Μια επερώτηση του κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) και μια γνωμοδότηση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Γερμανικής Βουλής (Bundestag) επανέφεραν το ζήτημα των ενδεχόμενων γερμανικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα για την περίοδο της κατοχής.
Η γνωμάτευση της Επιστημονικής Υπηρεσίας αμφισβητεί την επίσημη στάση της Γερμανίας, βάσει της οποίας το θέμα των επανορθώσεων προς την Ελλάδα έχει πολιτικά και νομικά ρυθμιστεί οριστικά. Τόσο η κυβέρνηση, όσο και μέρος της αντιπολίτευσης απορρίπτουν το πόρισμα και επιμένουν στην πάγια θέση που ακολουθεί από τη δεκαετία του ’50 κάθε γερμανική κυβέρνηση.
Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η στάση του αντιπροέδρου της Κoινοβουλευτικής Ομάδας των Φιλελευθέρων(FDP) Αλεξάντερ Γκραφ Λάμπσντορφ, ο οποίος με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο δηλώνει στην Deutsche Welle πως η Επιστημονική Υπηρεσία «κάνει λάθος». Για να τεκμηριώσει την άποψή του επικαλείται τη «Συνθήκη δύο συν τέσσερις» του 1990 ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και την τότε Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας με τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία. Σύμφωνα με τον κ. Λάμπσντορφ, «η συμφωνία δεν φέρει τυχαία τον τίτλο “Συνθήκη για την τελική ρύθμιση όσον τη αφορά τη Γερμανία”». Το γεγονός ότι οι τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις αναγνωρίζουν στη συμφωνία αυτή την πλήρη κυριαρχία μιας ενοποιημένης Γερμανίας και δεν κάνουν καμία αναφορά σε αποζημιώσεις, σημαίνει για τον κ. Λάμπσντορφ πως κατά αυτό τον τρόπο έχει κλείσει η πόρτα για σχετικές αξιώσεις άλλων κρατών απέναντι στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Ο πολιτικός των Φιλελευθέρων υπενθυμίζει ότι την ίδια χρονιά, στις 21 Νοεμβρίου 1990, 32 ευρωπαϊκά κράτη, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς υπέγραψαν στη γαλλική πρωτεύουσα την Χάρτα των Παρισίων. Με τη συμφωνία αναγνωρίζεται το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της διαίρεσης της Ευρώπης. Στην ίδια Χάρτα τα συμβαλλόμενα κράτη ρητά χαιρετίζουν «με μεγάλη ικανοποίηση» τη «Συνθήκη δύο συν τέσσερις». Όπως τονίζει ο Αλεξάντερ Γκραφ Λάμπσντορφ, η Ελλάδα που συμμετείχε στη σύνοδο των Παρισίων δεν είχε διατυπώσει τότε καμία ένσταση. Από τη στάση αυτή προκύπτει, σύμφωνα με τον κ. Λάμπσντορφ, ότι σιωπηρά η Αθήνα παραιτήθηκε από τις όποιες αξιώσεις προκύπτουν από τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα.
Διαφορετική είναι επ’ αυτού η εκτίμηση των εμπειρογνωμόνων της Γερμανικής Βουλής. Όπως διευκρινίζουν στο πόρισμά τους, τα κράτη που υπέγραψαν την Χάρτα των Παρισίων χαιρέτισαν μεν τη γερμανική ενοποίηση, αλλά δεν εξέφρασαν καμία άποψη στο ζήτημα των επανορθώσεων. Εξ ού και το πόρισμα της Επιστημονικής Υπηρεσίας χαρακτηρίζει ως «διασταλτική ερμηνεία» την εκτίμηση ότι η στάση της Ελλάδας στο Παρίσι συνιστά σιωπηρή παραίτηση από το αίτημα για επανορθώσεις.
Σε διαφορετικά μήκη κύματος με τον κ. Λάμπσντορφ κινείται η αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke) Χάικε Χένσελ, η οποία είχε κάνει την επερώτηση στην Επιστημονική Υπηρεσία της Bundestag.
Με δήλωσή της προς την Deutsche Welle υπενθυμίζει ότι οι αξιώσεις της Ελλάδας που υποστηρίζονται τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και από τη Νέα Δημοκρατία αφορούν εκτός από τις επανορθώσεις και αποζημιώσεις για θύματα και την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου. «Πρόκειται για ένα συνολικό πακέτο που θα πρέπει», σύμφωνα με την κ. Χένσελ, «να διαπραγματευτούν διμερώς η γερμανική και η ελληνική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των οργανώσεων των θυμάτων της κατοχής». Εκτός από τις απευθείας διαπραγματεύσεις η κ. Χένσελ προτείνει Ελλάδα και Γερμανία να αποταθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, προκειμένου να δοθεί μια νομική απάντηση στα επίμαχα ζητήματα.
Την άποψη αυτή στηρίζει και η Επιστημονική Υπηρεσία της Γερμανικής Βουλής. Στη γνωμοδότησή της προτείνει Αθήνα και Βερολίνο να προσφύγουν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο, προκειμένου να επιτευχθεί «νομική σαφήνεια».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Deutsche Welle στο κυβερνητικό μπρίφινγκ η αναπληρώτρια εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης Ουλρίκε Ντέμερ αρκέστηκε να επαναλάβει την πάγια γερμανική θέση πως το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων έχει «νομικά και πολιτικά ρυθμιστεί οριστικά».
Ο δε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Ράινερ Μπρόιλ απέφυγε να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτηση της Deutsche Welle κατά πόσο η Γερμανία είναι έτοιμη να συμφωνήσει με την εκδίκαση των ελληνικών αξιώσεων στη Χάγη. Παραπέμποντας και στη στάση των Αθηνών δήλωσε: «Προς το παρόν καμία πλευρά δεν σκοπεύει να υποβάλει αυτό το ζήτημα στην κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου». Εφόσον η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί πως στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν νομικές «ασάφειες», τότε δεν θα πρέπει να μη φοβάται να πάει στη Χάγη; Σε αυτή την ερώτηση της Deutsche Welle ο κ. Μπρόιλ διαβεβαίωσε ότι «φόβο δεν έχουμε ούτως ή άλλως».