Skip to main content

Πόσους φοιτητές μπορεί να εκπαιδεύσει κάθε τμήμα;

Κάθε χρόνο τα Πανεπιστήμια προτείνουν ένα αριθμό εισακτέων, που τα ίδια πιστεύουν ότι είναι ο σωστός αριθμός φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν και το Υπουργείο Παιδείας αυξάνει αυτό τον αριθμό κατά πολύ.

Ο αριθμός των εισακτέων στα ΑΕΙ, που καθορίζεται κάθε χρόνο από το Υπουργείο Παιδείας, είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα διότι καθορίζει τι θα σπουδάζουν τα παιδιά μας και πού. Ιδρύοντας τμήματα και αυξάνοντας τους εισακτέους στις σχολές πληροφορικής, για παράδειγμα, δίνει, το Υπουργείο Παιδείας, ώθηση προς τη δημιουργία περισσότερων αποφοίτων πληροφορικής, για παράδειγμα. Από την άλλη μειώνοντας τις θέσεις στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αυξάνει το κόστος σπουδών σε πολλές οικογένειες, που θα αναγκαστούν να σπουδάσουν τα παιδιά τους σε άλλη πόλη.

Η απόφαση για τον αριθμό των εισακτέων αποτελεί ένα προϊόν συμβιβασμού, ανάμεσα στους υποψηφίους και τις οικογένειές τους, που ζητούν όλο και περισσότερες θέσεις και τους πανεπιστημιακούς μας δασκάλους, που διαμαρτύρονται ότι δεν έχουν που να βάλουν τους φοιτητές τους. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα του φοιτητή της Νομικής Θεσσαλονίκης που έπεσε από το παράθυρο ενώ καθόταν στο περβάζι, διότι δεν υπήρχε θέση γι’ αυτόν.

Το Υπουργείο Παιδείας προσπαθεί, διαχρονικά, να ισορροπήσει ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο αντίθετα πράγματα δημιουργώντας ένα ελληνικό παράδοξο: Δεν γνωρίζουμε πόσους φοιτητές μπορεί να εκπαιδεύσει κάθε τμήμα των ΑΕΙ. Στο διάγραμμα βλέπουμε τον αριθμό των εισακτέων στη τμήμα Μαθηματικών Αθήνας τα τελευταία 25 χρόνια, ως παράδειγμα. Ο αριθμός των εισακτέων κυμαίνεται από 200 (τα δύο τελευταία χρόνια) μέχρι 360 το 2000. Ανάμεσα σ’ αυτές τις τιμές είχαμε όλες τις τιμές ανάλογα με τη χρονιά. Άλλη χρονιά είχαμε 225, άλλη 250, άλλη 300, άλλη 330. Το ερώτημα είναι τελικά πόσους φοιτητές μπορεί να εκπαιδεύσει αυτό το τμήμα;

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο αριθμός των εισακτέων δεν απεικονίζει τον πραγματικό αριθμό των φοιτητών που θα εισαχθούν στο τμήμα, καθώς από τον αριθμό των εισακτέων καθορίζεται ο αριθμός των φοιτητών που θα εισαχθούν καθ’ υπέρβαση, όπως είναι οι αθλητές, οι υποψήφιοι με σοβαρές παθήσεις, οι Έλληνες του Εξωτερικού, οι υποψήφιοι από τα εσπερινά Λύκεια, οι υποψήφιοι της Μουσουλμανικής μειονότητας, οι αλλοδαποί υποψήφιοι, οι υποψήφιοι των κατατακτηρίων εξετάσεων και οι φοιτητές που παίρνουν μετεγγραφή. Αποτελεί, δηλαδή, ο αριθμός των εισακτέων μία βάση υπολογισμού του αριθμού των φοιτητών που θα εισαχθούν τελικά στο τμήμα. Τα τελευταία δύο χρόνια με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) το πράγμα έγινε ακόμη πιο πολύπλοκο, καθώς έχουμε προσφερόμενες θέσεις που μένουν κενές. Το 2022 έμειναν 30 κενές θέσεις, ενώ το 2021 δεν έμεινε καμία κενή θέση στο τμήμα που χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα.

Από τον αριθμό των εισακτέων το 90% των θέσεων κατανέμεται στους υποψηφίους που εξετάζονται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις κάθε χρόνο και το 10% των θέσεων στους υποψηφίους των δύο προηγούμενων ετών, που δεν εξετάζονται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, απλά υποβάλλουν Μηχανογραφικό. Στο τμήμα των Μαθηματικών Αθήνας δεν εισάγονται υποψήφιοι από τα ΕΠΑΛ. Στα τμήματα που εισάγονται υποψήφιοι από ΕΠΑΛ τους δίνεται το 5% ή το 10% των θέσεων (ανάλογα με το τμήμα) και το ανάλογο ποσοστό για όσους καταθέτουν μόνο Μηχανογραφικό Δελτίο. Συνολικά ο αριθμός των εισακτέων που ανακοινώνει κάθε χρόνο το Υπουργείο Παιδείας κατανέμεται σε 9 συνολικά κατηγορίες. Αν προσθέσουμε και τον αριθμό των κατηγοριών όσων εισάγονται καθ’ υπέρβαση έχουμε το… χάος.

Όλη αυτή η διαδικασία μας δίνει, τελικά, έναν αριθμό φοιτητών στο τμήμα που πολύ μικρή σχέση έχει με τον αρχικό αριθμό των εισακτέων που όρισε το Υπουργείο Παιδείας. Ο αριθμός των πρωτοετών φοιτητών στο τμήμα ήταν, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΛ.ΣΤΑΤ., 354 το 2019, όταν ο αριθμός των εισακτέων ήταν 247 και 311 το 2018, όταν ο αριθμός των εισακτέων ήταν 239. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα χάος, που δημιουργείται από τις πολλές κατηγορίες εισακτέων και τις μετεγγραφές.

Είναι προφανές ότι κάθε τμήμα έχει ένα συγκεκριμένο αριθμό φοιτητών που μπορεί να εκπαιδεύσει, σύμφωνα με τις κτιριακές τους υποδομές, τα εργαστήρια που διαθέτει και τον αριθμό των διδασκόντων. Δεν είναι λογικό ένα τμήμα να έχει αριθμό εισακτέων από 200 έως 360. Με ποια κριτήρια αποφασίζεται πόσοι φοιτητές μπορούν να σπουδάσουν σ’ ένα τμήμα; Κάθε χρόνο τα Πανεπιστήμια προτείνουν ένα αριθμό εισακτέων, που τα ίδια πιστεύουν ότι είναι ο σωστός αριθμός φοιτητών που μπορούν να εκπαιδεύσουν και το Υπουργείο Παιδείας αυξάνει αυτό τον αριθμό κατά πολύ. Έτσι δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό αριθμό των φοιτητών που μπορεί να εκπαιδεύσει το τμήμα, αφού ο αριθμός των εισακτέων διαφέρει από χρονιά σε χρονιά και ο αριθμός των φοιτητών που προτείνει το κάθε τμήμα είναι διαφορετικό από τον αριθμό των εισακτέων και ίσως είναι επίτηδες μικρός, αφού το τμήμα ξέρει ότι θα αυξηθεί κατά πολύ. Μπορεί δηλαδή τα τμήματα να προτείνουν μικρότερο αριθμό εισακτέων, ώστε με την αύξηση του Υπουργείου Παιδείας να διατηρηθεί ο τελικός βαθμός των φοιτητών σε λογικά επίπεδα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, βέβαια, αν ισχύει κάτι τέτοιο.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Πρέπει η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), σε συνεργασία με το τμήμα, να δει πόσους φοιτητές μπορεί να εκπαιδεύσει αξιοπρεπώς κάθε τμήμα και αυτός ο αριθμός φοιτητών να αποτελεί το μέγιστο αριθμό φοιτητών που μπορεί να δεχθεί από όλες τις κατηγορίες υποψηφίων, ακόμη και από τους καθ’ υπέρβαση εισαγόμενους (που δεν θα είναι καθ’ υπέρβαση, φυσικά). Αυτός ο αριθμός δεν θα αλλάζει κάθε χρόνο˙ θα αλλάζει μόνο αν αλλάζει κάποια από τις συνθήκες που τον καθόρισαν (υποδομές και αριθμός διδασκόντων).

Πρέπει ακόμη να γίνει απλοποίηση των κατηγοριών των υποψηφίων. Η κατηγορία του 10% αφορά στους υποψηφίους που καταθέτουν μόνο μηχανογραφικό δελτίο. Το δικαίωμα αυτό έχουν για δύο χρόνια μετά την τελευταία τους εξέταση στις Πανελλαδικές. Χωρίζονται σε δύο υποκατηγορίες: της προηγούμενης και της προπροηγούμενης χρονιά. Σκοπός της κατηγορίας αυτής των υποψηφίων είναι να εξασφαλιστεί κάποιου είδους οριζόντια μετακίνηση, που, δυστυχώς, δεν είναι εφικτή με άλλον τρόπο. Πολλοί υποψήφιοι καταθέτουν μηχανογραφικό σε αυτή την κατηγορία και τελικά δεν πηγαίνουν στη σχολή της επιτυχίας τους. Θα μπορούσε πολύ απλά να οριστεί ότι για δύο χρόνια οι υποψήφιοι έχουν το δικαίωμα να μετακινηθούν σε όποια άλλη σχολή επιθυμούν εφόσον έπιαναν τη βάση της σχολής τη χρονιά που έδιναν εξετάσεις. Διαφορετικά να δώσουν ξανά Πανελλαδικές. Έτσι θα εξασφαλίζαμε ότι όσοι πραγματικά θέλουν να αλλάξουν σχολή θα άλλαζαν σχολή, αν είχαν τα μόρια να εισαχθούν σ’ αυτή τη χρονιά που εξετάστηκαν. Ούτε να περιμένουν αν θα ανέβουν οι βάσεις του 10%, ούτε να έχουν διλήμματα να δώσουν ξανά εξετάσεις ή να πάνε με την κατηγορία του 10%. Θα είχαμε δύο κατηγορίες υποψηφίων λιγότερες και θέσεις φοίτησης που θα ήταν πραγματικές.

Το ζητούμενο είναι να έχουμε συγκεκριμένο αριθμό θέσεων, που ανταποκρίνεται στις δυνατότητες του τμήματος και οι θέσεις αυτές να μη μένουν κενές. Διότι με την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής είχαμε φέτος 30 κενές θέσεις στο τμήμα Μαθηματικών Αθήνας. Δεν γνωρίζουμε, όμως, αν οι θέσεις αυτές ήταν πραγματικές ή όχι. Αν ήταν πραγματικές τότε το Υπουργείο Παιδείας κάνει κακή διαχείριση των πόρων των ΑΕΙ, αφήνοντας τμήματα να υπολειτουργούν. Αν δεν ήταν πραγματικές τότε οι λιγότεροι φοιτητές συμβάλλουν στην ομαλότερη λειτουργία του τμήματος. Φυσικά στα τμήματα της περιφέρειας, όπου έχουμε εκατοντάδες κενές θέσεις και λίγους φοιτητές, υπάρχει κατασπατάληση πόρων, χωρίς αμφιβολία.

Το πρώτο βήμα για τη σωστή διαχείριση των πόρων των ΑΕΙ είναι να μάθουμε πόσους πραγματικά φοιτητές μπορεί να εκπαιδεύει το κάθε τμήμα, με βάση τις προδιαγραφές που θα συμφωνηθούν (αριθμός φοιτητών ανά διδάσκοντα, αίθουσες και εργαστήρια). Στην Ελλάδα του 2023 αυτό δεν έχει γίνει ακόμη…