Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η ήττα της Άγκελα Μέρκελ στην εκλογική της περιφέρεια ηχεί σαν καμπανάκι στα αυτιά της καγκελαρίας, καθώς σηματοδοτεί μια περίοδο δοκιμασίας μετά από 11 χρόνια πρωτοκαθεδρίας στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Όμως το στραβοπάτημα της καγκελαρίου δημιουργεί «πονοκέφαλο» και στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος έχει βρει έναν πολύτιμο σύμμαχο στο πρόσωπο της Άγκελα Μέρκελ.
Πάλαι ποτέ πολέμιος των πανταχού «μερκελιστών», ο Αλέξης Τσίπρας έχει συνδέσει πλέον πολιτικά την τύχη του με το modus vivendi που διέπει τη συνεργασία με το Βερολίνο. Τις δραματικές ώρες του 2015 η Άγκελα Μέρκελ έβαλε φρένο στον «τσάρο» της γερμανικής οικονομίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όταν εκείνος αξίωσε την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Έπειτα, στο απόγειο της προσφυγικής κρίσης, η καγκελάριος σαφώς διαφοροποιήθηκε από όσους Ευρωπαίους ηγέτες όρθωσαν τείχη απέναντι στην Ελλάδα και συντάχθηκε με τον Έλληνα πρωθυπουργό στην πολιτική των ανοιχτών συνόρων μπροστά στα μεταναστευτικά ρεύματα από τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική. Ασχέτως αν αυτή ήταν τελικά μια επιλογή η οποία κατά πολλούς επέτεινε τις παράτυπες, άναρχες μετατοπίσεις μέσω των παράνομων τουρκικών πλοιαρίων και σίγουρα κόστισε πολιτικά στον κυβερνητικό συνασπισμό της Γερμανίας.
«Η Άγκελα Μέρκελ ήταν εξαιρετικά δημοφιλής πριν από την εισροή των προσφύγων στη Γερμανία. Το CDU κατείχε σταθερά στις μετρήσεις ένα ποσοστό άνω του 40%. Τα 3/4 των Γερμανών δήλωναν ικανοποιημένα μαζί της. Η εικόνα αυτή άλλαξε μετά τη μεταναστευτική κρίση», εξηγεί στη «Ν» ο επιφανής δημοσκόπος Reinhard Schlinkert, διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας ερευνών κοινής γνώμης Infratest Dimap.
Οι πολίτες της Γερμανίας αντιλαμβάνονται πλέον ότι χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία είναι πιο κοντά απ’ ό,τι πίστευαν. Η κοινή γνώμη είναι διχασμένη. Το 50% των πολιτών δηλώνει ότι φοβάται την άφιξη ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών στη χώρα, σε αντίθεση με το άλλο 50%. Οι πρώτοι επικαλούνται κυρίως 3 ανησυχίες: «Υψηλός ανταγωνισμός για την εξεύρεση στέγης – Απειλή για την ευημερία της χώρας – Υψηλή επιρροή του Ισλάμ στη γερμανική κοινωνία».
Οι Γερμανοί που ψήφισαν το AfD στο κρατίδιο Μέκλενμπουργκ – Δυτική Πομεράνια, σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις, θεωρούν ότι θα πρέπει να περιοριστεί ο αριθμός των προσφύγων που μεταβαίνει στη χώρα τους, αξιώνοντας αυστηρότερους περιορισμούς. Τη ρητορική αυτή προβάλλει το 30% του τοπικού πληθυσμού, την ώρα που -σημειωτέον- τα 2/3 δηλώνουν ικανοποιημένα με την οικονομική τους κατάσταση. Έτσι έχουν χοντρικά οι συσχετισμοί και στην υπόλοιπη χώρα· περισσότερο στα ανατολικά, λιγότερο στα δυτικά.
Ο Arnd Henze, πολιτικός ανταποκριτής στο κεντρικό στούντιο του ARD, χαρακτηρίζει στη «Ν» ιστορική την απόφαση της Άγκελα Μέρκελ να διατηρήσει ανοιχτά τα σύνορα για τους «καραβοτσακισμένους» πρόσφυγες που έσπευσαν προς τη Γερμανία μέσω της Ουγγαρίας και της λεγόμενης βαλκανικής διαδρομής, μια εξέλιξη την οποία αγκάλιασε με μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική προσπάθεια η κοινωνία των πολιτών σε όλη τη γερμανική επικράτεια. Όμως, με μία διαφορά. «Η Άγκελα Μέρκελ απέτυχε να δημιουργήσει και να επικοινωνήσει ένα ισχυρό αφήγημα για μια βιώσιμη διαχείριση της κρίσης πίσω από το περιβόητο “Wir schaffen das” (σ.σ.: Μπορούμε να το κάνουμε). Έπειτα από μήνες ο κυβερνητικός συνασπισμός της απέτυχε να παράσχει το αναγκαίο νομικό και διοικητικό πλαίσιο για το ιστορικό εγχείρημα ενσωμάτωσης περισσότερων από 1 εκατ. πρόσφυγες. Αυτό δημιούργησε ένα κενό που μπορούσε να καλυφθεί από λαϊκιστικές και ξενοφοβικές φωνές. Υπό αυτήν την έννοια, η άνοδος του AfD είναι ένα αποτέλεσμα της έλλειψης ηγεσίας από τη διοίκηση της Μέρκελ».
Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά για τις επιλογές της καγκελαρίας από εδώ και στο εξής; Ο Reinhard Schlinkert θεωρεί ότι στην πραγματικότητα είναι πλασματική η ανάγκη αλλαγής στρατηγικής της Άγκελα Μέρκελ στο προσφυγικό, υπογραμμίζοντας ότι πλέον είναι πολύ μικρός ο αριθμός των προσφύγων που φτάνουν στη Γερμανία. Βεβαίως, η γερμανική κοινή γνώμη ανησυχεί ότι πρόκειται για μια κατάσταση η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί προσωρινή. Η επιφύλαξη αυτή συνδυάζεται με τον αυξανόμενο φόβο για την αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων στη Γερμανία. Πάντως, το 1/3 των Γερμανών πολιτών θεωρεί ότι κανένα κόμμα μέχρι στιγμής δεν παρουσιάζει μια πειστική πρόταση για τη διαχείριση της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης.
Ειδικότερα, ως προς τη βραχυπρόθεσμη προοπτική των ελληνογερμανικών σχέσεων, ο Arnd Henze υπογραμμίζει ότι η Άγκελα Μέρκελ παραμένει δεσμευμένη στη συμφωνία της Ε.Ε. με την Τουρκία και αναζητεί μια ευρωπαϊκή προσέγγιση στο προσφυγικό ζήτημα. «Συνεπώς, δεν αναμένω μια συγκεκριμένη γερμανική ρητορική ή μια συγκεκριμένη γερμανική πίεση στην ελληνική διοίκηση. Αντιθέτως, στο πλαίσιο μιας σειράς άλλων προβλημάτων της Ε.Ε., όπως το Brexit, ο κύριος στόχος της Γερμανίας είναι να οικοδομήσει ένα νέο καθεστώς συναίνεσης ώστε να αποφύγει τις πολωτικές αντιπαραθέσεις που κάποτε σημάδεψαν τη συζήτηση για Grexit».
Αναπτύσσοντας μια άλλη διάσταση προς την ίδια κατεύθυνση, ο Reinhard Schlinkert εκφράζει την άποψη ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται στη Γερμανία μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει για την Ελλάδα, «καθώς έτσι κανείς τελικά δεν ασχολείται με την ελληνική οικονομία, παρά μόνο με τα εσωτερικά ζητήματα της γερμανικής πολιτικής σκηνής».
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική κυριαρχία της Άγκελα Μέρκελ δεν φαίνεται αυτήν τη στιγμή να απειλείται ευθέως, καθώς το 80% στο εσωτερικό του CDU θεωρεί ότι θα πρέπει η ίδια να διεκδικήσει εκ νέου την καγκελαρία για λογαριασμό του κόμματος. Το ίδιο πιστεύει και το 50% στο σύνολο του γερμανικού πληθυσμού.
Είναι όμως τόσο απλό; Σίγουρα όχι για τον αναλυτή του ARD. «Η Άγκελα Μέρκελ δείχνει αποφασισμένη να παλέψει για την πολιτική κληρονομιά της. Ωστόσο, η αντιπολίτευση στο κόμμα της γίνεται όλο και πιο ισχυρή, μέσα από κάθε χαμένη εκλογική αναμέτρηση σε επίπεδο κρατιδίων – η επόμενη επίκειται αυτήν την Κυριακή στο Βερολίνο. Σε αυτό το σημείο θα ανέμενα την Άγκελα Μέρκελ να “κατέβει” εκ νέου τον επόμενο Σεπτέμβριο για την επανεκλογή της. Ωστόσο, η αντιπαράθεση για ένα CDU πέρα από τη Μέρκελ ξεκίνησε και πλέον δεν θα σταματήσει».
Arnd Henze, πολιτικός ανταποκριτής του ARD, στη «Ν»
«Το Μέκλενμπουργκ – Δυτική Πομερανία είναι ένα πολύ μικρό αγροτικό κρατίδιο της Γερμανίας που μετρά μόλις 1,3 εκατ. ψηφοφόρους. Ωστόσο, το αποτέλεσμα πλήττει την ψυχολογία του κυβερνώντος CDU. Πρόκειται για το πολιτικό “σπίτι” της Άγκελα Μέρκελ και για πρώτη φορά το ακροδεξιό AfD λαμβάνει περισσότερες ψήφους από το CDU. Πάντως, δεν αναμένω μια συγκεκριμένη γερμανική ρητορική ή πίεση στην ελληνική διοίκηση. Αντιθέτως, στο πλαίσιο μιας σειράς άλλων προβλημάτων της Ε.Ε., όπως το Brexit, ο κύριος στόχος της Γερμανίας είναι να οικοδομήσει ένα νέο καθεστώς συναίνεσης ώστε να αποφύγει τις πολωτικές αντιπαραθέσεις που κάποτε σημάδεψαν τη συζήτηση για Grexit. Ωστόσο, η αντιπολίτευση στο κόμμα της καγκελαρίου γίνεται όλο και πιο ισχυρή, μέσα από κάθε χαμένη εκλογική αναμέτρηση σε επίπεδο κρατιδίων. Η αντιπαράθεση για ένα CDU πέρα από τη Μέρκελ ξεκίνησε και πλέον δεν θα σταματήσει».
Reinhard Schlinkert, επικεφαλής της Infratest Dimap, στη «Ν»
«Δεν θεωρώ ότι η Άγκελα Μέρκελ έχει αυτήν τη στιγμή ουσιαστικό πρόβλημα. Το 80% του CDU θεωρεί ότι θα πρέπει να “κατεβεί” ξανά για καγκελάριος. Έχουμε άλλωστε έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι τις εκλογές και η οικονομία στη Γερμανία τα πηγαίνει εξαιρετικά, με υψηλό εμπορικό πλεόνασμα και υψηλά φορολογικά έσοδα. Νομίζω πως είναι πολύ νωρίς να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι η Άγκελα Μέρκελ “τρώει τα ψωμιά της”. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε; Διατηρεί πολύ ψηλά τη δημοφιλία του. Είναι το σύμβολο της προστασίας του γερμανικού πλούτου. Αντιθέτως, το SPD θα πρέπει να σκεφτεί πολύ καλά ποιον θα “κατεβάσει”. Μόλις το 25% των ερωτηθέντων θεωρεί καλή επιλογή τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Είναι πάντως ακόμη νωρίς».