Το σύστημα ασύλου της Ελλάδας παρακωλύεται από τις περικοπές του δημόσιου τομέα που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διάσωσης της χώρας, τονίζει ο εκπρόσωπος της υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία των προσφύγων στην Αθήνα Φιλίπ Λεκλέρκ, ενόσω οι τόνοι ανεβαίνουν τόσο για τις άθλιες συνθήκες στα κέντρα φιλοξενίας όσο και τον επικίνδυνο χειμώνα που έρχεται για πρόσφυγες και μετανάστες.
Με ιδιαίτερη αναφορά στο Βαθύ της Σάμου, όπου 4.000 άνθρωποι – αριθμός έξι φορές μεγαλύτερος από τις δυνατότητες του καταυλισμού – είναι υποχρεωμένοι να ζουν χωρίς ρεύμα, τρεχούμενο νερό ή τουαλέτες, ανάμεσα σε σκουπίδια, φίδια και ποντίκια, η «Guardian» αναζητεί τις ευθύνες για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα.
Οι ευρωβουλευτές κατηγορούν το σύστημα ασύλου της Ευρώπης. Η πολιτική της Ε.Ε. για την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης του χρέους ήταν «απολύτως νόμιμη», ωστόσο είχε απρόβλεπτες συνέπειες για τη μετανάστευση, επισημαίνει από την πλευρά του ο Λεκλέρκ.
«Πρόκειται για ένα κράτος που μαστίζεται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και του περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης στα νησιά και την ενδοχώρα, την οποία το κράτος δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει», υπογραμμίζει.
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες κάλεσε την Ελλάδα να λάβει επειγόντως μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των 11.000 ατόμων, που ζουν σε βρώμικους και επικίνδυνους καταυλισμούς στη Σάμο και τη Λέσβο.
Οι αξιωματούχοι της Ε.Ε. – σύμφωνα με την «Guardian» – πιστεύουν ότι τα ελληνικά υπουργεία δεν μπορούν να συντονιστούν και να επενδύσουν σωστά τα κοινοτικά κονδύλια για τους αιτούντες άσυλο. «Η ΕΕ έχει διαθέσει 1,6 δισ. ευρώ από το 2015. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιήσει τα 554 εκατ.», αναφέρει στο δημοσίευμά της η βρετανική εφημερίδα.
«Οι Βρυξέλλες υποψιάζονται ότι το υπουργείο Άμυνας, υπό την ηγεσία του Πάνου Καμμένου, δεν δίνει προτεραιότητα στις ανθρωπιστικές ανάγκες των προσφύγων. Το υπουργείο Άμυνας, με βασικό ρόλο στην επιτήρηση των προσφυγικών καταυλισμών, βρίσκεται στο επίκεντρο των καταγγελιών περί κακοδιαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Το υπουργείο το απορρίπτει κάνοντας λόγο για fake news.
Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), επιβεβαίωσε ότι έχει ανοίξει έρευνα «για τις φερόμενες παρατυπίες» ως προς τα ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονταν για τη σίτιση των προσφύγων. Αρνείται ωστόσο να μπει σε περαιτέρω λεπτομέρειες.
Η Ε.Ε. ανησυχεί για την αύξηση των αφίξεων στην Ελλάδα, η οποία θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο ένα σύστημα το οποίο ταλανίζεται από καθυστερήσεις. Η Ελλάδα φιλοξενεί ήδη 67.100 πρόσφυγες και μετανάστες και τους τελευταίους μήνες έχει σημειωθεί μια απότομη αύξηση των μεταναστών που περνούν στη χώρα από τα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Ο αριθμός των καταγεγραμμένων παράνομων διελεύσεων στα βόρεια χερσαία σύνορα έχει τριπλασιαστεί, εξηγεί ο Κριστόφ Μπορόφκσι, από τον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex). «Αυτό προσθέτει πίεση στην Ελλάδα», προσθέτει.
Σύμφωνα με την «Guardian», οι περισσότεροι που ξεκινούν το επικίνδυνο ταξίδι, διασχίζοντας τον Έβρο, είναι Τούρκοι που προσπαθούν να διαφύγουν από πολιτικές διώξεις. Έως τον Οκτώβριο, οι καταγεγραμμένες αφίξεις Τούρκων υπηκόων είχαν εκτοξευθεί από 6.500 πέρυσι, σε 18.700, σύμφωνα με τη Frontex. Την ίδια ώρα, περισσότεροι Σύροι και Ιρακινοί τους ακολουθούν καθώς έχει διαδοθεί ότι η διέλευση είναι πιο εύκολη από τα χερσαία σύνορα.
Οι μεγάλες περικοπές του δημόσιου τομέα έχουν συμβάλει στην καθυστέρηση στην παροχή ασύλου. Η Ελλάδα δεν έχει αρκετούς δικαστές ούτε γιατρούς ούτε ψυχολόγους. Ως αποτέλεσμα, λιγοστοί αιτούντες άσυλο και μετανάστες επιστρέφονται στην Τουρκία, μια δυνατότητα που δημιουργήθηκε από την αμφιλεγόμενη συμφωνία της ΕΕ με την Άγκυρα το 2016.
Οι Βρυξέλλες πιστεύουν ότι οι διακινητές μεταναστών, εκμεταλλευόμενοι τις ελλείψεις του συστήματος, φέρνουν ολοένα και περισσότερους μετανάστες στην Ελλάδα. «Με το να μην επιστρέφονται μετανάστες από τα νησιά στην Τουρκία, δημιουργείται ένα ισχυρό “μοντέλο μάρκετινγκ” για τους διακινητές», σχολιάζει πηγή της Ε.Ε. στην «Guardian».