Εκατοντάδες κάτοικοι των Καλαβρύτων θα ανηφορίσουν σήμερα, όπως κάθε χρόνο, στο χωράφι του Καππή, στον τόπο της θυσίας, για να τιμήσουν και να θρηνήσουν τη μαζική εξόντωση χωρίς οίκτο 1.300 αρρένων κατοίκων της περιοχής από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 1943. Εκείνο το ομιχλώδες πρωϊνό, εμφανίστηκε στην πλατεία ένα τάγμα της 117ης γερμανικής Μεραρχίας, ενώ άλλα δύο με βαρύ οπλισμό ακροβολίστηκαν δημιουργώντας ασφυκτικό κλοιό στην πόλη.
Το επιθετικό κτύπημα της καμπάνας ξυπνά τους ανύποπτους κατοίκους. Οι ναζί συγκεντρώνουν τους άνδρες από 14 ετών και άνω και τους οδηγούν όπως τα πρόβατα στον λόφο του Καππή, ενώ τα γυναικόπαιδα στοιβάζονται στο σχολείο. Την ίδια στιγμή, η εμπρηστική ομάδα τους καίει αδιακρίτως σπίτια, εκκλησιές και καταστήματα της μαρτυρικής πόλης.
Είναι η εφαρμογή της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», σε αντίποινα για την εκτέλεση περίπου 80 αιχμαλώτων και τραυματιών Γερμανών στις 7 Δεκεμβρίου από τον ΕΛΑΣ. Οι αντάρτες, αφού τους σκότωσαν στο Μάζι, πέταξαν τα πτώματά τους σε φαράγγι του Χελμού, ενώ τρεις τραυματίες τούς πέταξαν σε πηγάδι.
Οι Γερμανοί τους ανακαλύπτουν και γίνονται θηρία. Βομβαρδίζουν ανηλεώς όλα τα γύρω χωριά, που μετρούν το καθένα πολλούς νεκρούς… Και τώρα η σειρά των Καλαβρύτων με άνδρες κάθε ηλικίας να στέκονται απέναντι στα πολυβόλα. Ο καθηγητής Κώστας Αθανασιάδης τολμά και ρωτά τον ταγματάρχη Τέννερ «θα μας σκοτώσετε;». «Όχι» απαντά εκείνος. Κι όλοι ανάσαναν με ανακούφιση.
Ξαφνικά κάτω από την πόλη που την τύλιξαν οι φλόγες και οι καπνοί, μια φωτοβολίδα δίδει το σύνθημα. Ο Τέννερ σηκώνει το χέρι και φωνάζει. Πυρ!!! Απέλπιδες κραυγές ακούγονται από τους μελλοθανάτους. Δέκα μυδράλια ξεχύνουν φωτιά και σίδερο… Σε λίγο απόλυτη σιγή. Η μυρωδιά του θανάτου αναδύεται στη βουνοπλαγιά και οι δολοφόνοι ρίχνουν τη χαριστική βολή σε όποιον σαλεύει…
1.300 οι νεκροί, δεκατρείς σώθηκαν απ’ το μακελειό. Σαν να γύρισαν από τον Άδη. Ο Πάνος Νικολαΐδης, απόστρατος αξιωματικός που σώθηκε κάνοντας τον πεθαμένο, είχε αφηγηθεί παλιά το μακάβριο έργο των δημίων: «Άκουσα το παιδί του Αντώνη Δημόπουλου να τρέχει πάνω στα πτώματα και να φωνάζει, “βοήθεια, θέλω να ζήσω. Είμαι μαθητής, μη με σκοτώνετε…”. Ένας πυροβολισμός σταμάτησε τις φωνές του παιδιού!…».
Διασωθείς και ο 17χρονος Αργύρης Φερλελής, που πέθανε τον Φλεβάρη του 2005 στα 77 του χρόνια είχε αφηγηθεί: «Είχα μείνει ζωντανός. Πλησίασαν οι Γερμανοί με τα πόδια να βουλιάζουν στο αίμα και έδιναν τη χαριστική βολή… Δίπλα μου ένας γείτονας, μου λέει: έρχεται η σειρά μας. Φτάνoυν, του δίνουν δύο πιστoλιές στο κεφάλι και πετάχτηκαν τα αίματά του απάνω μου. Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, με πυροβόλησαν, η σφαίρα τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο μέτωπο. Λέω “τη γλύτωσα”. Μετά από 10΄, έρχεται άλλος, με γραπώνει απ’ το γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου δίνει άλλη μια πιστολιά. Να, εδώ, στην κoρφή… Έμεινα για λίγο αναίσθητος. Όταν φύγανε οι Γερμανοί, ανασηκώθηκα ανάμεσα στους σκοτωμένους και βλέπω στο δρομάκι ερχόταν η μάνα μου η Μαριγώ. Μου λέει “πού είναι οι άλλοι;”. Τ’ αδέρφια μου, Βασίλης και Κίμων, ήταν παραδίπλα σκοτωμένοι. Έφυγα πατώντας στο αίμα που κύλαγε σαν ποτάμι και το πόδι μου βούλιαζε…».
Ο γυναικόκοσμος που αντελήφθη τι έγινε άρχισε τις κραυγές και στριγκλιές φρίκης, τρόμου και απόγνωσης. Οιμωγές σπαραγμού και οδύνης.
Οι Γερμανοί που κουράστηκαν να εκτελούν αθώους σε σταθερό στόχο, κάθονται ν’ αναπαυθούν… Το Βερολίνο διέταξε ανακρίσεις για τη σφαγή και παρέπεμψε τρεις αξιωματικούς σε δίκη για υπέρβαση διαταγών… Η θεία δίκη δεν τους άφησε ατιμώρητους. Ο στρατηγός Καρλ Φον Λε Σουίρ, ο Τέννερ και άλλοι αξιωματικοί σκοτώθηκαν στο ρωσικό μέτωπο…