Skip to main content

Κ. Σακελλαροπούλου: «Συχνά λησμονείται η βασική αρχή της μη ανάμιξης του δικαστή στις αρμοδιότητες του νομοθέτη»

Τον κομβικό ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας στην εξασφάλιση της αναγκαίας ισορροπίας, μεταξύ των συνταγματικώς κατοχυρωμένων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος, τόσο κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όσο και κατά την τρέχουσα περίοδο της υγειονομικής κρίσης, υπογράμμισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά τον χαιρετισμό της στην έναρξη των εργασιών του συνεδρίου με τίτλο «Εννέα δεκαετίες Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι οραματισμοί του Ελευθερίου Βενιζέλου και η εξέλιξη του θεσμού στη διαδρομή του χρόνου», το οποίο συνδιοργανώνουν το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».

Όπως τόνισε η κυρία Σακελλαροπούλου «Την τελευταία δεκαετία, το Δικαστήριο ήρθε αντιμέτωπο με την μεγάλη οικονομική κρίση που τόσο ταλαιπώρησε την χώρα και τα μέτρα που απέβλεπαν στην αντιμετώπισή της. Οι αποφάσεις, με τις οποίες αναγνωρίστηκε η συνταγματικότητα του πρώτου «μνημονίου» και του PSI δέχτηκαν έντονη κριτική, ωστόσο πέρασαν την βάσανο του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ.

Στη νομολογία σχετικά με τις περικοπές στις συντάξεις και τις αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, το δικαστήριο έθεσε τα όρια και τις αναγκαίες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, ώστε αυτές να μην παραβιάζουν το Σύνταγμα. Ήδη την περίοδο που διανύουμε το ΣτΕ αντιμετωπίζει τα μέτρα που αφορούν την υγειονομική κρίση».

Παράλληλα, σημείωσε, ότι η έντονη ενασχόληση του ΣτΕ με συνταγματικά ζητήματα, η οποία το έχει καταστήσει οιονεί συνταγματικό δικαστήριο, αναδεικνύει ένα φαινόμενο που δεν είναι ελληνικό αλλά διεθνές: «στις σύγχρονες δημοκρατίες ο δικαστής διαδραματίζει έναν ρόλο που τον φέρνει πλησιέστερα από οποτεδήποτε άλλοτε στην πολιτική: καμιά μεταρρύθμιση δεν γίνεται, καμία μείζων πολιτική επιλογή του νομοθέτη δεν μπορεί να υλοποιηθεί, αν προηγουμένως δεν περάσει από την κρίση των δικαστηρίων. Κανένας δεν μπορεί να κυβερνήσει σε κράτος δικαίου χωρίς να λάβει υπ’ όψη του τον δικαστή, που αποτελεί τον έσχατο κριτή της νομιμότητας, με αποτέλεσμα να έχει προ πολλού παύσει να είναι το στόμα του νόμου και να έχει εξελιχθεί σε συνδιαμορφωτή του».

Ωστόσο, σημείωσε, ότι η διαπίστωση αυτή αναδεικνύει έντονα το ζήτημα των ορίων του δικαστικού ελέγχου και της ευθύνης του δικαστικού λειτουργού. Η βασική αρχή της μη ανάμιξης του δικαστή στις αρμοδιότητες του νομοθέτη, το περιεχόμενο της οποίας έχει εξελιχθεί και εμπλουτισθεί από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε, συχνά λησμονείται από όσους βλέπουν κριτικά τη νομολογία, ιδίως όταν αυτή αφορά μέτρα αντιμετώπισης σοβαρών προβλημάτων που διακρίνονται για τον σύνθετο χαρακτήρα τους και για την ανάγκη λήψης υπ’ όψη πολλών παραμέτρων για την επίλυσή τους. Τα όρια αυτά οφείλει να μην υπερβαίνει ο δικαστής, ειδικά τώρα που είναι εξοπλισμένος με το πολύ δραστικό και ιδιαίτερα επεξεργασμένο και στη διεθνή και αλλοδαπή νομολογία εργαλείο του ελέγχου της αναλογικότητας» συμπλήρωσε.

Επισήμανε, επίσης, ότι δεν πρέπει να παραβλέπονται και οι αρνητικές επιπτώσεις μιας μάλλον στρεβλής αντίληψης περί esprit de corps, που δεν είναι άλλες από την συγκάλυψη προβλημάτων και ανεπαρκειών. «Ειδικά το χρόνιο πρόβλημα της καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης, που σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε αρνησιδικία και που ακυρώνει τον συνταγματικό ρόλο του Δικαστηρίου, πρέπει να αντιμετωπισθεί ριζικά» υποστήριξε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Αναφερόμενη στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει το ΣτΕ τον 21ο αιώνα, υπογράμμισε ότι το Δικαστήριο οφείλει να συντονισθεί με την εποχή του και τις απαιτήσεις της, οι οποίες έχουν αλλάξει σε συγκλονιστικό βαθμό. Όπως σημείωσε « η ευρεία χρήση της ψηφιακής δικαιοσύνης, η διαρκής επαφή με τη διεθνή νομολογία και θεωρία, η θέσπιση σύγχρονου κώδικα δεοντολογίας, η θεσμικά οργανωμένη συνεργασία με τον Τύπο, είναι μερικά μόνον από τα προαπαιτούμενα ώστε το ΣτΕ να συνεχίσει να απονέμει αποτελεσματική δικαστική προστασία υψηλού επιπέδου. Με την ίδια πάντα στόχευση, να λειτουργεί δηλαδή ως θεσμικό αντίβαρο, ώστε να διασφαλίζεται η υπεροχή του Συντάγματος και των νόμων και να εμπεδώνεται το κράτος δικαίου».