Skip to main content

Η «άπνοια» στο ταμπλό πλήττει τις χρηματιστηριακές εταιρείες

Από την έντυπη έκδοση

Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]

«Όλοι θέλουν να πουλήσουν τις εταιρείες τους, αλλά δεν βρίσκουν αγοραστές στην τιμή που θέλουν».

Αυτό δηλώνει στη «Ν» χρηματιστής που δραστηριοποιείται στην αγορά από το 1982, απαντώντας στις φήμες που κυκλοφορούν τον τελευταίο μήνα στο Χρηματιστήριο και σύμφωνα με τις οποίες στον κλάδο επικρατεί αναβρασμός λόγω της χαμηλής συναλλακτικής δραστηριότητας, που οδηγεί τις ΑΧΕΠΕΥ να αναζητούν αγοραστές.

Το βασικό ερώτημα είναι πώς μπορούν να επιβιώσουν 27 χρηματιστηριακές εταιρείες σε μια τόσο ρηχή αγορά, στην οποία τα τελευταία χρόνια οι ενεργοί κωδικοί έχουν παγιωθεί μεταξύ των 15 και 35 χιλιάδων, ενώ περίπου το 85% εξ αυτών διαθέτει χαρτοφυλάκια έως 3.000 ευρώ; Ελάχιστοι, επίσης, είναι οι κωδικοί που διαθέτουν χαρτοφυλάκια έως 9.000 ευρώ. Οι ενεργοί κωδικοί του Σεπτεμβρίου ήταν μόλις 17.781, δηλαδή λιγότεροι από τον Αύγουστο (18.268), έναν κατ’ εξοχήν χαλαρό από πλευράς τζίρου μήνα. Από αυτούς, οι 17.170 ήταν κωδικοί εγχώριων επενδυτών και οι 611 αλλοδαπών. Ως ενεργός λογίζεται ένας κωδικός μέσω του οποίου έχει γίνει έστω και μία κίνηση μέσα σε έναν μήνα.

Την περασμένη εβδομάδα, μάλιστα, η εισηγμένη Euroxx έπεσε θύμα αυτών των φημών και με επιστολή της στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπογράμμισε «ότι με αφορμή σχετικών δημοσιευμάτων στον Τύπο και προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας, ουδεμία συζήτηση υφίσταται με οποιονδήποτε υποψήφιο επενδυτή και αν στο μέλλον υπάρξει, θα ενημερώσει προσηκόντως το επενδυτικό κοινό».

Το χθες και το σήμερα

Σήμερα λειτουργούν 27 ελληνικές χρηματιστηριακές, όταν το 1999 ήταν εν λειτουργία 91 χρηματιστηριακές. Υπολογίζεται ότι το 60% των εργαζομένων στις χρηματιστηριακές εταιρείες, οι οποίοι είχαν ξεπεράσει τις 6.000 το 1999, είχε απολυθεί μεταξύ 2000 και 2009, εξαιτίας του αναιμικού τζίρου της αγοράς και του μεγάλου αριθμού των εταιρειών του κλάδου. Σήμερα, σε μία χρηματιστηριακή εταιρεία υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες εργαζομένων. Από τη μία είναι οι αντικριστές (dealers), δηλαδή τα στελέχη που βρίσκονται μπροστά στα μόνιτορ και έχουν ως ευθύνη να εκτελούν τις εντολές αγοράς και πώλησης μετοχών που δέχονται από τους πελάτες τους. Οι αντικριστές στην πλειονότητά τους αμείβονται με βασικό μισθό από τη χρηματιστηριακή. Η δεύτερη κατηγορία εργαζομένων είναι οι brokers (μεσίτες), που αποτελούν τους ενδιάμεσους μεταξύ των ειδικών διαπραγματευτών (dealers) και των αντισυμβαλλομένων πελατών τους. Το κέρδος τους προέρχεται από τη χρέωση των πελατών τους για τις υπηρεσίες τους.

Οι περισσότερες από τις μικρές χρηματιστηριακές διατηρούνται εν ζωή είτε με πολύ λίγους ιδιώτες πελάτες, είτε διότι οι βασικοί μέτοχοι δεν επιθυμούν να τις κλείσουν και συχνά χρηματοδοτούν τη δραστηριότητά τους. Ο στόχος των ελληνικών χρηματιστηριακών είναι κοινός: να μειωθούν τα κόστη, καθώς οι ιδιωτικές χρηματιστηριακές κρατούν μόνο τη διαβίβαση εντολών και μεταφέρουν το κοστοβόρο κομμάτι υπηρεσιών, όπως είναι το ταμείο τίτλων και η εκκαθάριση, στις μεγάλες χρηματιστηριακές που είναι θυγατρικές τραπεζών. Την επίσπευση των συμμαχιών προωθούν κυρίως οι μικρές οικογενειακές χρηματιστηριακές που συζητούν με θυγατρικές τραπεζών και προσφέρουν ένα χαρτοφυλάκιο πελατών αξίας από 5 έως 30 εκατ. ευρώ. Σημαντικά μερίδια αγοράς κατέχουν τα 11 remote members (μέλη εξ αποστάσεως), όπως είναι η Citigroup, η UBS, η Credit Suisse, η Deutsche Bank, η Βank of America και η Societe Generale.

Το σύνολο των κωδικών που έχουν κάποιο μικρό υπόλοιπο στο Χ.Α., έστω και αν έχουν 5-10 ή 15 χρόνια να κάνουν κίνηση, είναι 494.221, ενώ οι αλλοδαποί που έχουν υπόλοιπα είναι 9.470. Έτσι, το σύνολο των κωδικών που υπάρχουν ακόμη στο ελληνικό χρηματιστήριο είναι 503.691, αλλά από αυτούς ένα ελάχιστο ποσοστό έχει πραγματική παρουσία. Η μέση συναλλαγή ανά πινακίδιο μειώθηκε τον Σεπτέμβριο στα 2.190 ευρώ, από 2.279 ευρώ τον Αύγουστο, αποτέλεσμα και της μείωσης της κεφαλαιοποίησης του Χ.Α., που μέσα στον προηγούμενο μήνα υποχώρησε έως τα 57,5 δισ. ευρώ.