Ο υποψήφιος καγκελάριος με τη σημαία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) Μάρτιν Σουλτς φέρεται σε ορισμένες δημοσκοπήσεις να κερδίζει την κεντροδεξιά νυν καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, χάρη σε ένα πρόγραμμα με «στροφή προς τα αριστερά», που του στοιχίζει κατηγορίες για λαϊκιστική παρέκκλιση.
Ο τέως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιτέθηκε σε ένα εκ των τοτέμ της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, επικρίνοντας τις φιλελεύθερης έμπνευσης μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που πραγματοποιήθηκαν από το 2003 έως το 2005 από τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Τα μέτρα αυτά, γνωστά με την ονομασία «Ατζέντα 2010», αποτελούσαν για καιρό «λάβαρο» για το SPD.
Καθώς περιλάμβαναν μειώσεις των κοινωνικών επιδομάτων και αύξαναν την πίεση στους ανέργους για να επιστρέψουν στην εργασία, οι μεταρρυθμίσεις επέτρεψαν στη Γερμανία να βγει από τον οικονομικό μαρασμό και να μειώσει το ποσοστό της ανεργίας της σε επίπεδο που παραμένει μέχρι σήμερα ιστορικά χαμηλό.
«Λάθη»
Συνέβαλαν ωστόσο και στη δημιουργία μιας γενιά «φτωχών εργαζομένων» οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να αρκούνται σε επισφαλείς συμβάσεις εργασίας.
«Κάναμε κι εμείς λάθη», δήλωσε τη Δευτέρα ο Μάρτιν Σούλτς, στη διάρκεια συγκέντρωσης μελών του SPD, αναφορικά με την Ατζέντα 2010, ενώ περιέγραψε μια κατάσταση καταστροφική για τους μισθωτούς στη χώρα, πριν προσθέσει: «Το σημαντικό, όταν βλέπουμε πως έχουμε κάνει λάθη, είναι να τα διορθώνουμε».
Ο υποψήφιος του SPD για την καγκελαρία υποσχέθηκε κυρίως να παραταθεί η διάρκεια των επιδομάτων ανεργίας, να υπάρξουν περισσότερες εγγυημένες συντάξεις, καθώς και την σχεδόν ολοκληρωτική κατάργηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου υπέρ των συμβάσεων αόριστης διάρκειας.
Πρόκειται για μια μετωπική αμφισβήτηση των μεταρρυθμίσεων του κ. Σρέντερ κατά τη δεκαετία του 2000.
«Ο Ρομπέν των Δασών του SPD», σχολιάζει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, «ο Μάρτιν Σουλτς αλλάζει προς τα αριστερά την πορεία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος».
Με την τοποθέτησή του, ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου φέρνει πιο κοντά το κεντροαριστερό κίνημά του – που εξακολουθεί ωστόσο να είναι μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού της συντηρητικής καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ και μέχρι τώρα ακολουθούσε μια μάλλον κεντρώα γραμμή – στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν ή στον υποψήφιο του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στις προεδρικές εκλογές Μπενουά Αμόν, ο οποίος έρχεται σε ρήξη με την κληρονομιά του προέδρου Φρανσουά Ολάντ, την οποία χαρακτηρίζει «σοσιαλφιλελεύθερη».
«Σοσιαλ-λαϊκισμός»
Ο Μάρτιν Σουλτς χειροκροτείται ως εκ τούτου από τη γερμανική ριζοσπαστική Αριστερά (Die Linke), η οποία δεν αποκλείει πλέον έναν ενδεχόμενο συνασπισμό με το SPD μετά τις εκλογές στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Αντίθετα από την Κεντροδεξιά και τον επιχειρηματικό κόσμο οι επικρίσεις έρχονται βροχή. Ένας από τους αξιωματούχους του κόμματος της Άγκελα Μέρκελ (CDU), ο Μίχαελ Φουκς κατηγορεί τον σοσιαλδημοκράτη υποψήφιο για την καγκελαρία ότι υποκύπτει στον «σοσιαλ-λαϊκισμό», διατυπώνοντας μη ρεαλιστικές προτάσεις και με την τάση του να περιγράφει με μελανά χρώματα την κατάσταση της χώρας.
Σύμφωνα με τον κεντροδεξιό Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος για την καγκελαρία υποκύπτει «στη δημαγωγία» με τους φιλιππικούς του και τις υποσχέσεις του για ρήξη, την ώρα που η ανεργία είναι πολύ χαμηλή στη χώρα. «Είναι σχεδόν σαν τον Τραμπ σε αυτά που λέει», είπε πρόσφατα.
Ο Μάρτιν Σουλτς έχει ένα μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον πρόεδρο του SPD και υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, η δημοτικότητα του οποίου είναι πολύ χαμηλή και τον οποίο αντικατέστησε στα τέλη Ιανουαρίου: δεν ανήκει στον κυβερνητικό συνασπισμό και δεν έχει υιοθετήσει άμεσα την πολιτική που από το 2013 ασκείται και από τους Σοσιαλδημοκράτες.
Αυτό το περιθώριο ελιγμού του επιτρέπει να τοποθετείται ως ο άνθρωπος της αλλαγής. Με το ρητορικό ταλέντο του, καθώς μιλάει μια «γλώσσα του λαού» που «περνάει» στην κοινή γνώμη, έχει κερδίσει αυτούς που συμπαθούν το SPD, αλλά και άλλους πέραν αυτών.