Skip to main content

Οι ΗΠΑ και ο κόσμος: Τι αλλάζει (;) από τον Τραμπ στον Μπάιντεν

Της Πέπης Γρηγοριάδου
[email protected]

Ο Μπάιντεν είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου και πολλοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν για την αλλαγή σελίδας στις ΗΠΑ. Παρέλαβε μία πληγωμένη και βαθιά διαχασμένη Αμερική και ήδη από τις προεκλογικές ομιλίες του υποσχέθηκε επανατοποθέτηση των ΗΠΑ στη διεθνή σκακιέρα με εξωστρέφεια. Από τις πρώτες ημέρες έδειξε μία διάθεση να αντιστρέψει τη στρατηγική του προκατόχου του, Ντόναλντ Τραμπ και μάλιστα προχώρησε σε άμεση υπογραφή Προεδρικών Διαταγμάτων για το κλίμα, το μεταναστευτικό και διάφορους άλλους τομείς της πολιτικής του Ρεπουμπλικανού πρώην προέδρου, που είχε ως σύνθημα το «Πρώτα η Αμερική». 

Ωστόσο κάποιοι αμφισβητούν το κατά πόσο οι ΗΠΑ έχουν τη διάθεση να ανακτήσουν τον κυρίαρχο ρόλο στη διεθνή πραγματικότητα. Στην ομιλία του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Μπάιντεν στις τοποθετήσεις του για τον υπόλοιπο κόσμο έκανε κάποιες δηλώσεις που έχουν επίκεντρο την Αμερική.

«Δεν υπάρχει πλέον μια φωτεινή γραμμή μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πολιτικής. Σε κάθε ενέργεια που αφορά τη συμπεριφορά μας στο εξωτερικό, πρέπει να έχουμε στον νου μας τα αμερικανικά νοικοκυριά. Η επένδυση στη διπλωματία μας δεν είναι κάτι που κάνουμε μόνο και μόνο επειδή είναι το σωστό που πρέπει να κάνουμε για τον κόσμο. Το κάνουμε για να ζήσουμε με ειρήνη, ασφάλεια και ευημερία. Το κάνουμε επειδή είναι προς το δικό μας συμφέρον, ξεκαθάρισε ο Μπάιντεν. Με διάταγμα εξάλλου που υπέγραψε στις 25 Ιανουαρίου προωθεί τις αγορές προϊόντων «made in USA».

Επίσης επιβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να αντιστρέψει εντελώς την πορεία του Τραμπ έναντι των εχθρών της χώρας (Ιράν και Κίνα). Εξάλλου ο ίδιος έχει αναφέρει ξεκάθαρα ότι εκείνο που θα άλλαζε είναι το στιλ της διπλωματίας των ΗΠΑ – λιγότερο αντιφατικό – και όχι η ουσία.

Ας δούμε πως αντιμετωπίζει ο Τζο Μπάιντεν βασικούς εταίρους και διαχρονικούς “εχθρούς” των ΗΠΑ σε σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Η Τουρκία και οι S-400

Την ετοιμότητα της νέας αμερικανικής κυβέρνησης να εγκαλέσει τις συμπεριφορές της Τουρκίας που δεν συνάδουν με το Διεθνές Δίκαιο και τις νατοϊκές της δεσμεύσεις υπογράμμισε πριν από λίγε ημέρες το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, υπενθυμίζοντας ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει υποσχεθεί να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη γραμμή στο πλαίσιο της δέσμευσης των ΗΠΑ προς τους συμμάχους τους. Παράλληλα, κάλεσε την Τουρκία να μη διατηρήσει το ρωσικό σύστημα S-400, κάνοντας λόγο για νέες κυρώσεις.
Σε ερώτηση για αυτό το πιθανό τουρκικό διπλωματικό άνοιγμα, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ απάντησε ότι η πολιτική της Ουάσινγκτον σε αυτό το ζήτημα «δεν έχει αλλάξει».

«Οι ρωσικοί S-400 δεν είναι συμβατοί με τον εξοπλισμό του ΝΑΤΟ, απειλούν την ασφάλεια της τεχνολογίας του ΝΑΤΟ και δεν συμμορφώνονται με τις δεσμεύσεις της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ», τόνισε ο Νεντ Πράις σε συνέντευξη Τύπου.
Ο Τραμπ – κατά τη συνήθη πρακτική του – ενώ απειλούσε με κυρώσεις την Άγκυρα για τους ρωσικούς S- 400, στη συνέχεια άφησε «παράθυρο» ότι αν και αποτελούν πρόκληση θα βρει λύση με τον Ερντογάν και άσκησε βέτο στο αμυντικό νομοσχέδιο του Δεκεμβρίου για κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας. Ωστόσο το βέτο δεν πέρασε. 

Τα πυρηνικά του Ιράν

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε ότι οι κυρώσεις σε βάρος του Ιράν δεν θα αρθούν όσο η Ισλαμική Δημοκρατία δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της όσον αφορά το πυρηνικό της πρόγραμμα και εμπλουτίζει ουράνιο, την στιγμή που ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ ζητεί πρώτα οι ΗΠΑ να άρουν όλες τις κυρώσεις, ώστε η Τεχεράνη να ανακαλέσει τα βήματα που έκανε στον πυρηνικό τομέα.

Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ – σε αίτημα του Ιρανού ΥΠΕΞ για μεσολάβηση της Ε.Ε. ώστε να διασωθεί η πυρηνική συμφωνία – απάντησε ότι κρίνει ότι είναι πολύ νωρίς να αποδεχτεί μία τέτοια πρόταση.

Η Ουάσινγκτον ζητεί από την Τεχεράνη να τηρήσει τους όρους της συμφωνίας που υπογράφηκε στη Βιέννη το 2015 και από την οποία η κυβέρνηση Τραμπ αποσύρθηκε μονομερώς το 2018. Ο Ντόναλντ Τραμπ, που είχε πολλάκις σχολιάσει αρνητικά τη συμφωνία, τη χαρακτήρισε «ελαττωματική» και μια «μεγάλη ντροπή».

Η Ρωσία και η New Start

Στην ομιλία του για την εξωτερική πολιτική ο Τζο Μπάιντεν θέλησε να τονίσει την αντίθετη από την στάση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε δεχτεί κριτική για τις ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τη Μόσχα, παρά τις αποκαλύψεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών για ρωσική ανάμιξη στις προεδρικές εκλογές του 2016.

Μάλιστα ο σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου για θέματα εθνικής ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, έχει δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα πάρουν «αποφάσεις» ώστε η Ρωσία «να λογοδοτήσει» για τις «αποσταθεροποιητικές ενέργειές της». Οι ΗΠΑ θα ενεργήσουν εναντίον της Ρωσίας «όταν και όπως το επιλέξουν», πρόσθεσε.

Όμως, παρά τις έντονες διαφορές ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, οι ΗΠΑ υπέγραψαν πενταετή επέκταση της συνθήκης New Start που αφορά τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων.

Οι δασμοί με την Ε.Ε.

Η αμερικανική πολιτική εμπορικών δασμών προς την ΕΕ βρίσκεται υπό αναθεώρηση, ανακοίνωσε πρόσφατα ο Λευκός Οίκος. 
Η Ουάσιγκτον απάντησε ότι εξετάζει το ζήτημα των εμπορικών δασμών, ως απάντηση στον πρέσβη της Ε.Ε. στις ΗΠΑ, ο οποίος ζήτησε τέλη Ιανουαρίου από την κυβέρνηση Μπάιντεν να άρει αμέσως τους δασμούς σε εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα και να εργαστεί για τη διευθέτηση της διαμάχης αναφορικά με τις επιδοτήσεις αεροσκαφών.

Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ οι σχέσεις ΗΠΑ – Ε.Ε. επιδεινώθηκαν καθώς άρχισε η εκατέρωθεν επιβολή δασμών σε διάφορα προϊόντα αξίας πολλών δισ. Συχνά οι δύο πλευρές έφτασαν στα όρια του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ να έχουν στο στόχαστρο προϊόντα από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.

Οι στρατιώτες στη Γερμανία

Ο Μπάιντεν «πάγωσε» την αποχώρηση των Αμερικανών στρατιωτών από τη Γερμανία, αναιρώντας την πολιτική που ακολουθούσε ο Ρεπουμπλικανός προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ. 
Το 2020 ο Τραμπ αιφνιδίασε τη Γερμανία ανακοινώνοντας ότι ήθελε να μειωθεί ο αριθμός των Αμερικανών στρατιωτών στο έδαφός της, από τους 52.000 σήμερα στους 25.000, προκαλώντας αντιδράσεις.

Οι σχέσεις με την Κίνα 
 
Στην ομιλία του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Μπάιντεν χαρακτήρισε την Κίνα «τον πιο σοβαρό ανταγωνιστή» των ΗΠΑ, τονίζοντας όμως ότι είναι έτοιμος να συνεργαστεί με το Πεκίνο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι προς το συμφέρον της Ουάσινγκτον.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεσμεύτηκε ότι θα αντιταχθεί στον “απολυταρχισμό” της Κίνας (όπως και της Ρωσίας), επισημαίνοντας για άλλη μια φορά ότι σκοπεύει να ακολουθήσει διαφορετική πολιτική σε σύγκριση με τον προκάτοχό του.
Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε η πρώτη συνομιλία με τον Κινέζο πρόεδρο και οι πρώτες γέφυρες διπλωματικές γέφυρες. «Πέρασα δύο ώρες στο τηλέφωνο χωρίς διακοπή με τον Σι Τζινπίνγκ», είπε ο Μπάιντεν μετά την προχθεσινή πρώτη συνομιλία με τον Κινέζο ομόλογό του, προσθέτοντας ότι «αν δεν κάνουμε τίποτα, θα μας συντρίψουν». 

Τόνισε τη βούληση του να είναι πολύ πιο αυστηρός από τον Ντόναλντ Τραμπ στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εξέφρασε τη «βαθιά του ανησυχία» όσον αφορά την «καταστολή στο Χονγκ Κονγκ», τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην επαρχία Σιντζιάνγκ και την όλο και πιο επιβλητική θέση του Πεκίνου στην περιοχή, ειδικά έναντι της Ταϊβάν.

Τάχθηκε επίσης υπέρ μιας πιο πραγματιστικής προσέγγισης σε θέματα όπως το κλίμα, που εγκαταλείφθηκε από τον προκάτοχό του.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος – σε συνολιμία – πίεσε τον διευθυντή του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, τον Γιανγκ Τζιετσί, για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά για τα ζητήματα της μεταχείρισης της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ, του Θιβέτ και των διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ.

Επίσης άσκησε πίεση στην Κίνα για να καταδικάσει το στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μιανμάρ, ενώ διεμήνυσε ότι η Ουάσινγκτον θα “συνεχίσει να συνεργάζεται” με τους συμμάχους της στην περιφέρεια Ινδικού-Ειρηνικού ώστε να αντιμετωπιστούν οι “απειλές για τη σταθερότητα” που ερίζει πως εγείρει η Κίνα, ιδίως στο στενό της Ταϊβάν.

Σε μια ρητορική πλησιέστερη σε αυτήν που χρησιμοποίησε η προηγούμενη κυβέρνηση, ο Τζο Μπάιντεν κατήγγειλε επίσης, σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, τις «άδικες και καταναγκαστικές» οικονομικές πρακτικές του Πεκίνου.

Οι σινοαμερικανικές σχέσεις είχαν πολλά σκαμπανεβάσματα και εντάσεις επί προεδρίας Τραμπ, καθώς οι ΗΠΑ προέβησαν σε μία σειρά ενεργειών κατά της Κίνας, όπως ο εμπορικός πόλεμος με την επιβολή δασμών κατά των κινεζικών εισαγωγών και τον αποκλεισμό κινεζικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, αλλά και κυρώσεις κατά Κινέζων αξιωματούχων και εταιρειών που θεωρούνται απειλή για την αμερικανική ασφάλεια.

Παρότι έχει εκδηλώσει σαφώς την επιθυμία του για ρήξη με την εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, οι εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι ένα από τα θέματα που θα μπορούσε, στην ουσία ο πρόεδρος Μπάιντεν να υιοθετήσει μια σχετική συνέχεια με τον προκάτοχό του.

Ο αξιωματούχος επιβεβαίωσε επίσης ότι οι δασμοί στα κινεζικά προϊόντα που τέθηκαν επί προεδρίας Τραμπ παραμένουν σε ισχύ επί του παρόντος, εν αναμονή μιας συνολικής επανεξέτασης της εμπορικής στρατηγικής των ΗΠΑ.

Με τη Βόρεια Κορέα

Η θυελλώδης σχέση Τραμπ – Κιμ έγραψε ιστορία σε όλη τη θητεία του πρώην Αμερικανού προέδρου με λεκτικά πυρά αλλά και επιθέσεις φιλίας που είχαν ως αποκορύφωμα τη συνάντησή τους.

Όταν ο σύμβουλος του Τζο Μπάιντεν για θέματα εθνικής ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν ρωτήθηκε αν ο Μπάιντεν θα δεχόταν να συναντηθεί με τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, όπως έκανε ο Τραμπ, ο Σάλιβαν απάντησε ότι οι ΗΠΑ ακόμη εξετάζουν την πολιτική τους απέναντι στην Πιονγκγιάνγκ.

Ο πόλεμος στην Υεμένη

Ο Τζο Μπάιντεν έβαλε τέλος στην στήριξη που προσέφερε η Ουάσινγκτον στον διεθνή συνασπισμό που πολεμά τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης, υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας.

Ήδη στην πρώτη του ομιλία για την εξωτερική πολιτική ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι θα δώσει τέλος στην υποστήριξη “επιθετικών επιχειρήσεων” στον πόλεμο της Υεμένης. 

Όταν ο Ομπάμα αποχώρησε από την εξουσία, οι ΗΠΑ είχαν οριστικοποιήσει συμφωνίες άνω των 115 δισ. δολ. σε όπλα και εξοπλισμό προς τη Σαουδική Αραβία. Τα τέσσερα επόμενα χρόνια, ο Τραμπ πρόσθεσε πωλήσεις άλλων 25 δισ. δολ.

Μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι από Σαουδάραβες αξιωματούχους ασφαλείας, οι ΗΠΑ σταμάτησαν τον ανεφοδιασμό σαουδαραβικών αεροσκαφών. Ο Μπάιντεν υποσχέθηκε τον τερματισμό των «σχετικών πωλήσεων όπλων», αλλά δεν διευκρίνισε σε ποιες πωλήσεις αναφερόταν. 

Παρακολουθώντας τη Σαουδική Αραβία

Οι ΗΠΑ αναμένουν από τη Σαουδική Αραβία να βελτιώσει τις επιδόσεις της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποφυλακίζοντας μεταξύ άλλων ακτιβίστριες υπέρ των δικαιωμάτων γυναικών και άλλους πολιτικούς κρατούμενους, σύμφωνα με δηλώσεις της εκπροσώπου του Λευκού Οίκου, Τζεν Ψάκι.

Τα σχόλια της εκπροσώπου ήρθαν να τονίσουν την πρόθεση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να καταστήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα βασικό ζήτημα και στις σχέσεις ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας.

Επιπλέον ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα διατηρήσει τους δασμούς στις εισαγωγές αλουμινίου από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) ανατρέποντας την κίνηση του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να τους καταργήσει κατά την τελευταία ημέρα άσκησης των προεδρικών καθηκόντων του.

Ο Τραμπ είχε ανακοινώσει στις 20 Ιανουαρίου ότι θα απαλλάξει τα ΗΑΕ από ένα δασμό 10% που επιβλήθηκε στις εισαγωγές αλουμινίου το 2018, δηλώνοντας ότι οι δύο χώρες είχαν συμφωνήσει για την εφαρμογή ποσόστωσης, που θα περιόριζε τις εισαγωγές αλουμινίου.

Ο Τραμπ είχε προσεγγίσει αρκετά τον αραβικό κόσμο και λειτούργησε ως διαμεσολαβητής για την αποκατάσταση των σχέσεων των ΗΑΕ και του Μπαχρέιν με το Ισραήλ.

Προσφυγικό και τείχος Μεξικού

Ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να οκταπλασιάσει τον αριθμό των προσφύγων τους οποίους θα υποδέχονται οι ΗΠΑ σε ετήσια βάση σε σχέση με το ιστορικό χαμηλό το οποίο επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ στο τέλος της θητείας του. 

«Είμαστε αντιμέτωποι με κρίση, ογδόντα και πλέον εκατομμύρια εκτοπισμένοι άνθρωποι υποφέρουν σ’ όλο τον κόσμο», τόνισε ο Δημοκρατικός πρόεδρος, αναγγέλλοντας ότι το προεδρικό διάταγμα θα επιτρέψει «να αυξήσουμε την υποδοχή προσφύγων στους 125.000 το πρώτο πλήρες οικονομικό έτος» της νέας κυβέρνησης. 

Στόχος είναι να αλλάξει ο κανονισμός που τέθηκε σε ισχύ τον Αύγουστο του 2019 από την κυβέρνηση Τραμπ, βάσει του οποίου δεν μπορούσαν να λάβουν πράσινη κάρτα ή την αμερικανική υπηκοότητα όσοι μετανάστες λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα. Παράλληλα δεύτερο διάταγμα του Μπάιντεν προβλέπει την στήριξη των χωρών καταγωγής των μεταναστών.

Ο Τραμπ ήταν αρκετά απόλυτος με τους πρόσφυγες. Εξάλλου ψηλά στην προεκλογική του ατζέντα το 2016 ήταν το περιβόητο τείχος με το Μεξικό που μάλιστα θα ζητούσε να χρηματοδοτήσει το ίδιο το Μεξικό.

Το καλοκαίρι του 2020, επαίνεσε σε ομιλία του στην Αριζόνα την αποτελεσματικότητα του τείχους που ανεγέρθηκε σε ένα τμήμα των συνόρων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού, διαβεβαιώνοντας ότι ήταν πολύ χρήσιμο και ενάντια στην πανδημία της Covid-19. Έως την απομάκρυνση του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο, είχαν δαπανηθεί 25 δισ. δολ. για το έργο.

Χθες, 12 Φεβρουαρίου, ο Μπάιντεν ακύρωσε τη χρηματοδότηση του τείχους, γαι την οποία ο Τραμπ χρειάστηκε να κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στα νότια σύνορα το 2019, ώστε να παρακάμψει το Κογκρέσο και να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά κεφάλαια για την κατασκευή του.

Επίσης, ανακοίνωσε ότι η αμφιλεγόμενη μεταναστευτική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, με βάση την οποία οι αιτούντες άσυλο στέλνονταν πίσω στο Μεξικό μέχρι να εξεταστεί η υπόθεσή τους από τις αμερικανικές αρχές, θα σταματήσει από την επόμενη εβδομάδα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι μετανάστες που είχαν σταλεί πίσω με βάση το μέτρο «Remain in Mexico» (σ.σ. «Μείνετε στο Μεξικό»), θα επιτρέπεται να περάσουν στο αμερικανικό έδαφος.

Τα Προεδρικά Διατάγματα

Στην προσπάθειά του ο Μπάιντεν να αντιστρέψει πολιτικές του προκατόχου του όσο πιο γρήγορα γίνεται κατέφυγε στην πυροσβεστική λύση των προεδρικών διαταγμάτων, υπογράφοντας 38 προεδρικά διατάγματα τις πρώτες 3 εβδομάδες που εγκαταστάθηκε στο Οβάλ Γραφείο, διπλάσια ακριβώς από τον Τραμπ στο ίδιο διάστημα.

Τις πρώτες 2 εβδομάδες είχε υπογράψει 28 διατάγματα, 4 φορές περισσότερα από τον Τραμπ. Εκτός αυτών υπάρχουν και οι διακηρύξεις και τα μνημόνια, που έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα. Στους επικριτές του νέου Δημοκρατικού Αμερικανού ότι κυβερνά με προεδρικά διατάγματα και όχι μέσω κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ο Λευκός Οίκος απαντά ότι ο Μπάιντεν «δεν έχει καιρό για χάσιμο, προκειμένου να ανταποκριθεί με τη λήψη ιστορικών μέτρων στην υλοποίηση των υποσχέσεων που έδωσε στον αμερικανικό λαό». 

Το πλεονέκτημα των διαταγμάτων είναι ότι μπορεί να τα εκδώσει χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου και το μειονέκτημα ότι δεν έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καθώς ο κάθε κάτοικος του Λευκού Οίκου μπορεί να τα ακυρώσει με μία υπογραφή. 

Ο Μπάιντεν μόνο τυπικά ελέγχει και τα δύο νομοθετικά σώματα – τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία (50 Ρεπουμπλικανοί και 50 Δημοκρατικοί με την ψήφο της αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Καμάλα Χάρις να μετρά διπλή σε περίπτωση ισοψηφίας) – λόγω της ιδιομορφίας του κανόνα Filibuster.

Και στα δύο νομοθετικά σώματα αρκεί απλή πλειοψηφία για την ψήφιση νόμων. Στη Γερουσία όμως με τον κανόνα Filibuster υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, που προβλέπει ότι για να ξεκινήσει η ψηφοφορία σε συνηθισμένα νομοσχέδια θα πρέπει να εγκριθεί από πλειοψηφία 60 εκ των 100 γερουσιαστών.

Μέσα στα διατάγματα και εκείνο που καλεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αγοράζει περισσότερα αμερικανικά προϊόντα και υπηρεσίες. Το διάταγμα, το οποίο αποσκοπεί στο να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή, ενδέχεται να φέρει τη νέα αμερικανική διοίκηση στην πρώτη της αντιπαράθεση με εμπορικούς εταίρους όπως ο Καναδάς και η Ε.Ε.

Με τον νόμο περί αγοράς αμερικανικών προϊόντων (Buy America Act), που ισχύει από το 1933, η κυβέρνηση υποχρεώνεται να συνάπτει συμβάσεις με αμερικανικές εταιρείες, όταν αυτό είναι εφικτό. Το νέο διάταγμα έχει ως στόχο να δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή και να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας στις βιομηχανίες, αυξάνοντας τις επενδύσεις στον τομέα αυτόν.

Σε αυτές τις πρώτες εβδομάδες διακυβέρνησης του Μπάιντεν – παρά την πληθώρα προεδρικών διαταγμάτων – υπάρχουν ακόμη αρκετά σημεία ομοιότητας στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μεταξύ του Ρεπουμπλικανού πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του νυν Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν. Η διεθνής κοινότητα έχει ακόμη στραμμένα τα βλέμματα στην – για την ώρα – πρώτη δύναμη παγκοσμίως – και τον νέο πλανητάρχη αναμένοντας αν θα αλλάξει ουσιαστικά στάση απέναντι στους ανταγωνιστές, τις μεγάλες δυνάμεις, τους εχθρούς και τους φίλους ή το «America First» θα γίνει απλά «Buy from America» ή επί το λαϊκότερον και ελληνικότερον «άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».