Με λευκά τριαντάφυλλα μπήκαν στη δικαστική αίθουσα συγγενείς ενός βρέφους 6 μηνών, το οποίο κάηκε στην πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, όπου έχασε τη ζωή της και η μητέρα του.
Ο πατέρας του μωρού, Ανδρέας Δημητρίου, πυροσβέστης ο ίδιος, συγκλόνισε με την κατάθεσή του το ακροατήριο.
«Μου ήρθε μήνυμα από την υπηρεσία μου για να πάω στη φωτιά στην Κινέττα. Γύρω στις 7 προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τη γυναίκα μου. Βρισκόταν σε πανικό. Πίστευα ότι είχαν βρει ασφαλές καταφύγιο στην παραλία με το παιδί. Δέχομαι κλήση από τον πεθερό μου να είμαι προετοιμασμένος ότι τα πράγματα δεν είναι καλά. Έφτασα και είδα τον μικρό σε έναν άγνωστο που προσπαθούσε να δώσει πρώτες βοήθειες. Η σύζυγός μου βρισκόταν καθισμένη στην παραλία. Ήταν με τα μάτια κλειστά. Εκείνη τη στιγμή την πήρα αγκαλιά. Εντόπισα ένα πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να πάρουν τον μικρό μαζί με τον κύριο που έκανε προσπάθειες ανάνηψης».
Φτάνοντας στο Παίδων, από το ύφος των γιατρών κατάλαβε πως το παιδάκι του δεν τα είχε καταφέρει. «Μου είπαν ότι δεν κατέστη δυνατόν να τον συνεφέρουν. Εκεί του είπα το τελευταίο αντίο. Μετά έπρεπε να πάω στη Μαργαρίτα, που δεν ήξερα ότι ήταν τόσο σοβαρά. Φτάνοντας στο νοσοκομείο, διαπιστώνω ότι έχει διασωληνωθεί και είναι σοβαρά. Ζορίστηκα να την αναγνωρίσω. Όλο της το πρόσωπο ήταν με εγκαύματα. Σαν να βλέπω άλλον άνθρωπο. Την έβλεπα πέντε λεπτά την ημέρα μέχρι να φύγει…» είπε ο Ανδρέας Δημητρίου.
«Ακούγαμε αμάξια να “σκάνε”»
Μόνοι τους πάλευαν με την πύρινη λαίλαπα, όπως καταθέτουν πυρόπληκτοι, οι οποίοι περιγράφουν τις στιγμές φρίκης που έζησαν.
«Γύρω στις 17:30 ο ουρανός σκοτείνιαζε και άρχισαν να φτάνουν αποκαΐδια. Ήμουν σίγουρη ότι δεν έρχεται σε εμάς η φωτιά, γιατί κανείς δεν μας είχε ειδοποιήσει. Περίπου στις 18:10 ήρθε η φίλη μου με αυτοκίνητο για να φύγουμε. Στα 200 μέτρα είχαν μποτιλιαριστεί όλα τα αυτοκίνητα. Εκεί έγινε χαμός. Ερχόντουσαν αμάξια από όλες τις κατευθύνσεις. Τρέξαμε στη θάλασσα. Το θερμικό κύμα εκείνη την ώρα με έκανε νιώθω πως θα πεθάνω 40 μέτρα από τη θάλασσα. Μπήκαμε στη θάλασσα. Γινόταν πόλεμος. Ακούγαμε αμάξια να σκάνε. Εκρήξεις. Το μαγαζί στην Αργυρά Ακτή να έχει εκρήξεις, να πέφτουν στην θάλασσα ξύλα, τέντες μέσα στη θάλασσα κι εμείς να πηγαινοερχόμαστε να μη καούμε. Βγήκαμε νεκροί – ζωντανοί. Βγάλαμε τις μπλούζες και τις κάναμε μάσκα. Τα ουρλιαχτά από τους καμένους ανθρώπους δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Παιδάκια ούρλιαζαν, σκυλιά έκλαιγαν» είπε η κ. Δήμητρα Γουναρίδη.
Η μάρτυρας περιέγραψε φρικιαστικές εικόνες στις 6 ώρες που έμεινε στη θάλασσα. «Δίπλα μου ήταν η Μαργαρίτα με το μωράκι της το νεογέννητο. Καμένη εκείνη, καμένο και το μωρό. Το θήλαζε για να το έχει στη ζωή. Μια γυναίκα δεν είχε αντοχές να βγει από τη θάλασσα. Πήγαμε να τη βοηθήσουμε και μας έμειναν στα χέρια οι σάρκες της» ανέφερε και ολοκλήρωσε την κατάθεσή της λέγοντας πως ακόμα και όταν έφτασε στο λιμάνι, κατέγραψαν το όνομά της πάνω σε μια εφημερίδα και δεν υπήρχε καμία οργάνωση, ούτε μια κουβέρτα να δώσουν στα θύματα της τραγωδίας.
«Η κόρη μου κάηκε στα 140 βήματα από τη θάλασσα»
Στην παντελή έλλειψη ενημέρωσης και συντονισμού αναφέρθηκε και ο Άγγελος Σιαπκαράς, ο οποίος έχασε την κόρη του. «Εκείνη την μέρα η κόρη μου ξύπνησε τον γαμπρό μου από τους καπνούς, ο οποίος πήρε το παιδί του κι έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε… Εκατόν σαράντα βήματα δικά μου ήταν η θάλασσα και μέχρι να φύγουν από το σπίτι, είχε πάρει φωτιά. Δεν μπορώ να διανοηθω πώς έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς ως όφειλε, θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι. Το παιδί αναπολεί τη μαμά του. «Θα ήθελα να μην είχε πεθάνει» έγραψε σε μια εργασία του στο σχολείο. Τώρα στις γιορτές μου είπε “παππού να πάμε να πούμε τα κάλαντα στη μαμά και πήγαμε πάνω από τον τάφο της να πούμε τα κάλαντα. Ξυπνάμε και κοιμόμαστε με αυτό…».
Μαύρες σημαίες
Συγγενείς θυμάτων και πυρόπληκτοι έχουν κρεμάσει στα κάγκελα του εφετείου μαύρες σημαίες.
naftemporiki.gr