Skip to main content

Ο χρησμός Δραγασάκη και η α’ κατοικία

Ανάλυση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Η διαπραγμάτευση για το νέο καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς είναι σε πλήρη εξέλιξη και φέρει ιδιότητες εύφλεκτης ύλης αφενός για την οικονομία, αφετέρου για τον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης.

Στις διαβουλεύσεις για τη μετεξέλιξη του νόμου Κατσέλη, ο οποίος προστατεύει ακίνητα αξίας έως και 280.000 ευρώ, η κυβέρνηση διεκδικεί όριο προστασίας σαφώς άνω των 150.000 ευρώ, αν όχι των 200.000 ευρώ.

Αντιθέτως, οι θεσμοί και οι τράπεζες επιζητούν τη μείωση του ορίου ακόμη και κάτω από τις 100.000 ευρώ, υπό την επίκληση της ανάγκης για δραστικό περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως προϋπόθεσης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.

Ορισμένες πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση, η οποία κινείται σε έντονο προεκλογικό ρυθμό, να προτίθεται ακόμη και για μονομερή ενέργεια, αν χρειαστεί.

Οι θεσμοί από την πλευρά τους, θα δείξει στην πράξη σε ποιον βαθμό το εννοούν, συνδέουν ευθέως την αυστηροποίηση του πλαισίου με την έγκριση της επιστροφής 750 εκατ. ευρώ – μέρος των κερδών της ΕΚΤ και των ευρωπαϊκών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα – στο Eurogroup της 11ης Μαρτίου.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, δήλωσε εις διπλούν ότι η κυβέρνηση οφείλει να κάνει προσεκτικά βήματα στον τομέα των «κόκκινων» δανείων διότι αντίθετες ενέργειες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάγκη των τραπεζών για νέα κεφάλαια.

Δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, και όχι κάποιος απλός παρατηρητής, αναφέρεται ρητά και δημοσίως στην εκδοχή μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, έστω ως θεωρητικό ενδεχόμενο.

Μια πρώτη ερμηνεία θα ήταν ότι δεν ζύγισε σωστά τον αντίκτυπο που θα είχε στη δημόσια σφαίρα και στο κλίμα στην αγορά η αναφορά αυτή καθ’ αυτήν. Μια δεύτερη ερμηνεία θα ήταν ότι, επισημαίνοντας στον αντίποδα τον κίνδυνο μιας ανακεφαλαιοποίησης, προετοιμάζει το έδαφος στην κοινή γνώμη για μια ενδεχόμενη σκληρή λύση στην προστασία της πρώτης κατοικίας, αν και εφόσον η κυβέρνηση δεν κάμψει τις αντιστάσεις των θεσμών και δεν προβεί σε μονομερή ενέργεια.

Μια τρίτη ερμηνεία θα ήταν ότι με την επίμαχη αυτή παρέμβαση χτυπά «καμπανάκι» στο εσωτερικό της κυβέρνησης και συγκεκριμένα στοχεύοντας σε όσους μπαίνουν στον πειρασμό να λειτουργήσουν περισσότερο με το βλέμμα στην κάλπη και λιγότερο με το βλέμμα στην οικονομία και στις τράπεζες. Μια τέταρτη ερμηνεία, η οποία δεν συγκεντρώνει τις ίδιες πιθανότητες με τις προηγούμενες, θα ήταν να γνωρίζει κάτι που δεν γνωρίζουμε, ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.

Σε κάθε περίπτωση, το κλίμα που διαμορφώνεται μέσα σε αυτό το σκηνικό δεν βοηθά στην εμπέδωση μιας αίσθησης ασφάλειας και σταθερότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην πραγματική οικονομία, σε μια περίοδο κατά την οποία κατά τα άλλα οι τράπεζες διψούν για επιστροφή, πόσο μάλλον για διατήρηση, των καταθέσεων.

Η μάχη με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι η μητέρα των μαχών για την ελληνική οικονομία. Είναι όμως, σε έναν βαθμό, και για την κυβέρνηση, η οποία δεν θα ήθελε να εφαρμόσει μια επώδυνη και ιδιαιτέρως αντιδημοφιλή ρύθμιση στο ζήτημα της πρώτης κατοικίας, προτού προλάβει να προκηρύξει τις επόμενες εθνικές εκλογές· ένα «αγκάθι» το οποίο με βεβαιότητα προσμετράται στους πολιτικούς υπολογισμούς της.