Στην παλιά Αθήνα, εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, η Αθήνα των εκατό χιλιάδων κατοίκων ντυνόταν τα γιορτινά της τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Με το σούρουπο οι φανοκόροι άναβαν διαδοχικά τα μπρούτζινα φανάρια του γκαζιού που σκορπούσαν το ασημοπράσινο διακριτικό τους φως, στίλβουσες βικτώριες και καλλίγραμμα εβένινα λαντώ, κοινώς σούστες, μετέφεραν την υψηλή αθηναϊκή κοινωνία στα πάμφωτα Ανάκτορα, για τους καθιερωμένους χορούς του παλατιού.
Εκεί στα μαρμάρινα σκαλοπάτια των επιβλητικών Ανακτόρων που έχτισε επί ΄Οθωνος το 1840 ο αρχιτέκτονας Γκαίρτνερ, έβλεπε κανείς να ανεβαίνουν ωραίες κυρίες, με πανάκριβα βιζόν, βαρύτιμα γούνινα παλτά και σπαθάτους μουστακαλήδες με φράκα και σμόκιν. Πρωθυπουργός, υπουργοί, πρεσβευτές ξένων χωρών, ανώτατοι αξιωματικοί μέλη της αριστοκρατίας, όλοι καλοντυμένοι με παράσημα, λειριά και χρυσά κουμπιά, πήγαιναν να δώσουν το παρόν στον καθιερωμένο χορό…
Αλλά και οι κυρίες ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, με προκλητικούς εσθήτες και ανοικτούς ώμους χόρευαν ευτυχισμένες στον δικό τους παράδεισο… Παρών ο ανοιχτόκαρδος και θυμόσοφος βασιλιάς Γεώργιος Α΄ με την εκπάγλου καλλονής βασίλισσα ΄Ολγα και τους πρίγκιπες.
Τα χαλούσε κάπως το φοβερό κρύο με τον παγωμένο αέρα, όπως μας το παρουσιάζει ο Σουρής: «Κι έκανε διαβολόκρυο κι έμπαζε κι εκείνη η πόρτα…».
Η φιλαρμονική της Φρουράς, μετά τον εθνικό ύμνο, αρχίζει τους ρυθμούς, το κέφι ξεκινά με φιγούρες πόλκες, μαζούρκες, βιεννέζικα βάλς, στροβιλιστούς και ανάλαφρους χορούς… Και ο Σουρής περιγράφει: «Παιρνοδίνουν οι καντρίλιες σε τε ντάμ και κρουαζέ, ψάχνω και για τον Ρωμάνο, μα κυττάζω τον Σκουζέ…». Παρών και ο Θοδωράκης ο κορδονάρχης (έτσι αποκαλούσαν τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη, γιατί το κόμμα του είχε ως έμβλημα το κορδόνι), που πάντα προφασίζεται ότι πονά το γόνατό του για ν’ αποφύγει τον χορό, αφού δεν ξέρει να χορεύει…
Μέσα στους πολλούς καλεσμένους, περιφέρεται κι ένας κάπως καλοντυμένος κύριος, ο οποίος τρύπωσε στο παλάτι και καλοπερνούσε κάθε φορά που πλησίαζε τα τραπέζια με τα πλούσια εδέσματα. Αυτή του η αδυναμία, τον πρόδωσε. Απαίδευτος καθώς ήταν και μη γνωρίζων το σαβουάρ βίβρ, άρπαξε, αντί με το πιρούνι, με το χέρι ένα έδεσμα και σηκώνοντας το κεφάλι του, το καταβρόχθισε!
Η μη αρμόζουσα σε άνθρωπο των σαλονιών τέτοια χειρονομία τράβηξε την προσοχή του υπουργού των εξωτερικών, του βαρόνου Σκουζέ. Με τρόπο πρόσεξε ότι ο… νηστικός καλεσμένος ήταν ο μπογιατζής που είχε καλέσει, λίγες μέρες πριν, για να βάψει το σπίτι του εν όψει των εορτών.
«Σπύρο;» φώναξε τον μπογιατζή για να βεβαιωθεί. Εκείνος γύρισε, τον αναγνώρισε και του είπε μάλιστα με θράσος «τι χαμπέρια υπουργέ μου! Τι κάνει η κυρά!» Η φράση αυτή μπροστά σε άλλους πρόσβαλε και εκνεύρισε τον Σκουζέ. Έβαλε το μονόκλ, έσπευσε, βρήκε τον αστυνομικό διευθυντή Μπαϊρακτάρη και του ανέφερε την παρουσία του μπογιατζή.
«Ζητείστε του κ. διευθυντά αν έχει πρόσκληση». Ο Μπαϊρακτάρης έπιασε τον παρείσακτο μπογιατζή από το μπράτσο και χωρίς να καταλάβει κανείς το παραμικρό, τον οδήγησε στην έξοδο. Το πώς μπήκε στο παλάτι, το ερευνούσε ο Μπαϊρακτάρης. Όταν, όμως, το περιστατικό έφτασε στ’ αυτιά του Σουρή που παρίστατο στη δεξίωση, το παρουσίασε, την επομένη εμμέτρως, στην εφημερίδα του τον «Ρωμιό»: « …αλλ’ ο βαρόνος ο Σκουζές, με πάσαν προθυμίαν προτού κανένας μυρουδιά τον μπογιατζή να πάρει, κρυφίως τον εξέδωσε προς την αστυνομίαν για να χορέψη κοτιλλιόν με τον Μπαϊρακτάρην…».
Το γλέντι στο μεγάλο σαλόνι των Ανακτόρων, που σήμερα ονομάζεται «αίθουσα του Κοινοβουλίου», συνεχίστηκε με κέφι. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο βασιλιάς αποχαιρέτησε τους καλεσμένους του, υψώνοντας όλοι τα κρυστάλλινα ποτήρια με την αφρώδη σαμπάνια. Μετά εξήλθαν όλοι στο προαύλιο των Ανακτόρων. Κάποιοι που έμεναν κάπως μακριά, έψαχναν τις άμαξες με τις οποίες ήρθαν, αλλά δεν ήταν πουθενά! Μαθεύτηκε, ότι κάποιος φαρσέρ παρουσιάστηκε στους αμαξάδες και τους είπε, «μπορείτε να φύγετε, τα αφεντικά θα τα φέρουν στο σπίτι οι βασιλικές άμαξες…» Κι εκείνοι πείστηκαν, άλλο που δεν ήθελαν, την κοπάνισαν γεμάτοι χαρά, για ν’ αποφύγουν το… βρωμόκρυο! Και τα αφεντικά μετά, έψαχναν τους αμαξάδες και τις άμαξες. Κάποιος τους είπε ότι είχαν εντολή από τα αφεντικά να φύγουν, κατάλαβαν την φάρσα! Κι αναγκαστικά έφυγαν έβαλαν κάτω το κεφάλι και γύρισαν τουρτουρίζοντας, με τα πόδια στο σπίτι…