«Ένα πράγμα που ενώνει τις δύο χώρες μας είναι η κατανόηση του πώς πρέπει να βρίσκεσαι σε μία δύσκολη γειτονιά. Και αυτός ο αγώνας για την ελευθερία δεν τελειώνει πραγματικά ποτέ, διότι πάντοτε πρέπει να στηρίζεις τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις αξίες ώστε να διατηρήσεις την Δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία πιστεύω ότι αποτελεί το πιο παραγωγικό και το πιο πετυχημένο περιβάλλον για να ζουν, να δημιουργούν και να αυξάνουν την ευημερία τους οι άνθρωποι» τόνισε η πρωθυπουργός της Λιθουανίας, Ίνγκριντα Σιμονιτέ, κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεων με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η Λιθουανή πρωθυπουργός χαρακτήρισε «πολύ σύνθετη περίοδο για όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις» την περίοδο που διανύουμε λόγω της πανδημίας, και είπε ότι «αντιμετωπίσαμε πολλές κοινές προκλήσεις τον τελευταίο χρόνο. Έπρεπε να ρυθμίσουμε τους ελέγχους και τα συστήματα υγείας. Έπρεπε να ετοιμαστούμε και να εκτελέσουμε την εμβολιαστική εκστρατεία, ώστε να αυξήσουμε το επίπεδο ανθεκτικότητας των κοινωνιών μας έναντι των μεταλλάξεων και των νέων κυμάτων. Αυτό είναι η καθημερινότητά μας».
Αναφέρθηκε στις εξελίξεις στις οικονομίες των δυο χωρών «οι οποίες αποδεικνύονται αρκετά ανθεκτικές και έχουν καλές προοπτικές», όπως είπε, «και όσον αφορά αυτή τη χρονιά αλλά και τα επόμενα χρόνια».
Συνεχάρη την Ελλάδα «για τα σημαντικά επιτεύγματά της στον τομέα της ψηφιοποίησης» τα οποία χαρακτήρισε “αξιοζήλευτα” και εκτίμησε πως «αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να κινηθεί ως Ένωση» και ότι είναι ευκολότερο για τις μικρότερες χώρες να είναι πρωτεργάτες προς αυτή την κατεύθυνση.
Όπως είπε η πρωθυπουργός της Λιθουανία, το κύριο ζήτημα που συζητήθηκε ήταν η κατάσταση στα σύνορα της χώρας της με τη Λευκορωσία.
«Αναφέρομαι στα διδάγματα που έχουν αντληθεί ή την εμπειρία που μπορούμε να πάρουμε από τα βιώματα της Ελλάδας, η οποία από πολλές απόψεις είναι παρόμοια. Θα πρέπει να επισημάνω ότι ένα από τα ζητήματα που μας ενώνουν είναι το περιστατικό της αεροπειρατείας με κρατική υποστήριξη στα τέλη του Μαΐου. Γιατί το αεροπλάνο είχε προορισμό το Βίλνιους από την Αθήνα και με τον τρόπο αυτό οι δύο κυβερνήσεις μας ενεπλάκησαν στη διαχείριση της κατάστασης. Το περιστατικό έλαβε χώρα πολύ κοντά στα δικά μας σύνορα και οι περισσότεροι επιβάτες ήταν Λιθουανοί πολίτες, αν και υπήρχαν και πολίτες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες” είπε η κυρία Σιμονιτέ.
Προσέθεσε πως η αντίδραση της ΕΕ που ακολούθησε, ήταν ιδιαίτερα ταχεία, και πολύ ισχυρή, και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της προς τον Έλληνα πρωθυπουργό και τις ευρωπαϊκές χώρες «για την αλληλεγγύη που έχουν επιδείξει προς τη Λιθουανία σε αυτό το σύνθετο περιστατικό».
Τόνισε επίσης ότι τα προβλήματα, δεν τελείωσαν εκεί, καθώς διαπιστώθηκε μία ξαφνική αλλαγή σε σχέση με τις προγενέστερες ενέργειες της συνοριοφυλακής τής Λευκορωσίας, η οποία -είπε- «έτεινε να δέχεται επιστροφές ανθρώπων που είχαν περάσει παράνομα τα σύνορα από την λευκορωσική πλευρά, κι έτσι μπορούσαμε να τους επιστρέψουμε, σε επιχειρησιακό επίπεδο. Αυτό δεν συμβαίνει πλέον, και επιπλέον υπάρχει ολόκληρη υποδομή, όχι μόνον εγκληματίες αλλά επίσης κρατικοί θεσμοί, που μετέχουν στη διοργάνωση των αυξημένων μεταναστευτικών ροών προς την Λιθουανία».
Προσέθεσε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, 20 φορές περισσότεροι άνθρωποι έχουν περάσει τα σύνορα έως σήμερα, σε σχέση με το 2020 ή το 2019. «Ο συνολικός αριθμός ενδεχομένως δεν φοβίζει ιδιαίτερα, αλλά αυτό που προκαλεί φόβο είναι η τάση, καθότι ο κύριος όγκος των εισροών παρατηρήθηκε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Και βλέπουμε ξεκάθαρα ότι υπάρχουν διαδικασίες εν λειτουργία οι οποίες αποσκοπούν στο να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο αυτή τη ροή, αρχής γενομένης από την απόφαση του Λουκασένκο να αποσυρθεί από συμφωνίες για επανεισδοχές, πηγαίνοντας στη συνέχεια στη χαλάρωση των προϋποθέσεων για χορήγηση ταξιδιωτικής θεώρησης σε πολίτες πολλών χωρών και στον “εμβολιαστικό τουρισμό” -που δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα εφαρμοστεί στην Λευκορωσία» ανέφερε.
Η Λιθουανή πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι «είμαστε αντιμέτωποι με αυτή την περίπλοκη πρόκληση, τόσο σε όρους υλικοτεχνικής υποδομής, δεδομένου ότι ποτέ στο παρελθόν δεν βρισκόμασταν σε έναν διάδρομο ή σε μια ευρύτερη διαδρομή διέλευσης για ανθρώπους που προσπαθούσαν να φτάσουν στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και συμπλήρωσε:
«Επομένως, όλο αυτό είναι κάπως ξαφνικό. Θα πρέπει να ενισχύσουμε την ικανότητά μας να κρατήσουμε τα άτομα αυτά σε συνθήκες που σέβονται την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους. Και θα πρέπει να το κάνουμε γρήγορα και σε αρκετά μεγάλη κλίμακα. Και βέβαια η όλη διαδικασία με την οποία ξεκινά η διαδικασία χορήγησης ασύλου και η οποία συνηθίζεται να ακολουθείται θέλει χρόνο και προσπάθεια από τη μεριά των θεσμών μας και συνεπάγεται επιπλέον φόρτο που δεν είχαμε προβλέψει και τον οποίο θα πρέπει να χειριστούμε».
Αναφερόμενη στη χώρα της είπε ότι η Λιθουανία είναι μια χώρα που κατανοεί πλήρως το πώς νιώθουν οι άνθρωποι που διώκονται, όταν βασανίζονται και φυλακίζονται με ψευδείς κατηγορίες. «Γιατί αυτό συμβαίνει στη Λευκορωσία εδώ και πολλά χρόνια και σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό μετά τις δήθεν εκλογές (fake elections) του 2020. Εμείς προσφέραμε φιλοξενία στους πολίτες της Λευκορωσίας που έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα τους κα να αφήσουν τα πάντα πίσω τους. Μάλιστα υποδεχτήκαμε σαφώς περισσότερους σε σχέση με τον αριθμό που έχουμε στην παρούσα συγκυρία» ανέφερε και προσέθεσε: «Αλλά και πάλι αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές ιστορίες στις περισσότερες περιπτώσεις και θέλουμε να εγγυηθούμε ότι οι κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται».
Ξεκαθάρισε ότι η Λιθουανία δεν αποτελεί έναν διάδρομο, μία διαδρομή προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, προς τη Σουηδία, την Γερμανία ή άλλες χώρες, και επισήμανε πως υπάρχουν διαδικασίες και νομικά εργαλεία για να αιτηθεί κανείς άσυλο αν υπάρχει ανάγκη. «Η Λευκορωσία δεν είναι μια χώρα που μπορεί να θεωρηθεί μη ασφαλής για κάποιον, πέραν των μέσων ενημέρωσης, της κοινωνίας των πολιτών και των αντιφρονούντες στο καθεστώτος Λουκασένκο. Επομένως, είναι σαφές πως στο τέλος της μέρας πολλές από τις περιπτώσεις αιτήσεων για άσυλο θα θεωρηθούν αβάσιμες» είπε.
Εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της προς την ελληνική κυβέρνηση για την τεχνική στήριξη και την τεχνογνωσία που προσφέρει και θα προσφέρει στη συνέχεια.
«Θέλουμε να μάθουμε από την εμπειρία (της Ελλάδας) που ήταν αληθινή, φυσική, αν και επίπονη κάποιες φορές. Γιατί αυτό δεν είναι κάτι με το οποίο θα ήθελαν να ασχοληθούν οι κυβερνήσεις. Θα μου ήταν πιο ενδιαφέρον να συζητώ για τις οικονομικές σχέσεις και άλλα ζητήματα της καθημερινότητας.
Αλλά δεδομένου ότι αυτό είναι ένα ζήτημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, η εμπειρία αυτών που έχουν ήδη αντιμετωπίσει παρόμοια κατάσταση είναι πολύ χρήσιμη και πολύ σημαντική» είπε η πρωθυπουργός της Λιθουανίας.
Και κατέληξε:
«Η χώρα μας συμμετείχε στις κοινές προσπάθειες όταν η κρίση έπληξε τα σύνορα των χωρών στο νότιο τμήμα της ΕΕ. Και αυτό είναι που θα πρέπει να κάνουμε. Αν είμαστε Ένωση, είμαστε Ένωση για κάτι. Είμαστε φίλοι. Και όπως λένε, αν έχεις φίλο που σου στέκεται όταν το έχεις ανάγκη τότε έχεις έναν πραγματικό φίλο. Επομένως, αυτό που γνωρίζω είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε ένα πραγματικό φίλο. Και είμαι πολύ ευγνώμων για αυτό».