«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας. Βοηθήστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα» είπε αρχίζοντας την κατάθεσή της στο δικαστήριο η Βάρβαρα Φύτρου, η οποία καταχειροκροτηθηκε από το ακροατήριο.
Είναι η γυναίκα που εκείνη την ημέρα, στην πυρκαγιά στο Μάτι, έχασε τα δύο ανήλικα παιδιά της, Εβίτα και Ανδρέα, και τον σύζυγό της, Γρηγόρη Φύτρο.
«Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη. Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά στις 23ης Ιουλίου 2018 από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων» είπε, ανεβαίνοντας στο βήμα του μάρτυρα, κι άρχισε να περιγράφει τις τραγικές στιγμές που βίωσε, με το ακροατήριο να μη μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
«Ο σύζυγός μου με τα παιδιά έμεναν στο Μάτι κι εγώ πηγαινοερχόμουν στο Γαλάτσι. Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Ενημερώθηκα από το ίντερνετ ότι έχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Τηλεφώνησα στον σύζυγό μου και μου είπε ότι άδικα ανησυχώ. Εγώ επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Βγήκε στη λεωφόρο Μαραθώνος να δει τι συμβαίνει. Γύρω στις έξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος, γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι, για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό, έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα τον Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν».
«Φοβάμαι μαμά μου….»
Κάποια στιγμή ο γιος της σήκωσε το τηλέφωνο του συζύγου της. «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. “Φοβάμαι μαμά μου!” μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει “εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς”. Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι, να του πω ότι όλα θα πάνε καλά. Κατά τις 18:30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο ο Γρηγόρης, ούρλιαζε. «Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Πού να έρθεις να μας βρεις!». Ο Γρηγόρης μου έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι…» ξέσπασε σε λυγμούς η Βάρβαρα Βουκάκη.
Φτάνοντας στο σπίτι της οικογένειας, αντίκρισε εικόνα εγκατάλειψης και κατάλαβε ότι η οικογένειά της έτρεχε για να σωθεί. «Κατάλαβα ότι ο Γρηγόρης έτρεχε για να σωθεί. Έκανα εικόνα τη στιγμή που μιλούσα με τον Γρήγορη και φώναζε στα παιδί να φύγουν και η Εβίτα έλεγε “μπαμπά να βάλω τα παπούτσια μου” και της φώναζε “έλα με τις σαγιονάρες”. Ήθελα να ψάξω δρόμο δρόμο. Κατεβαίναμε στον παραλιακό δρόμο του Ματιού. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια, να ζήσετε ό,τι ζήσαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα;».
Η Βάρβαρα Βουκάκη περιέγραψε στη συνέχεια τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να βρει την οικογένειά της. «Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Πού ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω “όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε;”. Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματά τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;» ανέφερε.
«Μου είπαν ότι βρήκαν ένα κοριτσάκι…»
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. «Έδωσα ονόματα και στοιχεία. Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφταναν, πρόσωπα μαυρισμένα, κουβέρτες, σε άθλια κατάσταση. Πανικοβλημένοι. Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινε κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση» είπε και συμπλήρωσε: «Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο, με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει…. Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με ροζ μπλουζάκι της, όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσε. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι έναν σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανκατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».
Η μάρτυρας συνέχισε τις προσπάθειες να βρει τον γιο της και τον άνδρα της. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. Πού είναι αυτό το οικόπεδο ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απέξω! Φώναξα, ποιος να μου πει όταν πέρασα απέξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου».
Φτάνοντας στο οικόπεδο, η Βαρβάρα Βουκάκη περιέγραψε ότι ήταν όλα καμένα και μύριζε ανθρώπινη σάρκα. «Θέλω να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω “αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγός μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών”. Λίγο αργότερα είδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπαν να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδή. Ο Τάκης βρήκε κάποιους δικούς του και τους έδωσε πληροφορίες για τον άντρα μου και το παιδάκι μου. Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποί σου είναι εδώ».
Η αναγνώριση
«Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω, “αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση”, είπα. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε τον δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης και η Εβίτα μου» ανέφερε η μάρτυρας.
naftemporiki.gr