Με αφορμή το αίτημα για χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων στην ίδια τη Γερμανία, ο γερμανικός τύπος αναλύει την κατάσταση εκτός συνόρων. Για την Ελλάδα τα συμπεράσματα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά.
Όπως επισημαίνει η ηλεκτρονική έκδοση της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt «ο κίνδυνος μίας πρώιμης χαλάρωσης είναι ότι μπορεί να ανακληθεί και πάλι γρήγορα. Όπως στην Ελλάδα. Ενώ οι ελληνικές αρχές είχαν εξαγγείλει χαλάρωση του λόκνταουν στα μέσα Ιανουαρίου, ανοίγοντας ξανά τα εμπορικά καταστήματα, σε μεγάλο βαθμό την πήραν πίσω μετά από μόλις δέκα ημέρες λόγω του αυξανόμενου αριθμού των κρουσμάτων. Σήμερα τα καταστήματα είναι πάλι κλειστά, παρότι ο αριθμός των νέων κρουσμάτων ανά 100.000 κατοίκους είναι αισθητά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο στη Γερμανία».
Μάλιστα η Handelsblatt εκτιμά ότι «οι Έλληνες αρχίζουν να χάνουν την υπομονή τους. Ενώ τον περασμένο Μάιο το 84% εξέφραζε την ικανοποίησή του για τη διαχείριση της πανδημίας σε σχετική δημοσκόπηση, σήμερα το ποσοστό αυτό έχει περιοριστεί στο 43%».
Η εφημερίδα Die Welt υποστηρίζει ότι «η περίπτωση της Ελλάδας είναι διδακτική και για τη Γερμανία». Την Τετάρτη η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και οι πρωθυπουργοί των ομόσπονδων κρατιδίων συζητούσαν για τις εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας, αντιμετωπίζοντας πιέσεις να ανοίξουν σχολεία και εμπορικά καταστήματα. Η εφημερίδα του Βερολίνου σημειώνει ότι «παρεμφερής ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα τον Ιανουάριο. Η χώρα είχε αποκρούσει με επιτυχία το δεύτερο κύμα. Πολύ νωρίς, από τις αρχές Νοεμβρίου, οι Έλληνες είχαν κλειστεί στο σπίτι και δεν έβγαιναν παρά μόνο εφόσον συνέτρεχε ειδικός λόγος, για να πάνε στη δουλειά, στον γιατρό, για να αγοράσουν τρόφιμα ή για σωματική άσκηση. Κάθε φορά έπρεπε να στέλνουν SMS στην Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας, με την αστυνομία να πραγματοποιεί ελέγχους. Η προσπάθεια ανταμείφθηκε με τους χαμηλούς αριθμούς κρουσμάτων. Οι επιδημιολόγοι έδωσαν πράσινο φως κι έτσι η Ελλάδα, στα μέσα Ιανουαρίου, άνοιξε πάλι καταστήματα, δημοτικά σχολεία, νηπιαγωγεία και εκκλησίες. (…) Η αισιοδοξία ήταν πρώιμη. Τώρα οι ειδικοί προειδοποιούν για ένα ενδεχόμενο τρίτο κύμα (της πανδημίας) που ίσως αποδειχθεί ακόμη πιο σφοδρό από το δεύτερο».
«Απερισκεψία» στην Ικαρία
Στο άρθρο της, που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας, η Welt δεν παραλείπει και μία αναφορά στα όσα έγιναν στην Ικαρία: «Ίσως η καλοκαιρία να παρέσυρε τον Έλληνα πρωθυπουργό στην απερισκεψία. Ενώ η κεντρική Γερμανία βυθιζόταν στα χιόνια, στην Ελλάδα επικρατούσε λιακάδα με ανοιξιάτικες θερμοκρασίες, γύρω στους 20 βαθμούς. Το Σαββατοκύριακο δημοσιεύθηκε βίντεο που έδειχνε τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε ένα μπαλκόνι στην Ικαρία, μαζί με άλλα 30, 40 άτομα. Ήδη τον περασμένο Δεκέμβριο είχε δεχθεί κριτική, όταν εμφανίστηκε σε φωτογραφίες από εξόρμηση με mountainbike μαζί με άλλους εκδρομείς, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και χωρίς μάσκα προστασίας».
«Ο Ντράγκι είναι ο καλύτερος»
Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ιταλία απασχολούν τους Γερμανούς σχολιαστές. Η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) παρατηρεί ότι «από τότε που ο Μάριο Ντράγκι έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης τα ιταλικά ομόλογα εμφανίζουν μεγάλη ζήτηση. Στον πρώην διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) οι αγορές προσφέρουν προκαταβολή εμπιστοσύνης, καθώς η απόδοση του δεκαετούς ιταλικού ομολόγου έχει πέσει σε επίπεδα-ρεκόρ. Την Τετάρτη ξεπεράστηκε το φράγμα του 0,5%».
Την ίδια στιγμή πάντως, αντιδράσεις προκαλεί η πρόταση που διατυπώνουν ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι και ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί για «κούρεμα» στο ιταλικό χρέος απέναντι στην ΕΚΤ. Η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt κάνει λόγο για μία «εντελώς χαζή ιδέα» και σχολιάζει: «Ένα κούρεμα χρέους για μία χώρα της ευρωζώνης δεν μπορεί να λειτουργήσει, γιατί σε αυτή την περίπτωση και άλλες χώρες- και δικαίως- θα απαιτούσαν επίσης κούρεμα χρέους. Άρα θα έπρεπε να χαρίσουμε τα χρέη όλων, όπως θέλει ο Πικετί. Προτείνει να διαγραφούν όλα τα χρέη που έχει αγοράσει η ΕΚΤ, συνολικού ύψους 2,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Μόνο που το σημερινό νομικό πλαίσιο απαγορεύει αυστηρά μία τέτοια διαγραφή χρέους. Αλλά ακόμη και αν οι πολιτικοί τροποποιούσαν τις ισχύουσες συνθήκες, οι πολιτικές συνέπειες θα ήταν καταστροφικές για την Ευρώπη».
Για τις πολιτικές εξελίξεις μιλάει στην εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ματέο Ρέντσι, ο άνθρωπος που ουσιαστικά πυροδότησε την τελευταία κυβερνητική κρίση, αποσύροντας τη στήριξή του στην κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε. Το σχόλιό του για τον Μάριο Ντράγκι: «Παίρνουμε 200 δισεκατομμύρια ευρώ από την ΕΕ. Χρειαζόμαστε λοιπόν μία κυβέρνηση που είναι σε θέση να αξιοποιήσει αυτά τα χρήματα. Από τη στιγμή που η Ευρώπη μας εμπιστεύεται, πρέπει να αναδείξουμε στην κορυφή τους καλύτερους. Και ο Μάριο Ντράγκι είναι ο καλύτερος». Ο Ρέντσι δεν αρνείται ότι είναι θαυμαστής του Μακιαβέλι, αλλά υποστηρίζει ότι αξιοποιεί τις μεθόδους του για ένα «καλό αποτέλεσμα». Καλείται όμως να απαντήσει και στην ερώτηση, μήπως τελικά λειτουργεί αυτοκαταστροφικά, καθώς από πρωθυπουργός του 40% το 2014 κατέληξε επικεφαλής ενός μικρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με 2,6%. Η απάντηση του Ματέο Ρέντσι: «Αξιοποίησα το κεφάλαιο που είχα το 2014 για να επιβάλλω μεταρρυθμίσεις, τις οποίες κανείς δεν ήθελε να υλοποιήσει. Σίγουρα δεν μου αρέσει που είμαστε στο 3%, αλλά και με το 3% μπορεί κανείς να κάνει μεγάλα πράγματα: Να απαλλαγεί από τον Σαλβίνι, να φέρει τον Ντράγκι».
Πηγή: DW