Skip to main content

Δίκη Μάτι: «Έθαψα την ψυχή μου στη θάλασσα για να σωθεί το άλλο μου παιδί»

Ο 25χρονος Βίκτωρας Μίχας, που έχασε τη ζωή του στη θάλασσα στο Μάτι και η μητέρα του Αθηνά Μουτάφη, που σώθηκε μαζί με την κόρη της. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ

«Τον χειρότερο εφιάλτη που φαντάζεστε εσείς οι γονείς, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου… Ή θα πήγαινα μαζί του, ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω τη Βάσια»

Γροθιά στο στομάχι είναι οι καταθέσεις συγγενών θυμάτων και αυτοπτών μαρτύρων της πυρκαγιάς της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι.

Με λυγμούς, μάρτυρες καταγγέλλουν την παντελή έλλειψη του κρατικού μηχανισμού και περιγράφουν τις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκαναν για να σωθούν από τη φονική πυρκαγιά.

Η κ. Αθηνά Μουτάφη, μητέρα ενός  23χρονου, τον οποίο είδε να πνίγεται μπροστά στα μάτια της, κάλεσε τους δικαστές να μη φανούν κατώτεροι των περιστάσεων, όπως οι αρμόδιοι τη μοιραία ημέρα της φονικής πυρκαγιάς, και συγκλόνισε περιγράφοντας πώς αποφάσισε να αφήσει τον νεκρό γιο της στη θάλασσα για να σώσει την κόρη της.

«Μέχρι να μπούμε στη θάλασσα λες και ανοίξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε στην κόλαση… Κάποια στιγμή ο Βίκτωρας μου έλεγε δεν αισθάνεται καλά και πως θα πεθάνει. Μου έλεγε “δεν θα αντέξω”. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω. Εκείνη την ώρα δεν βλέπαμε ούτε στεριά ούτε τίποτα. Μας κουκούλωναν τα κύματα. Λες και μας είχες ρίξει στην άβυσσο. Μέλημά μου ήταν να μη χαθούμε».

«Πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ»

Η μάρτυρας ανέφερε ότι μαζί με τα παιδιά της και μία φίλη της μπήκαν στη θάλασσα για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τις πύρινες γλώσσες. «Μετά από δυο ώρες, η φίλη μου Αιμιλία την οποία κρατούσα, μου έκανε ένα νεύμα λέγοντάς μου “πες στα παιδιά μου ότι τα αγαπάω πολύ” και με έσπρωξε… Ο Βίκτωρας τα έβλεπε όλα αυτά και επιβάρυναν την κατάστασή του. Κάποια στιγμή η Αιμιλία εγκατέλειψε. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Ήθελα να τη βάλω έξω να τη δουν τα παιδιά της γιατί ήμουν σίγουρη ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Γι’ αυτό και δεν την άφηνα… Μετά από δύο τρία μεγάλα κύματα, φώναζα τον Βίκτωρα. Τον είδα  να επιπλέει μπρούμυτα. Τον γύρισα ανάσκελα και του μιλούσα και δεν απαντούσε. Ήταν μαύρος παντού. Ο χειρότερος εφιάλτης που φαντάζεστε εσείς οι γονείς, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου… Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω τη Βάσια» είπε καταρρακωμένη η μάρτυρας, που έχει στείλει και επιστολή στον πρωθυπουργό.

Τελικά, όπως είπε, επέλεξε με όση ψυχική δύναμη είχε να τον αφήσει.

«Δεν ξέρω πώς το έκανα μη με ρωτάτε» είπε στους δικαστές. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο. Αποφάσισα να πάρω τη Βάσια και να φύγουμε. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω εκείνες τις στιγμές… Ήθελα να ουρλιάξω… Ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα, να πάω να τον φέρω πίσω.  Έβγαλα το εσώρουχό μου και δέσαμε τους καρπούς μας με την κόρη μου για να μη χαθούμε. Μας πήγαιναν τα κύματα όπου ήθελαν. Στις τρεις ώρες μέσα στη θάλασσα έφυγε το παιδί μου…».

Η μάρτυρας είπε πως ενώ βρίσκονταν μεσοπέλαγα, ένας κύριος έδιωξε από δίπλα τους το πτώμα μιας γυναίκας για να μην φοβηθούν. «Δεν ήξερε ότι εγώ είχα αφήσει δύο αγαπημένα μου πρόσωπα στη θάλασσα και είχα θάψει την ψυχή μου εκεί. Μου ήταν εντελώς αδιάφορο ότι θα με έσωζαν. Όταν ήρθε το ψαροκάικο, είχα το αίσθημα ασφάλειας για το παιδί μου, αλλά εγώ δεν είχα κανένα συναίσθημα χαράς.

Αυτή είναι η ιστορία μου… Άκουγα, μετά τι είχε γίνει όσο ήμουν στη θάλασσα και έμαθα για την εκκένωση στην Κινέττα. Και μετά άρχισαν τα “γιατί” να γεμίζουν το μυαλό μου… Όλοι αυτοί οι υπεύθυνοι που έπρεπε να κάνουν το καθήκον τους δεν έκαναν τίποτα, ούτε καν προσπάθησαν… Όλα αυτά που άκουγα δεν μπορούσαν να με αφήσουν ανεπηρέαστη. Ακούστηκαν αφύσικα πράγματα από τους αρχηγούς αστυνομίας, πυροσβεστικής, λιμεναρχείου οι οποίοι εκείνη τη μέρα φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Μη φανείτε και εσείς κατώτεροι των περιστάσεων» είπε κλείνοντας την κατάθεσή της η μάρτυρας στους δικαστές.

Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του, θα είχαμε σωθεί

Νωρίτερα, με λυγμούς κατέθεσε η αδελφή του θύματος.

«Αν είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε δύο τρία λεπτά, η φωτιά θα μας είχε προλάβει και θα είχαμε καεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει… Να χτυπήσει μια καμπάνα… Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον, θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά… Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε, τρέχοντας μπήκαμε στο νερό. Δεν μπορούσα να δεχτώ ότι θα αφήναμε τον Βίκτωρα. Μετά, είχαμε μόνο η μία την άλλη και κοιτούσαμε τον ουρανό περιμένοντας κάποιος να μας πετάξει ένα σωσίβιο» ανέφερε κλαίγοντας η μάρτυρας, η οποία εκείνη την ώρα ρωτούσα τη μητέρα της αν θα πεθάνουν κι εκείνες.

«Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση. Γυρνάω και λέω στη μαμά μου: “Θα πεθάνουμε και εμείς;” Δεν μου απαντούσε… Το πρόσωπό της ήταν μαύρο… Ήξερα πως αν έφευγε η μάνα μου, θα έφευγα και εγώ… Δεν θα τα κατάφερνα» κατέθεσε και πρόσθεσε ότι τις επόμενες ημέρες περίμεναν για να τις ενημερώσουν για το πτώμα του αδελφού της, ενώ ξέσπασε για την παντελή έλλειψη του κρατικού μηχανισμού, όπως είπε, εκείνες τις ώρες.

INTIME NEWS

«Είμαστε μισή ώρα μακριά από τη Βουλή, είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα εμείς; Πού είναι το κράτος; Δεν ντρεπόμαστε λίγο; Ντροπή μας αυτά που γίνονται. Κάθε καλοκαίρι εγώ φοβάμαι πλέον για τη ζωή μου. Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτή τη χώρα, γιατί ξέρω ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει… Πού ήταν οι αρμόδιοι; Πού βρίσκονταν; Αν συνέβαινε ένας πόλεμος, σε όλους εσάς μιλάω, τι θα γινόταν… Το κράτος μας έχει πέσει σαν τραπουλόχαρτο ένα προς ένα. Αυτά που συνέβησαν είναι εγκληματικά. Έχετε ακούσει όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που πνίγηκαν, κάηκαν ζωντανοί ουρλιάζοντας και όλα αυτά γιατί κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του, θα είχαν σωθεί οι περισσότεροι».

«Αναγνώρισα τη μητέρα μου από το δαχτυλίδι»

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος, ο οποίος στο Μάτι έχασε την ηλικιωμένη μητέρα του. Ο μάρτυρας περιέγραψε την προσπάθειά του να εντοπίσει μέσα στην καταστροφή τη μητέρα του, την οποία τελικά αναγνώρισε από το δαχτυλίδι που φορούσε. «Εκείνο το βράδυ έχασα επτά κιλά υγρά, κάηκαν τα παπούτσια μου και ήμουν με τις κάλτσες. Ψάχνοντας τους σάκους, είδα ένα δαχτυλίδι στο χέρι. Το έβγαλα φωτογραφία και το έστειλα στη γυναίκα μου. Μόλις εκείνη είδε το δαχτυλίδι, είδε ότι ήταν οι βέρες του παππού μου και του πατέρα μου που τα είχε ενώσει και της το είχε κάνει δώρο. Μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια κάνω μια δίκη. Τολμώ να σας πω ότι σήμερα τέσσερα χρόνια μετά, ευχαριστώ τον Θεό που η μάνα μου έφυγε έτσι, γιατί οι φίλες της που σώθηκαν βασανίζονται και θα βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν χωρίς να μπορούν να έρθουν να σας πουν όσα βίωσαν… Υπήρξε κρατική αμέλεια, το κράτος δεν έκανε καλά τη δουλειά του και γι’ αυτό το κατηγορώ… Η ευθύνη δεν τελειώνει στην αμέλεια… Η μάνα μου, αν μπορούσε να φύγει, θα είχε σωθεί. Ποιος είπε σε ποιους να οδηγήσουν όλα τα αυτοκίνητα στο Μάτι; Οφείλω να τα καταθέσω όλα αυτά για τη μνήμη της μητέρας μου» είπε ο μάρτυρας.

naftemporiki.gr