Οκτώ μέρες μετά την αρχειοθέτηση των νέων μηνύσεων που είχαν κατατεθεί για την υπόθεση των υποκλοπών, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης και ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης επανέρχονται με νέα αιτήματά τους στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ζητώντας την ανάσυρσή τους από το αρχείο, επικαλούμενοι νέα στοιχεία.
Και οι δύο στις μηνύσεις τους είχαν στραφεί σε βάρος προσώπου, στο όνομα του οποίου ήταν προπληρωμένη κάρτα που χρησιμοποιήθηκε για «μολυσμένα» μηνύματα.
Με δύο ξεχωριστές αιτήσεις που κατέθεσαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και οι δύο επικαλούνται την επίσημη απάντηση που δόθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος που αποκλείει τρίτο πρόσωπο να μπορούσε κάνει χρήση της προπληρωμένης κάρτας του μηνυόμενου χωρίς να έχει γνώση του pin της και ζητούν να κινηθεί σε βάρος του τρίτου προσώπου ποινική δίωξη για ψευδή κατάθεση.
«Η εκδοχή που παρουσίασε στην κατάθεσή του ο μηνυόμενος είναι σύμφωνα με την επίσημη θέση της αρμόδιας τράπεζας όχι μόνο αναληθής, αλλά και πρακτικώς αδύνατη, καθώς για να χρησιμοποιήσει κάποιος μία προπληρωμένη κάρτα σαν αυτήν με την οποία αγοράστηκαν τα μολυσμένα μηνύματα, έπρεπε να έχει στα χέρια του τόσο τον φάκελο που του είχε σταλεί, όσο και το κινητό τηλέφωνο του μηνυόμενου με το σχετικό μήνυμα της τράπεζας για να σχηματίσει με συνδυασμό των δύο στοιχείων το pin. Και φυσικά δεν εννοείται κάποιος να χρησιμοποιήσει άλλο δικό του pin και όχι το σωστό pin που εξέδωσε η τράπεζα», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην αίτηση που κατέθεσε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ο πληρεξούσιος δικηγόρος του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Χρήστος Κακλαμάνης.
Τα νέα στοιχεία αναφέρει στην αίτησή του και ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης τονίζοντας ότι παρόλο που «ο διενεργών την προκαταρκτική εξέταση αξιολόγησε ως πειστικούς, αξιόπιστους και αληθείς τους ισχυρισμούς του μηνυόμενου, εν τέλει αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά αποτελούν ένα μύθευμα, επινόησης του» .
Σύμφωνα με την απάντηση της Εθνικής Τράπεζας, η προπληρωμένη κάρτα μπορούσε να ενεργοποιηθεί αποκλειστικά από τον κάτοχό της, καθώς η διαδικασία απαιτούσε τη χρήση ενός μοναδικού, αυτοματοποιημένου και κρυπτογραφημένου κωδικού PIN, ο οποίος αποστέλλεται μόνο στο κινητό τηλέφωνο που έχει δηλώσει ο πελάτης και δεν υπάρχει κανένα ζήτημα ασφάλειας των συστημάτων της Τράπεζας και επομένως κανένας τρίτος με άλλο, δικό του PIN δεν μπορεί να ενεργοποιήσει την κάρτα και να πραγματοποιήσει συναλλαγές.
Στην αίτηση ανάσυρσης αναφέρεται επιπλέον ότι «η απάντηση της Εθνικής Τράπεζας που ανέδειξε την αναλήθεια των καταθέσεων του μηνυομένου, και ανέτρεψε τα εσφαλμένα συμπεράσματα που εξήγαγε ο διενεργών την προκαταρκτική εξέταση, πλήττοντας την συνολική εγκυρότητα του Πορίσματος Αρχειοθέτησης, αποτελεί μεταγενέστερο στοιχείο που πρέπει να οδηγήσει στην επανεξέταση της υπόθεσης».
Ο κ. Κουκάκης ζητεί να εξεταστούν και τα 116 θύματα από το κατασκοπευτικό λογισμικό αναφέροντας ότι αποτελεί απαραίτητη ενέργεια προς διακρίβωση της αλήθειας και την διερεύνηση της τέλεσης των αδικημάτων της κατασκοπίας και της παραβίασης προσωπικών δεδομένων από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ιδίως όταν μέσα σε αυτό τον αριθμό των παγιδευμένων προσώπων συμπεριλαμβάνεται ο Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ και κρίσιμοι πολιτειακοί παράγοντες.
« Υπό το πείσμα των νέων στοιχείων κατατέθηκε αίτηση ανάσυρσης της υπόθεσης από το αρχείο», δηλώνει ο δικηγόρος του Θ.Κουκάκη, Ζαχαρίας Κεσσές . Και προσθέτει: «Είναι καιρός όμως να γίνουν κατανοητά από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου τα εξής. Πρώτον ότι οι αναρίθμητες πλημμέλειες στην έρευνά της είναι αυτές που οδηγούν στην συνεχόμενη ανάδειξη νέων αποδεικτικών στοιχείων. Δεύτερον ότι όλα αυτά τα στοιχεία θα έπρεπε να έχουν ήδη διερευνηθεί αν υπήρχε διάθεση ανεύρεσης της αλήθειας. Τρίτον ότι το μέγεθος του σκανδάλου
του κατασκοπευτικού λογισμικού είναι τόσο μεγάλο, που η ίδια υπόθεση δεν θα πάψει να τροφοδοτείται από νέα στοιχεία και ευρήματα. Τελευταίο και σημαντικότερο ότι η αιτιολογία της αρχειοθέτησης είναι τόσο ισχνή και σοβαροφανής, που όχι μόνο στερείται νομικού ερείσματος αλλά προσβάλλει και την κοινή λογική, υποβαθμίζοντας σοβαρά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο θεσμό της Δικαιοσύνης».