Την παντελή έλλειψη του κρατικού μηχανισμού στην πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι καταγγέλλουν στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας οι μάρτυρες, ο ένας μετά τον άλλον.
Είναι εκείνοι που βίωσαν τη φρίκη και είδαν να καίγονται ή να πνίγονται μπροστά στα μάτια τους οι συγγενείς τους, οι φίλοι τους, άνθρωποι που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους. Η κ. Ελένη Παπαποστόλου, η οποία έχασε τον πατέρα της, ο οποίος ήταν παπάς, περιέγραψε τις προσπάθειες που έκαναν μαζί και με τη μητέρα τους για να επιβιώσουν.
«Προλάβαμε να φτάσουμε στη θάλασσα. Ποια θάλασσα; Εκεί γινόταν κόλαση. Έβαλα τον πατέρα μου μέσα στη θάλασσα, μέχρι το γόνατο. Του έριξα λίγο νερό στο κεφάλι. Εκεί ήμασταν όλοι. Ήταν συγγενείς μου που γλίτωσαν από το οικόπεδο του Φράγκου. Που άκουσαν τα ουρλιαχτά των ανθρώπων. Κατάφεραν και πήδηξαν από τους βράχους και σώθηκαν. Εκεί με τις άμορφες μάζες θα ήμασταν. Αγκαλιά θα ήμασταν κι εμείς. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων.
Δεν είχαμε σκοπό να κολυμπήσουμε, ούτε να φτάσουμε απέναντι στην Εύβοια. Ήξερα πολύ καλά τη θάλασσα. Πήγαμε να κάτσουμε σε ένα βράχο. Το νερό ήταν μέχρι τη μέση. Κάτσαμε όρθιοι να προστατευτούμε. Του ‘χα βάλει μια μασκούλα, να προστατεύεται από την πολύ κάπνα. Του είπα του πατέρα μου να ξαπλώσει και θα τον κρατούσα εγώ. Δεν πανικοβλήθηκε. Ούτε η μητέρα μου. Ήταν ψύχραιμοι. Λέγαμε θα ‘ρθουν να μας σώσουν. Φωνάζαμε “βοήθεια”. Τίποτα. Άρχισαν να ακούγονται οι εκρήξεις. Άρχισε η θάλασσα να αγριεύει. Ένα μαύρο πέπλο. Όλα σκοτείνιασαν. Μεγάλη θαλασσοταραχή. Παρά πολύς αέρας, παρά πολλά κύματα, παρά πολύς καπνός. Άρχισαν τα πράγματα να γίνονται πολύ δύσκολα. Η μαμά μου κρατούσε τον πατέρα μου από τη μέση κι εγώ από το κεφάλι. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, πολεμούσε κι αυτός. Άρχισα να βουλιάζω. Ήμασταν στο έλεος. Πώς δε χωριστήκαμε… Ήμουν σαν μηχανή, έβαλα τη λειτουργία επιβίωσης. Τον κρατήσαμε εκεί περίπου μια ώρα να παλεύουμε να τον κρατήσουμε έξω από το νερό. Δεν άντεξε, έκανε εμετούς. Σήκωσε τα χέρια, ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό, μας ευχαρίστησε και εξέπνευσε…».
Έχοντας αγκαλιά τον νεκρό πατέρα της, η κ. Παπαποστόλου κολυμπούσε δίνοντας ελπίδα στην μητέρα της ότι θα τα καταφέρουν.
«Δε θα άφηνα τον πατέρα μου, όσο κουρασμένη κι αν ήμουν. Λέω στη μαμά μου “κρατήσου, θα σε τραβάω εγώ”. Αυτή συνέχισε να κουνάει τα χέρια της, να κολυμπάει. Συνεχίσαμε, κόντρα, δε βλέπαμε τίποτα. Κόντρα – κόντρα στα κύματα όσο γίνεται. Μετά από λίγο είδαν έναν δίσκο πορτοκαλί, να η Δύση, πάμε προς τον ήλιο. Φώναζαν κι άλλοι, πάμε όλοι στον ήλιο. Δεν ακούσαμε κανέναν, κάποιο ελικόπτερο, κάτι, κάποιον. Κολυμπούσαμε. Ο πατέρας μου στη μέση, η μητέρα από την άλλη πλευρά. Άρχισε να καθαρίζει ο ουρανός, βλέπαμε τα αεροπλάνα, τα αεροπλάνα ήταν η πυξίδα μας. Μου έλεγε η μητέρα μου “παιδί μου άφησέ μας, εμένα με τον πατέρα σου” – “Όχι μαμά, αν σας αφήσω, θα πνιγώ”. Της έδωσα κουράγιο. Βλέπαμε τη Ραφήνα. Παναγία μου έλεγα, θα μας πατήσουν τα πλοία. Κάποια στιγμή βλέπουμε ένα φως να γυρίζει, το λιμενικό, κι ένα άλλο σκάφος. Φωνάζαμε, περιμένετε, να πάμε όλοι μαζί. Μας έδωσαν κουβέρτες. Αμέσως ο καπετάνιος ενημέρωσε το λιμενικό “έχουμε νεκρό”. Ένας Αιγύπτιος από το πλήρωμα έκανε και την προσευχή του, σεβάστηκε τον νεκρό. Φτάσαμε Ραφήνα. Απουσία, πλήρης απουσία. Δεν ήρθε ένας να παραλάβει τον νεκρό, να τον βάλει σε ένα σάκο. Φώναζε ο καπετάνιος, “πρέπει να φύγω, να μαζέψω και άλλους, κινδυνεύουν άνθρωποι”. Το κράτος πού ήταν; Μας είπαν ότι εμείς φταίμε. Ότι δεν ξέραμε να κολυμπήσουμε…» είπε σοκαρισμένη η μάρτυρας.
«Το σπίτι μου δεν ήταν αυθαίρετο χτισμένο στο ρέμα…»
Κλαίγοντας, ο Μιχαήλ Σκαραμαγκάς αναφέρθηκε στην απώλεια των γονέων του.
«Τι σημασία έχει πόσο χρονών είσαι… Σίγουρα η γυναίκα που έχασε τα παιδιά της, ο πυροσβέστης το μωρό του… δεν συγκρίνεται… Αλλά κι εγώ έχασα τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Ας ήταν και 100 χρονών. Τους άξιζε αυτός ο φρικτός θάνατος;» είπε με λυγμούς ο μάρτυρας.
«Έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν σε κανένα ρέμα, δεν ήταν αυθαίρετο, σε στενάκι. Οι γονείς μου ήταν δημότες εκεί. Εκεί μεγάλωσα. Δε φταίγανε. Μέχρι και το τελευταίο κεραμιδάκι είχε φωνάξει μηχανικό και το είχε δηλώσει για να είναι σωστός πολίτης. Βρήκα τον πατέρα μου να σκάβει το χώμα, να κάνει λαγούμι, να κρυφτεί. 200 μέτρα από τη Μαραθώνος ήταν το σπίτι μας. Δυο ημέρες μετά τους βρήκανε με τη μητέρα μου… Όταν πήγα στο σπίτι να τους βρω, είδα μια άλλη γυναίκα να καίγεται. Έπαθα σοκ. Είδα μετά τη γυναίκα να την έχουν σκεπάσει με τα σεντόνια. Έμαθα ότι τους σβήνανε με πυροσβεστήρα και όταν τους ανασύρανε μετά, έμεναν κόκκαλα» ανέφερε ο μάρτυρας.
«Τους άφησαν να καούν σαν τα ποντίκια»
Η Ιλόνα Σαρίεβα, η οποία έχασε και εκείνη την 56χρονη μητέρα της στο Μάτι, κατέθεσε: «Είχε πάει στο Κόκκινο λιμανάκι για μπάνιο. Δεν έμενε εκεί. Μια φίλη της είχε εξοχικό εκεί. Πήρε το αμάξι για να φύγει, αλλά δεν μπόρεσε. Το άφησε. Πήγε προς τη θάλασσα. Μια γειτόνισσα μου είπε ότι “μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια”» είπε η μάρτυρας.
Λίγο αργότερα στο βήμα κατέθεσε και η Κασσιανή Πολίτου, η οποία έχασε και εκείνη τη μητέρα της στις φλόγες, καταγγέλλοντας την ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού.
«Έχουμε σπίτι στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, οι γονείς μου ήταν εκείνη την ημέρα εκεί. Εγώ ήμουν στη δουλειά μου. Πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά και σειρήνες. Υπήρχε το αίσθημα της εμπιστοσύνης ότι κάποιος είναι εκεί. Εκείνη την ημέρα αυτό δεν υπήρξε. Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους. Γύρω στις 4:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, η μητέρα μου δε πρόλαβε. Ο πατέρας μου, 87 ετών, μπήκε στο αμάξι κι αυτό καιγόταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είχε κάποιο πυροσβέστη. Έμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα» είπε η μάρτυρας.
Μάλιστα, ένας εκ των κατηγορουμένων τής είπε: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω» και εκείνη του απάντησε: «Δεν θέλω να το συζητήσω».
naftemporiki.gr