Απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια έκαναν την αποφράδα εκείνη ημέρα της 23ης Ιουλίου 2018 για να σωθούν από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι όσοι βρίσκονταν στην περιοχή.
Η κ. Καλλιόπη Πολίτη, η οποία έχασε τη μητέρα της, περιέγραψε στο δικαστήριο τις προσπάθειες που έκαναν οι γονείς της για να γλιτώσουν.
«Ο μπαμπάς μου ούρλιαζε στο κινητό “βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου”. Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό.
Του είπα να πάει προς τη θάλασσα. Περπάτησε 1,5 χιλιόμετρο. Πού να ήξερα κι εγώ; Έφτασε στη θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του είναι αδιανόητο πώς τα κατάφερε.
Όταν έφτασα στο σπίτι μετά από πολλές ώρες, δεν μπορώ να περιγράψω την κατάσταση που επικρατούσε. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί».
Μετά το πρώτο σοκ, η μάρτυρας αναφέρθηκε στο τι επακολούθησε. «Κανείς δεν ήξερε πού έπρεπε να πάμε τη μητέρα μου. Μέχρι τις 4 το πρωί δεν ήξερε κανείς τι πρέπει να κάνουμε. Αποφασίσαμε να φέρει τη σορό ο αδελφός μου στο “Σισμανόγλειο” που ήταν ο πατέρας μου. Κανείς δεν παραλάμβανε τη σορό. Ένας νοσηλευτής έβαλε υπογραφή».
Η μάρτυρας κατέθεσε ότι δεν υπήρχαν πυροσβεστικά οχήματα για να τους βοηθήσουν, ενώ ο δήμος δεν είχε καθαρίσει, όπως όφειλε.
«Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη» ακούστηκε από έναν κατηγορούμενο, που συμπλήρωσε: «Με συγχωρείτε για τη διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν….».
«Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία της γυναίκας μου…»
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε στη συνέχεια ο πατέρας της κ. Πολίτη, ο οποίος κατέθεσε ότι ο μισός ήταν καμένος.
«Η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μάς είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Μαραθώνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα. Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου, που τον ευχαριστώ, μπόρεσα να περάσω και να βγω. Με πήρε ένα αμάξι της πυροσβεστικής, με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο “Σισμανόγλειο”, όπου έμεινα για τρεις εβδομάδες. Δεν μπόρεσα να πάω στην κηδεία της γυναίκας μου. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από τον μεγάλο πόνο. Οι άνθρωποι δε γυρίζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθηθήκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν απόν».
Μόλις τελείωσε ο μάρτυρας την κατάθεσή του, ο κατηγορούμενος που τον είχε βοηθήσει μετά την πυρκαγιά τον πλησίασε και συνομίλησαν για λίγα λεπτά μαζί και με την κόρη του.
naftemporiki.gr