Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού – Ερευνητή
[email protected]
Βασικό επιχείρημα του Υπουργείου Παιδείας για να αποφασίσει την εισαγωγή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής και το διπλό μηχανογραφικό ήταν ότι το 30% των φοιτητών εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Πράγματι, όπως βλέπουμε στο διάγραμμα, από το 2008 ο αριθμός των φοιτητών που καθυστερούσαν να πάρουν το πτυχίο τους (φοιτητές ν+) ήταν μεγαλύτερος από των φοιτητών που φοιτούσαν στα κανονικά εξάμηνα σπουδών (τακτικοί φοιτητές).
Αναφερόμαστε μόνο στους φοιτητές του Πανεπιστημιακού τομέα. Μάλιστα μέσα σε μόλις 11 χρόνια ο αριθμός τους διπλασιάστηκε από 106.925 το 2004 έφθασε τους 213.098 το 2015. Το 2018 ο αριθμός τους έφθασε τις 252.718, αλλά επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία για το 2017 από την ΕΛΛ.ΣΤΑΤ. δεν προστέθηκαν στο διάγραμμα. Η αύξηση του αριθμού των φοιτητών που καθυστερούν να πάρουν το πτυχίο τους σημαίνει ότι εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Αν απλά καθυστερούσαν θα έπαιρναν κάποια στιγμή πτυχίο και θα έβγαιναν από τη λίστα των φοιτητών που καθυστερούν. Συνεπώς ο αριθμός δεν θα αυξανόταν.
Το Υπουργείο Παιδείας για πρώτη φορά ασχολήθηκε με το πρόβλημα, με τουλάχιστον 12 χρόνια καθυστέρηση. Φυσικά δεν είναι ευθύνη της νυν Υπουργού, αλλά όλων των προηγούμενων, που τόσα χρόνια δεν ασχολήθηκαν με το πρόβλημα. Κάθε φοιτητής που εγκαταλείπει τις σπουδές του υφίσταται μία αποτυχία, που μετράει ως προσωπική ήττα, με μεγάλες συνέπειες στην ψυχολογία του.
Οι αιτίες εγκατάλειψης των σπουδών είναι δύο: Η αδυναμία να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των σπουδών ή η λάθος επιλογή σπουδών ή και τα δύο. Αυτά τα δύο προβλήματα προσπαθεί να λύσει το Υπουργείο Παιδείας με τις ρυθμίσεις που προτείνει. Με την εισαγωγή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ), προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της αδυναμίας κάποιων φοιτητών να παρακολουθήσουν τις σπουδές τους. Με το διπλό μηχανογραφικό προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της λάθος επιλογής σπουδών, που οδηγεί επίσης στην εγκατάλειψη των σπουδών.
Η ελάχιστη βάση εισαγωγής, όπως προτείνεται από το Υπουργείο Παιδείας, είναι πολύ καλύτερη από τη βάση του 10 που εφαρμόστηκε το 2006. Δεν είναι όμως δίκαιη. Γιατί όποιος δεν κρίνεται ικανός να φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο, πληρώνοντας μετατρέπεται σε ικανό. Πηγαίνοντας σε ένα κολέγιο θα πάρει πτυχίο, που θα είναι ισοδύναμο με του φοιτητή που πέρασε την ΕΒΕ. Αν θέλαμε να είμαστε δίκαιοι θα έπρεπε όσοι εισάγονται σε σχολή που οδηγεί στο ίδιο πτυχίο να έχουν τη μικρότερη από την ελάχιστη βάση εισαγωγής της ομάδας σχολών. Για παράδειγμα αν θέλει να σπουδάσει κάποιος σε κολέγιο για να γίνει Πολιτικός Μηχανικός να έχει τουλάχιστον τη μικρότερη ΕΒΕ από τα τμήματα Πολιτικών Μηχανικών των Πολυτεχνείων. Αλλιώς πώς θα πάρει πτυχίο ισοδύναμο με τα πτυχία των Πολυτεχνείων. Ίδιο πτυχίο, ίδιοι όροι εισαγωγής είναι το δίκαιο.
Φυσικά η ΕΒΕ δεν αποτελεί λύση, αλλά μπάλωμα. Το Υπουργείο Παιδείας οφείλει να φροντίσει να ανέβει το επίπεδο των μαθητών στο Λύκειο, έτσι ώστε όσοι αποφοιτούν από το Λύκειο να είναι ικανοί να παρακολουθήσουν σπουδές σε Πανεπιστήμιο. Έτσι γίνεται σε κάθε βαθμίδα της Εκπαίδευσης. Όσοι παίρνουν απολυτήριο Γυμνασίου είναι ικανοί να φοιτήσουν στο Λύκειο.
Η δεύτερη ρύθμιση, το διπλό μηχανογραφικό δηλαδή, προσπαθεί να δώσει λύση στο πρόβλημα της λάθος επιλογής σπουδών. Δυστυχώς φοβάμαι ότι όχι μόνο δεν θα δώσει λύση, αλλά θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα. Στο πρώτο μηχανογραφικό ο υποψήφιος θα δηλώνει λίγα τμήματα 10-15. Δεν διευκρίνισε το Υπουργείο Παιδείας τον ακριβή αριθμό. Αυτό σημαίνει ότι τον κρύβει ή δεν το έχουν αποφασίσει ακόμη. Η λογική είναι να δηλώνει ο υποψήφιος τις σχολές που πραγματικά επιθυμεί, ώστε να πετύχει σε μία σχολή που του αρέσει και να μην εγκαταλείψει τις σπουδές του. Πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Τι σημαίνει τη σχολή που επιθυμεί; Πολλοί υποψήφιοι, αλλά κυρίως οι μεγαλύτεροι γονείς, καθηγητές, θείοι και θείες, προσπαθούν να κατευθύνουν τους υποψηφίους προς σχολές υψηλού κύρους ή σχολές που το πτυχίο τους φαίνεται να έχει καλές προοπτικές στην αγορά εργασίας, χωρίς να κοιτάζουν αν αυτές οι σπουδές αρέσουν και ταιριάζουν στον υποψήφιο. Το πρόβλημα του επαγγελματικού προσανατολισμού είναι πολύ μεγάλο, αλλά το Υπουργείο Παιδείας κατάργησε και το τελευταίο απομεινάρι επαγγελματικού προσανατολισμού στα σχολεία, το μάθημα της Γ Γυμνασίου. Αντί να προσπαθήσει να γίνεται σωστά, απλά το κατάργησε.
Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα με το διπλό μηχανογραφικό είναι ότι ο υποψήφιος εξαρτάται από τι δηλώνουν οι άλλοι υποψήφιοι και όχι μόνο από τα μόρια που έχει συγκεντρώσει. Μέχρι τώρα όταν δύο υποψήφιοι δήλωναν το ίδιο τμήμα εισαγόταν αυτός που είχε τα περισσότερα μόρια. Τώρα θα δημιουργηθούν διλήμματα χωρίς νόημα. Αν ένας υποψήφιος με 7500 μόρια έχοντας πιάσει την ΕΒΕ δηλώσει στο πρώτο μηχανογραφικό μία σχολή που δεν είναι υψηλής ζήτησης, που δεν τη δήλωσαν πολλοί υποψήφιοι, θα εισαχθεί με ελάχιστα μόρια. Ένας άλλος υποψήφιος με 12.000 μόρια μπορεί να μείνει εκτός. Αυτό δεν είναι δίκαιο γιατί οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός συμπλήρωσης θέσεων, όπου υπερισχύει όποιος έχει συγκεντρώσει περισσότερα μόρια. Γι’ αυτό διαβάζουν και προσπαθούν οι υποψήφιοι. Τώρα ακυρώνεται η ουσία των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Η συμπλήρωση του Μηχανογραφικού θα γίνει παιγνίδι στρατηγικής, πρόβλεψης και τύχης, παράγοντες δηλαδή που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν καθόλου στη συμπλήρωση του Μηχανογραφικού.
Το Μηχανογραφικό πρέπει να αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες του υποψηφίου και μόνο. Πολλοί υποψήφιοι από άγχος ή από κακές συμβουλές δηλώνουν πάνω από 100 τμήματα. Προφανώς αυτό είναι λάθος, αλλά αυτό το λάθος δεν αντιμετωπίζεται με το διπλό μηχανογραφικό. Ας δούμε ένα παράδειγμα, σύμφωνα με τα δεδομένα του 2020. Ένας υποψήφιος συγκεντρώνει στις Επιστήμες Υγείας 17.400 μόρια και επιθυμεί να εισαχθεί στις Ιατρικές Σχολές. Βλέπει τη βάση της προηγούμενης χρονιάς στην Ιατρική Αλεξανδρούπολης που ήταν 18.123 μόρια και βλέπει ότι απέχει πάρα πολύ, συνεπώς δεν μπορεί να εισαχθεί. Επειδή έχει λίγες επιλογές δεν δηλώνει την Ιατρική, προκειμένου να δηλώσει άλλες σχολές. Αυτός ο υποψήφιος θα εισαγόταν στην Ιατρική Αλεξανδρούπολης, που είχε βάση 17.400 μόρια το 2020, αλλά θα χάσει την εισαγωγή του, γιατί ο περιορισμένος αριθμός τμημάτων που μπορεί να δηλώσει τον έκανε να μη τη δηλώσει.
Φοβάμαι ότι θα δούμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Το 1% των υποψηφίων να κάνει λάθος στη συμπλήρωση του Μηχανογραφικού, θα έχουμε περισσότερα από 1.000 λάθη. Είναι πολύ σοβαρή υπόθεση η συμπλήρωση του Μηχανογραφικού για να αλλάζει σε μια μέρα. Δεν είδα καμία μελέτη που να αναφέρει τα οφέλη, αλλά και τους κινδύνους αυτού του μέτρου. Υποθέτω ότι δεν υπάρχει, γιατί έτσι γίνεται συνήθως στην Ελλάδα: Οι αποφάσεις παίρνονται με εικασίες και όχι μετά από μελέτη. Μετά αναρωτιόμαστε γιατί τόσες αλλαγές έχουν αποτύχει παταγωδώς.
Κι όμως υπάρχει μία απλή λύση. Το πρόβλημα είπαμε είναι η λάθος επιλογή σπουδών από τους υποψηφίους. Η λύση είναι η οριζόντια μετακίνηση. Κάθε υποψήφιος που διαπιστώνει ότι έκανε λάθος επιλογή μπορεί να μετακινηθεί σε όποιο άλλο τμήμα του πεδίου του, αρκεί τη χρονιά που έδινε εξετάσεις να είχε πιάσει τη βάση του τμήματος που θέλει να εισαχθεί. Αν δεν είχε πιάσει τη βάση τότε πρέπει να δώσει ξανά εξετάσεις. Προφανώς με μία τέτοια ρύθμιση καταργείται η κατηγορία του 10%, των υποψηφίων δηλαδή που για δύο χρόνια μετά την τελευταία τους εξέταση έχουν δικαίωμα να υποβάλουν μηχανογραφικό χωρίς να δώσουν ξανά εξετάσεις. Μ’ αυτό τον απλό τρόπο εξασφαλίζουμε ότι όσοι έκαναν λάθος επιλογή μπορούν να τη διορθώσουν, για να αυξήσουμε το ποσοστό των φοιτητών που αποφοιτούν, αφού αυτός είναι ο στόχος.