“Δεν στερούνται τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (κύρια και επικουρική σύνταξη, παροχές υγείας, εφ’ άπαξ, κ.λπ.) οι εργαζόμενοι της Δ.Ε.Η. σε περίπτωση που έχουν καταδικαστεί ποινικά”.
Αυτό αποφάσισε το Συμβούλιο της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματική σχετική διάταξη του 1967, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση καταδίκης εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. σε ποινή κάθειρξης για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου, ο καταδικασθεις χάνει το δικαίωμα για συνταξη, με περαιτέρω συνέπειες την απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφ’ άπαξ βοήθημα.
Η διάταξη είχε ως στόχο την αποτροπή των εργαζομένων της επιχείρησης από τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων, όταν στρέφονται είτε σε βάρος της Δ.Ε.Η. είτε σε βάρος του Δημοσίου.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι Σύμβουλοι, “δεν δύναται, κατ’ αρχήν, η ποινική καταδίκη εργαζόμενου της Δ.Ε.Η. να αποτελέσει πρόσφορο κριτήριο για τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, δυνάμενο να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση αυτού ως προς τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών.”
Και αυτό, διότι η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση «δεν τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της ίδιας της ασφαλιστικής σχέσης, η οποία έχει ως αποστολή κατά το Σύνταγμα την προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται με τη χορήγηση παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης με παράλληλη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος».