Επίλογος

Συνοψίζοντας τα συμπεράσματα των αναλύσεων που προηγήθηκαν πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ιδίως στο πλαίσιο της σύγχρονης παγκόσμιας αναταραχής που απειλεί τον Άνθρωπο, την Ειρήνη και την Δημοκρατία είναι αδιανόητο για την Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίζει μια τέτοια «διολίσθηση» στην διεθνή σκηνή.  Είναι λοιπόν ανάγκη, «εδώ και τώρα», να ολοκληρώσει, με ταχύτατους ρυθμούς, το «ημιτελές» Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.

Α. Το οφείλει, πρωτίστως,  στους Ιδρυτές της.  Οι οποίοι οραματίσθηκαν –χωρίς  βεβαίως να αιθεροβατούν– μιαν Ενωμένη Ευρώπη προκειμένου να μην βιώσουμε ξανά τους εφιάλτες ενός Τρίτου, οπωσδήποτε μοιραίου για την Ανθρωπότητα, Παγκόσμιου Πολέμου. Το οφείλει, επίσης, στους Λαούς της και στον Πολιτισμό της. Τους οποίους πρέπει να υπερασπισθεί, στο ακέραιο, απέναντι στις «τραυματικές», γι’ αυτούς και για την Ευρωπαϊκή μας «ταυτότητα», προκλήσεις τρίτων, που πλήττουν στον πυρήνα της την Ευρωπαϊκή «αξιοπρέπεια» και «υπερηφάνεια».  Και στο σημείο αυτό δεν μπορώ, ως Έλληνας αλλά και ως Ευρωπαίος, να μην επισημάνω, για πολλοστή φορά και στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, την προαναφερόμενη ως τώρα άκρως παθητική στάση των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι των απαράδεκτων προκλήσεων της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας και, κυρίως, της Κύπρου, της οποίας ένα σημαντικό μέρος τελεί ακόμη και σήμερα υπό τουρκική κατοχή. Γεγονός απαράδεκτο και για την ουσία της κυριαρχίας Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την κυριαρχία αυτή κατοχυρώνει το ίδιο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ιδίως δε η ΣΕΕ. Το οφείλει, τέλος, και στην Ανθρωπότητα,  για χάρη της οποίας έχει χρέος να διαδραματίσει έναν πραγματικά «πλανητικό» ρόλο.  Ρόλο σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία και τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, με στόχο την υπεράσπιση του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της Δικαιοσύνης, κατ’ εξοχήν δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.

Β. Καταλήγω με μια έκκληση που θυμίζει, τηρουμένων φυσικά των ιστορικών και άλλων αναλογιών, την ανάγκη υπεράσπισης της «παρακμάζουσας Ευρώπης», παραπέμποντας και σε σκέψεις τις οποίες διατύπωσε  ο Raymond Aron στο περίφημο δοκίμιό του,  «Plaidoyer pour l’ Europe décadente» (έκδ. Robert Laffont, Παρίσι, 1977): Πρέπει ν’ αγωνισθούμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να υπερασπισθούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάνοντας πράξη την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.  Άρα, την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, κατά τους στόχους των Ιδρυτών της και κατά το γράμμα και το πνεύμα των Καταστατικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Και το χρέος αυτό αναλογεί όχι μόνο σ’ εκείνους, οι οποίοι ηγούνται είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε στα Κράτη-Μέλη.  Ανήκει σε όλους, ανεξαιρέτως, τους συνειδητοποιημένους Πολίτες της Ευρωπαϊκής  Ένωσης, οι οποίοι οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι, με βάση την Ιστορία της και την προοπτική της, είμαστε και Πολίτες του Κόσμου.  Κατά συνέπεια, η συντέλεση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι χρέος μας και έναντι της Ανθρωπότητας, προκειμένου να υπερασπισθούμε, σε παγκόσμια κλίμακα, τον Άνθρωπο, τον Ανθρωπισμό, την Δημοκρατία και την Δικαιοσύνη.  Σε τελική δε ανάλυση, προκειμένου να υπερασπισθούμε την Ιστορία μας και τον Πολιτισμό μας. Κάθε «εφησυχασμός» και, πολύ περισσότερο,  «συμβιβασμός» με την σημερινή, δυσοίωνη, κατάσταση και προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά  την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση είναι ανεπίτρεπτος.  Όλως αντιθέτως, ας ακολουθήσουμε  το «παράδειγμα» αντίστασης του Βerenger στον «Ρινόκερο» του Ionesco.  Και ας διδαχθούμε από την ρήση του Paul Bourget: «Πρέπει να μάθουμε να ζούμε όπως σκεπτόμαστε.  Διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, θα μάθουμε να σκεπτόμαστε όπως ζούμε».