Η χώρα μας με μεγάλες προσπάθειες, είναι η αλήθεια, κατάφερε κατά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, κυρίως στην ελληνική της εκδοχή, να αποτρέψει ένα κούρεμα των καταθέσεων, ώστε να παράσχει βοήθεια στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, που ξεκίνησε το 2007 με την υπερβολική διόγκωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την επακόλουθη αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της στο εξωτερικό. Ότι όμως δε συνέβη τότε με μια διοικητική πράξη, εκτελείται τώρα, σχεδόν αθόρυβα, μέσω των περίφημων δυνάμεων της αγοράς.
Παγκόσμια ημέρα αποταμίευσης το 2022
Αθόρυβα πέρασε και την 31.10.2022 η παγκόσμια ημέρα εορτασμού της αποταμίευσης, ως μία αρετή από το καλάθι της συνετούς συμπεριφοράς του ελληνικού νοικοκυριού. Σχολικές εκθέσεις, ομιλίες, κουμπαράδες, βραβεία, όλα τα σάρωσε η μηδενική και συχνά αρνητική απόδοση της εναπόθεσης των οικονομιών για τις δύσκολες στιγμές, του όποιου περισσεύματος από τα κατακρεουργημένα ονομαστικά εισοδήματα των Νεοελλήνων. Παρά το γεγονός όμως, ότι για πολλά χρόνια οι κάθε μορφής καταθέσεις τοποθετούνταν άτοκα στις τράπεζες, χωρίς να αποδίδουν κάποια αμοιβή για την παραίτηση από κατανάλωση (όπως αιτιολογεί ο ΚΕΥΝΣ την ύπαρξη του επιτοκίου καταθέσεων), οι πολίτες συνέχιζαν να εμπιστεύονται τα χρήματά τους στις τράπεζες, τουλάχιστον για φύλαξη και ασφάλεια. Ώσπου εμφανίσθηκε μετά από 40 χρόνια το τέρας του πληθωρισμού και όλα άλλαξαν.
Σε ένα περιβάλλον, όπου ο επίσημος πληθωρισμός τρέχει σε ετήσια βάση με 10%, τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ακολουθούν την επιθετική πολιτική αύξησης της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, αγγίζοντας από το 0 αισίως το 2% και με προοπτική μέσα στο 2023 να σκαρφαλώσουν στο 3,5-4%, τα επιτόκια καταθέσεων είναι παγωμένα στο 0%. Οι εμπορικές τράπεζες, όπως ήταν φυσικό, προσάρμοσαν προς τα πάνω τα επιτόκια χορηγήσεων, ενώ άφησαν, κάτι που είναι αφύσικο, τα επιτόκια καταθέσεων να είναι ακίνητα κοντά στο 0.
Γιατί πρέπει να αυξηθούν τα επιτόκια καταθέσεων
Μετά από, σχεδόν δύο χρόνια συνεχούς ανόδου των τιμών, θα περίμενε κανείς να έχει συνειδητοποιηθεί από τους πάντες, ότι οι επιπτώσεις του φαινομένου σε εισοδήματα και καταθέσεις, είναι πολύ σημαντικές και ακόμη ότι θα έχουν διάρκεια. Όταν το ποσοστό του πληθωρισμού είναι υψηλότερο από το επιτόκιο καταθέσεων, αυτό ισοδυναμεί με απώλεια χρημάτων. Ακόμη και όταν πιστώνεται ο λογαριασμός του καταθέτη με κάποιο ποσό, πάλι η αγοραστική δύναμη του ποσού είναι μειωμένη. Για να διατηρηθεί η συνολική αξία των καταθέσεων, θα έπρεπε το υπόλοιπο των καταθέσεων να ενισχυθεί με το ισόποσο του πληθωρισμού. Μόνο στην περίπτωση αυτή ο καταθέτης αγοράζει την ίδια ποσότητα προϊόντων στο τέλος μιας περιόδου με την αρχή. Συνεπώς, για τον καταθέτη δεν είναι σημαντικό μόνο το ονομαστικό μέγεθος του επιτοκίου, αλλά κυρίως ο πραγματικός τόκος, ο οποίος προκύπτει αν αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό από το ονομαστικό επιτόκιο.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, οι Έλληνες καταθέτες των 183 δισ. Ευρώ μόνο για το 2022 θα γίνουν φτωχότεροι κατά περίπου 14,5 δις Ευρώ, όση δηλαδή θα είναι και η απώλεια αγοραστικής δύναμης των οικονομιών τους. Από την άλλη οι τράπεζες φρόντισαν άμεσα να αυξήσουν τα επιτόκια χορηγήσεων τόσο στα στεγαστικά δάνεια (ca 5%) καθώς και στα επιχειρηματικά (ca 8%), πάντα βέβαια ανάλογα με τις εξασφαλίσεις και την χρονική διάρκεια αποπληρωμής. Έτσι, ενώ αυτές οι αυξήσεις θα φέρουν σε μεγάλη δυσκολία πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες θα αναγκαστούν να κάνουν περικοπές ή ακόμη και να οδηγηθούν σε πτώχευση και την οικονομία σε στασιμότητα, οι ίδιες υπόσχονται λόγω της αυξημένης κερδοφορίας σημαντικά μερίσματα στους μετόχους.
Ας σημειωθεί, ότι όλες οι τράπεζες ακολουθούν την ίδια πολιτική, ακόμη και η κατά πλειοψηφία κρατική Εθνική Τράπεζα, επικαλούμενες την υψηλή ρευστότητα που διαθέτουν. Αποδέχονται δηλαδή, ότι διαθέτουν κεφάλαια με μηδενικό κόστος χρήματος και δεν είναι σε θέση να τα αξιοποιήσουν για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, ενισχύοντας βιώσιμες, υγιείς επιχειρήσεις. Αντ’ αυτού, προτιμούν να επενδύουν σε τίτλους του δημοσίου, αποφεύγοντας τον όποιο επενδυτικό κίνδυνο.
Όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι καταθέσεις βρίσκονται στον πυρήνα της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης, συμβάλλοντας μέσω των επενδύσεων στην αύξηση της μελλοντικής παραγωγής. Οι καταθέσεις αποτελούν μέρος του εισοδήματος, το οποίο δεν καταναλώνεται και τίθεται στη διάθεση των τραπεζών, των οποίων η βασική αποστολή είναι η διοχέτευσή τους σε παραγωγικές επενδύσεις, εργοστάσια, μηχανές, κτιριακά συγκροτήματα, απασχόληση εργατικού δυναμικού. Οι καταθέσεις αποτελούν την πρώτη ύλη, παρά τη δυνατότητα μόχλευσης που διαθέτουν οι τράπεζες, για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Αποτελούν περιουσία του κοινωνικού συνόλου, την οποία πρέπει να αξιοποιούν αποτελεσματικά και με σεβασμό. Για αυτό άλλωστε, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε όλες τις χώρες, υπόκεινται σε αυστηρότατη εποπτεία, κάτι που δε συμβαίνει με άλλες επιχειρήσεις. Το γεγονός εξάλλου, ότι διαθέτουν μεγάλη ρευστότητα θα έπρεπε να αποτελεί ευλογία, την οποία οφείλουν να αξιοποιήσουν, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος. Όσο είναι βέβαια καιρός, γιατί πολλές τράπεζες στην Ευρώπη προσφέρουν καταθετικά επιτόκια πάνω από 2-2,5%. Αυτό σημαίνει, κάτι που εμείς το απευχόμαστε για τη χώρα μας, ότι πολύ εύκολα, με ένα κλικ στον υπολογιστή ενός υποκαταστήματος, μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες χώρες, με καταστροφικές για τις ίδιες και την οικονομία συνέπειες.
Με δεδομένο μάλιστα, ότι οι κάτοχοι των καταθετικών λογαριασμών, προέρχονται κυρίως από τη μεσαία τάξη εισοδημάτων, η οποία πλήττεται και από τον πληθωρισμό αλλά και τη στασιμότητα των μισθών, είναι ηθικό και δίκαιο ένα μέρος από τα οφέλη που συγκυριακά θα προκύψουν για τις τράπεζες να έχουν αποδέκτη τους καταθέτες μέσω της αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων. Αλλιώς, η αλλαγή εποχής στην αγορά των επιτοκίων θα είναι λειψή, αφού θα αναφέρεται μόνο στο ένα σκέλος, εκείνο των χορηγήσεων, ενώ το άλλο θα παραμένει παγωμένο με άγνωστες συνέπειες.
*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς