Ανατριχιάζουν οι περιγραφές συγγενών θυμάτων που προσπαθούσαν να τους σώσουν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018, μέχρι τελευταία στιγμή, αλλά δεν τα κατάφεραν. Όπως του κ. Γιώργου Καΐρη, ο οποίος έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να βρει κάποιον να βοηθήσει τη γυναίκα του, η οποία είχε εγκλωβιστεί στο σπίτι της και καιγόταν ζωντανή.
«Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι, δεν την έβλεπα. Φώναζα “Τάνια, Τάνια…”. Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί… Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Κατάφερα να βρω ένα τηλέφωνο κι άρχισα να παίρνω τη γυναίκα μου. Μου είπε: “Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω”. Της είπα: “Μη φοβάσαι”, της έδωσα τον λόγο μου: “Θα ανέβω να σε πάρω”. Πώς μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει τον λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν τον έσωσες; Δεν ξέρω πώς υπάρχω… Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, το σταμάτησα. “Βοήθησέ με. Η γυναίκα μου ζει, πάμε να την πάρουμε” τους είπα. Γύρισε και μου είπε: “Εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκε και έφυγε…”».
Κατά τις 9.30, όπως είπε ο μάρτυρας, εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό με δύο εθελοντές.
«Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω… Ήταν καμένη. Το χειρότερο ήταν που έπρεπε να το πω στο παιδί μας. Να του πω τι; Τι μπορείς να πεις σε ένα παιδί που η μάνα του τον έφερε στον κόσμο; Τι να του πω… Ότι η μάνα του κάηκε; Όταν με πήρε ο Έκτορας, του είπα ότι πρέπει να είσαι δυνατός. Η μαμά κάηκε. Γιατί έμεινε αβοήθητη μια ώρα ολόκληρη. Γιατί κάποιοι εκείνη την ώρα που καιγόμασταν είχαν πάει με τις φιλενάδες τους και πίνανε καφέ ενώ ήξεραν τι συμβαίνει. Εν καιρώ ειρήνης, στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο έναν γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει “δεν μπορώ, είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα…”. Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ (δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ό,τι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα, τίποτα άλλο…».
«Την άφησαν να πεθάνει σαν το ποντίκι στη φάκα»
Νωρίτερα, ο Έκτορας Διαμαντίδης, μιλώντας για τον χαμό της μητέρας του, είπε:
«Από την ημέρα που την έχασα, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου. Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της. “Έκτωρ, τρέχω να σωθώ, καίγομαι…” μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου. Προσπαθούσα να βρω τη μητέρα μου και τον πατριό μου. Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω, ούτε με την πυροσβεστική, ούτε με την αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απόντες. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή, μου είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός του σπιτιού» περιέγραψε ο μάρτυρας για να συνεχίσει: «Έπαθα κρίση πανικού, του ζητούσα να μου τη δώσει να της μιλήσω» κατέθεσε ο μάρτυρας και ιδιαίτερα φορτισμένος πρόσθεσε:
«Δεν ήρθε να την παραλάβει ασθενοφόρο. Πήγαμε στο Γουδή. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άνθρωποι ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Εκεί δε θα ξεχάσω μια μάνα πανιασμένη να ψάχνει τα παιδιά της. Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία σύμφωνα με το κράτος έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγε να πάρει τη μητέρα μου, μας είπαν να μην τη δω, γιατί ήταν σε αποσύνθεση, επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχιζόταν… Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα. Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας χωρίς βοήθεια. Όλοι ήταν στη Κινέττα, έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει. Όπως και ο κατηγορούμενος, ο κ. Πορτοζούδης. Είχε πάρει τον δεσμό του να πάει για καφέ. Άνθρωποι καιγόντουσαν και αυτός είχε πάει για καφέ. Ποτέ δεν θα βγάλω αυτό το ηχητικό από το κεφάλι μου. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε στο Κράτος, ούτε στην αστυνομία. Κανένας δεν μας βοήθησε. Ζήσανε μόνοι τους, πεθάνανε μόνοι τους. Θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει τον κόσμο ότι κινδυνεύει, να έχουν φτιάξει ένα πλάνο για τη ασφαλή διαφυγή τους».
«Δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τη μητέρα μου…»
Τρέμοντας, η κ. Παναγιώτα Μαλαίνου κατέθεσε για τον χαμό της 73χρονης μητέρας της, την οποία δεν μπορούσε να αναγνωρίσει, όπως είπε. «Είδα μια γυναίκα φουσκωμένη σαν μπάλα, πήγα και δεύτερη φορά για να καταλάβω αν ήταν η μητέρα μου» είπε η μάρτυρας.
Για τον γιο του, Παναγιώτη, τον οποίο έχασε «στον δρόμο του θανάτου» κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια ο κ. Ευάγγελος Χαμηλοθώρης, ο οποίος ανέφερε πως η σύζυγός του μετά από αυτή την τραγωδία δεν άντεξε. «Ήταν μια υγιής γυναίκα και υπέστη καρδιακή προσβολή» είπε ο μάρτυρας.
Η δίκη θα συνεχιστεί αύριο.
naftemporiki.gr