Του Στράτου Στρατηγάκη
Mαθηματικού – ερευνητή
[email protected]
Μελετώντας τις επιδόσεις των υποψηφίων στις πανελλήνιες εξετάσεις στο μάθημα των μαθηματικών μόνο απογοήτευση μπορείς να νιώσεις.
Στον πίνακα 1 βλέπουμε τα ποσοστά των μαθητών που έγραψαν κάτω από τη βάση στις πανελλήνιες εξετάσεις. Πρόκειται για τους βαθμούς των υποψηφίων από την τεχνολογική κατεύθυνση.
Αυτό σημαίνει ότι δεν προσμετρούνται οι μαθητές της τεχνικής εκπαίδευσης, που συνήθως είναι πιο αδύνατοι στα μαθηματικά. Δεν περιέχονται ακόμη οι υποψήφιοι της θεωρητικής κατεύθυνσης, που, συνήθως, δεν τα καταφέρνουν στα μαθηματικά.
Συνεπώς το δείγμα των περίπου 35.000, ανάλογα με τη χρονιά, των αποφοίτων λυκείου δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικό. Αντίθετα πρόκειται για μαθητές του γενικού λυκείου που επέλεξαν να διδαχθούν τα μαθηματικά.
Θεωρητικά, λοιπόν, έχουν κλίση στα μαθηματικά. Μέσα σε αυτούς υπάρχουν οι αριστούχοι της τεχνολογικής κατεύθυνσης, αλλά και οι μέτριοι.
Στον πίνακα 2 βλέπουμε τις επιδόσεις των υποψηφίων από τη θετική κατεύθυνση, που θεωρείται η ελίτ των υποψηφίων, αφού από τη θετική κατεύθυνση μπορούσε να εισαχθεί κάποιος στην ιατρική.
Ακόμη και στη θετική κατεύθυνση οι μαθητές που είναι κάτω από τη βάση κινούνται από 28% μέχρι το 48% των υποψηφίων, ανάλογα με τη δυσκολία των θεμάτων κάθε χρονιάς.
Οι υποψήφιοι αυτής της κατηγορίας είναι πολύ λιγότεροι, περίπου 12.000. Συνολικά έχουμε δηλαδή περίπου 28.000 υποψηφίους κάτω από τη βάση στα μαθηματικά. Δηλαδή κάθε χρόνο παράγουμε τουλάχιστον 28.000 αποφοίτους γενικού λυκείου που αγνοούν βασικές γνώσεις.
Οι δύο μετρήσεις που αναφέραμε μία από το διαγωνισμό PISA σε μαθητές ηλικίας 15 ετών (στο προηγούμενο άρθρο μας) και μία σε τελειοφοίτους λυκείου ηλικίας 18 ετών συγκλίνουν ότι το πρόβλημα με τη μαθηματική εκπαίδευση (και όχι μόνο) είναι οξύτατο στη χώρα μας. Τα στοιχεία της δεκαετίας δείχνουν ότι δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης και του μνημονίου.
Απλά θα χειροτερεύσει η κατάσταση, λόγω των προβλημάτων στην εκπαίδευση, αλλά αυτό θα φανεί τα επόμενα χρόνια. Το πρόβλημα υπήρχε και πριν την κρίση, αλλά και τότε, και κυρίως τότε, μέσα στο ευδαιμονισμό κανένα δεν ενδιέφερε.
Έχετε ακούσει κάποιον Υπουργό Παιδείας την τελευταία δεκαετία να αναφέρεται στο πρόβλημα αυτό; Εγώ δεν έχω ακούσει.
Πέρα από τα παχιά λόγια για μεταρρύθμιση, αναβάθμιση, εκσυγχρονισμό και όπως αλλιώς το διατυπώνει κάθε Υπουργός με τα συμβούλια παιδείας, επιτροπές διακομματικές, συμβούλια πρώην υπουργών, ειδημόνων και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος που θέλει να κάνει απλά εντύπωση και να απορροφήσει κονδύλια από το ΕΣΠΑ, τόσα χρόνια τώρα, κανείς δεν έκανε το απλό:
Να ζητήσει τη γνώμη των ειδικών για τις αιτίες του προβλήματος, αυτών που ασχολούνται με τη διδακτική των μαθηματικών.
Να ρωτήσει τι κάνουν και στις άλλες χώρες και κυρίως γιατί το κάνουν και να ζητήσει προτάσεις για τη λύση του προβλήματος. Δεν περιμένουμε από κανένα να ανακαλύψει την πυρίτιδα.
Απλά πράγματα περιμένουμε. Κανείς, όμως, Υπουργός Παιδείας δεν αναρωτήθηκε γιατί δεν μαθαίνουν τα παιδιά μας γράμματα. Γιατί δεν αναρωτήθηκε; Γιατί προφανώς δεν τον ενδιαφέρει. Δεν είναι μέσα στις προτεραιότητές του, παρά τα όσα αντίθετα δηλώνουν τόσα χρόνια όλοι οι Υπουργοί Παιδείας.
Όταν έγινε ο πρώτος διαγωνισμός PISA (το 2000) και η Έλληνες μαθητές σημείωσαν πολύ χαμηλές επιδόσεις, ο τότε Υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι αυτό οφείλεται στις διαφορές του εκπαιδευτικού μας συστήματος από τα ζητούμενα του διαγωνισμού και το θέμα τελείωσε εκεί. Σωστό είναι αυτό, αλλά δεν εξηγεί την κατάσταση.
Στις άλλες χώρες που δεν πήγαν καλά οι μαθητές τους οι Υπουργοί Παιδείας δήλωσαν ότι θα μελετήσουμε το πρόβλημα και θα πάρουν μέτρα. Και πράγματι προσπάθησαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Εδώ απλά προσπεράσαμε το πρόβλημα.