«Κάποιοι από τους κατηγορούμενους θα έπρεπε να είναι στη φυλακή και σίγουρα όλοι την επόμενη ημέρα θα έπρεπε να είχαν ξηλωθεί από τις θέσεις τους» είπε στο δικαστήριο με τρεμάμενη φωνή, ο Αριστείδης Χερουβείμ, ο οποίος έχασε τη μητέρα του, την αδελφή του και τις δίδυμες ανιψιές του στην πυρκαγιά στο Μάτι.
Ο μάρτυρας περιέγραψε τη φρίκη που βίωσε όταν αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τις σορούς των συγγενών του.
«Εύχομαι να μη ζήσει κάποιος αυτό που έζησα εγώ και ή οικογένειά μου. Δεν γνωρίζουν πώς είναι να μαζεύεις μισοκαμένα παιχνίδια από τον κήπο. Να πρέπει να αξιολογήσεις τι από τα πράγματα των κοριτσιών θα πρέπει να πετάξεις και τι να δώσεις, να ανοίγεις δύο σπίτια και να τα αδειάζεις για να δεις τι έχει σωθεί…» ανέφερε ο μάρτυρας κοιτώντας στα μάτια τους δικαστές, για να προσθέσει στη συνέχεια:
«Οι κατηγορούμενοι είναι αθώοι μέχρι απόδειξης ενοχής, αλλά υπάρχουν άνθρωποι σαν εμάς που είμαστε τα θύματα. Κάποιοι φταίνε περισσότερο και κάποιοι λιγότερο. Κάποιοι θα έπρεπε να είναι στη φυλακή, αλλά όλοι θα έπρεπε να έχουν ξηλωθεί την επόμενη μέρα. Όσοι μείναμε πίσω ζούμε, ένα μαρτύριο. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ σαν και εμένα που πρέπει να μας προστατεύσετε, εμείς είμαστε τα θύματα κ. πρόεδρε» ανέφερε.
Ο κ. Χερουβείμ κατέθεσε ότι υπήρχαν ελικόπτερα που ποτέ δεν σηκώθηκαν. Όπως είπε, υπήρχε χρόνος σε όλες τις υπηρεσίες να ειδοποιήσουν τον κόσμο, αλλά αυτοί παρατηρούσαν τον κόσμο να καίγεται.
«Μου είπε η μητέρα μου, με την οποία επικοινώνησα στις 6:30 το απόγευμα, ότι έβλεπαν φλόγες. Της είπα “σηκωθείτε και φύγετε”. Δεν έπιασα κουβέντα, γιατί κάθε δευτερόλεπτο ήταν κρίσιμο. Κατάφεραν να φύγουν μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Εκεί συνάντησαν κάποιους άλλους ανθρώπους. Το αυτοκίνητο του ενός ζευγαριού έπιασε φωτιά και σε λίγο μαζί με την οικογένεια μου κάηκαν» είπε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις απύθμενες προσπάθειες που έκανε για να μάθει για την τύχη των δικών του ανθρώπων, συγκλονίζοντας το δικαστήριο όταν αναφέρθηκε στις στιγμές που κλήθηκε αναγνωρίσει τους συγγενείς του.
«Γύρω στις 2 το πρωί, το σπίτι ήταν ανοιχτό, δεν βρήκα κανέναν μέσα, το αυτοκίνητο της αδερφής μου ήταν στο σπίτι, είδα στα 50 μέτρα κάποιες σορούς σκεπασμένες με ένα λευκό σεντόνι. Απέναντι ακριβώς ήταν ένα ζευγάρι εντελώς καμένοι σε κοινή θέα, χωρίς να είναι καν καλυμμένοι. Οι αστυνομικοί μού είπαν ότι κάτω από το σεντόνι ήταν δυο γυναίκες και δυο παιδιά. Κατάλαβα ότι ήταν οι δικοί μου συγγενείς. Αλλά μου είπαν ότι ήταν νεαρές γυναίκες. Ζήτησα να κάνω αναγνώριση, εκεί υπήρχε μια δυσκολία, γιατί αφενός δεν είχαν γάντια και αφετέρου είπαν ότι δεν ήθελαν να διαταράξουν το σκηνικό του εγκλήματος. Τελικά τα καταφέραμε, αναγνώρισα την αδερφή μου, τη μητέρα μου και το ένα παιδάκι, το άλλο ήταν πολύ καμένο. Οι σοροί ήταν άσπρες… Έσβησαν τα παιδιά με πυροσβεστήρα, αυτό επιτρέπεται; Αυτό έγραψαν στην αναφορά τους οι αστυνομικοί, ότι εντόπισαν τις σορούς και άδειασαν τον πυροσβεστήρα του περιπολικού. Η τσάντα της αδερφής μου ήταν ανέπαφη και ζήτησα να πάρω την ταυτότητά της. Ιατροδικαστής ήρθε 12 το μεσημέρι. Το πιστοποιητικό θανάτου λέει 12:30 το μεσημέρι. Η περισυλλογή των σορών έγινε στις 7 το απόγευμα. Αυτό έγινε γιατί κάποιοι στην πυροσβεστική θεώρησαν σωστό να γίνει απευθείας ανάθεση σε ένα συγκεκριμένο γραφείο τελετών έναντι 62.000 ευρώ, παρά το ότι είχαν προσφερθεί και άλλα γραφεία δωρεάν».
«Θέατρο η σύσκεψη στο συντονιστικό…»
Ο μάρτυρας χαρακτήρισε «θέατρο» τη σύσκεψη στο συντονιστικό κέντρο της πυροσβεστικής υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Όπως είπε, «ήταν τρομερά υποκριτικό και προσβολή… Φάγαμε 4,5 χρόνια, όπου γινόταν μπαλάκι η δικογραφία και το μόνο που έκαναν ήταν να αλλάξουν τον Ποινικό Κώδικα και να κάνουμε ευνοϊκότερες ποινές για τους κατηγορούμενους. Το μόνο καλό ήταν η δημιουργία το 112. Έπρεπε να φύγουν 104 άνθρωποι για να γίνει το 112….» σημείωσε.
«Τους έστελναν μέσα στη φωτιά»
Επόμενη μάρτυρας ήταν η κ. Μοσχού, η οποία έχασε την αδελφή της και την ανιψιά της. «Δεν υπήρχε κανείς, καιγόντουσαν τα πάντα. Κατά τις 10 το βράδυ, μου χτύπησαν την πόρτα και ήταν από τον τηλεοπτικό σταθμό “Alpha”. Με ρώτησαν “είστε ζωντανή;”. Λέω “ναι” και κατέβηκα κάτω και είδα απανθρακωμένους στα αυτοκίνητα, μόνο τη στάχτη τους. Έξω από το σπίτι ούτε πουλί πετάμενο δεν υπήρχε μέχρι τις 23:30» είπε η μάρτυρας και στη συνέχεια περιέγραψε πως η αδελφή της και η ανιψιά της, οι οποίες έμεναν σε γειτονικό σπίτι, έφυγαν μετά από προτροπή αστυνομικών το απόγευμα εκείνης της ημέρας, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να ξεφύγουν από τις φλόγες. Ο ανιψιός της, σύμφωνα με τη μάρτυρα, ήταν εκείνος που τις βρήκε βαριά τραυματισμένες στον δρόμο και όταν προσπάθησε να τις πάει στο νοσοκομείο, οι αστυνομικοί του έδιναν οδηγίες και τον έστελναν μέσα στη φωτιά.
«Η αδελφή μου ούρλιαζε καμένη από τους πόνους. Ο ανιψιός μου δεν άκουσε τους αστυνομικούς, βγήκε αντίθετα στη Μαραθώνος, τις πήγε στον “Ευαγγελισμό”, όπου διασωληνώθηκαν και μας είπαν να περιμένουμε να πεθάνουν. Από τύχη σώθηκα, θα μπορούσα να καώ μέσα στο σπίτι, αν δεν είχε κλείσει η γκαραζόπορτα ή να έχω φύγει με το αυτοκίνητο και να καώ, όπως η αδελφή μου και η ανιψιά μου» ανέφερε η μάρτυρας.