Εάν κάτι είναι βέβαιο είναι ότι ο Κώστας Σημίτης, που απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών, άφησε ισχυρό, αλλά αμφιλεγόμενο αποτύπωμα στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας.
Το εάν οδήγησε στον «εκσυγχρονισμό», όπως είναι το εμβληματικό σύνθημα που κυριάρχησε στην οκταετία του ή στη χρεωκοπία της χώρας με τη δημιουργική λογιστική και τα “greekonomics”, θα απασχολεί για καιρό ακόμη τον δημόσιο διάλογο και τους ιστορικούς του μέλλοντος. Πάντως ο όρος «σύστημα εξουσίας Σημίτη», πολιτογραφήθηκε από τη δημοσιογραφική και πολιτική γλώσσα για πρώτη φορά επί των ημερών του, προκειμένου να αποτυπώσει τις εκλεκτικές συγγένειες με τη νέα διαπλοκή που διαμόρφωσε και του εξασφάλιζαν μιντιακή υπεροπλία και πολιτική κυριαρχία ακόμη και στην αποδρομή του.
Με αριστερό οικογενειακό παρελθόν, από τον πατέρα του που συνδέθηκε με την Εθνική Αντίσταση, ο Κώστας Σημίτης ανέπτυξε αντί-δικτατορική δράση μέσω του «Ομίλου Παπαναστασίου» και της «Δημοκρατικής Άμυνας», την οποία όμως μετέπειτα ο ίδιος υποβάθμισε, κάνοντας λόγο για «κροτίδες» που έβαζε επί Χούντας. Μία αποτίμηση της αντιδικτατορικής και μετέπειτα πολιτικής του δράσης έχει κάνει ο ίδιος με το βιβλίο του «Δρόμοι ζωής» που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2015 από τις εκδόσεις «Πόλις».
Η πολιτική του διαδρομή χαρακτηρίστηκε από την ανταγωνιστική σχέση του με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αμφισβήτησε πτυχές ή και βασικές επιλογές του ηγέτη του κόμματος, φλερτάροντας ενίοτε με τη διαγραφή. Θύμιζε τότε ότι «υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ».
Ενώ όμως η «Δημοκρατική Άμυνα» υπήρξε η πρώτη ηχηρή διάσπαση του ΠΑΣΟΚ το 1975, ο Κώστας Σημίτης αντίθετα με ό,τι έπραξαν άλλοι σύντροφοί του (Σάκης Καράγιωργας, Νίκος Κωνσταντόπουλος) προσαρμόστηκε στην κατάσταση, παρέμεινε, και δύο χρόνια αργότερα ήταν στη Κεντρική Επιτροπή που προέκυψε μετά τις εσωκομματικές εκκαθαρίσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, μαζί με τους Παρασκευά Αυγερινό, Άκη Τσοχατζόπουλο, Κώστα Λαλιώτη, Στέφανο Τζουμάκα. Έκτοτε σταδιοδρόμησε σαν κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και μετά σαν υπουργός του Ανδρέα Παπανδρέου, αν και κάποιες φορές έμεινε εκτός κυβέρνησης, ακριβώς λόγω των διαφωνιών του.
Στα απομνημονεύματά του, ενώ φυσικά δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει τον Ανδρέα, εντούτοις τον υποτιμά, ειδικά στο τέλος, κάνοντάς τον δέσμιο του περιβάλλοντος και υπερτιμά τον δικό του ρόλο ως συνομιλητή του. Γενικότερα η μεγαλοψυχία δεν είναι από τα στοιχεία που θα του αναγνωρίσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος.
Σταθμό στην κομματική διαδρομή του αποτελεί η συμμετοχή του στην ομάδα των τεσσάρων μαζί με τη Βάσω Παπανδρέου, τον Παρασκευά Αυγερινό και τον Θεόδωρο Πάγκαλο, με την οποία προετοίμασε τη διεκδίκηση της ηγεσίας, πρώτα της κυβέρνησης τον Ιανουάριο του 1996 από την Κοινοβουλευτική Ομάδα και μετά του κόμματος. Ο Κώστας Σημίτης επικράτησε του Γεράσιμου Αρσένη και του Άκη Τσοχατζόπουλου ως υποψήφιος για τη πρωθυπουργία, έχοντας την πρωτοφανή στήριξη του μιντιακού συστήματος της εποχής. Μερικούς μήνες αργότερα κέρδισε την προεδρία του κόμματος στο επεισοδιακό Συνέδριο του Ιουνίου, όπου νίκησε ξανά έναντι του Άκη Τσοχατζόπουλου, με σύνθημα «καθαρές λύσεις» και την απειλή ότι εάν δεν εκλεγεί, θα παραιτηθεί και από την πρωθυπουργία.
Εκσυγχρονισμός
Ο Κώστας Σημίτης είχε εγκαίρως διαγνώσει ότι οι άνεμοι που νεοφιλελευθερισμού που είχαν κυριαρχήσει διεθνώς μετά το 1981 θα καθόριζαν αργά ή γρήγορα και την οικονομική και πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα. Με τον εμβληματικό εκσυγχρονισμό εξέφρασε στα καθ’ ημάς τη φιλελεύθερη μετάλλαξη των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη που συμβολίστηκε με το Σύμφωνο Μπλερ-Σρέντερ το 2000. Η προσαρμογή της Ευρώπης στις νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις είχε κωδικοποιηθεί στην Συνθήκη του Μάαστριχτ που είχε υπογράψει το 1992 η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Για να πετύχει τη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ και την προσαρμογή στη νέα φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία όμως, προσεταιρίστηκε το βαθύ κόμμα και τους πελατειακούς μηχανισμούς που είχε διαμορφώσει στην πρώτη οκταετία της διακυβέρνησης 1981-1989. Αν και πέρασε στην ιστορία σαν μεταρρυθμιστής – μία εικόνα που ο ίδιος φιλοτεχνούσε μέχρι το τέλος για τον εαυτό του – την κρίσιμη μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό (την οποία ορθώς ή λανθασμένα πίστευε) δεν την έκανε, υποχωρώντας στη σκληρή αντίδραση του κομματικού μηχανισμού και των συνδικαλιστών, πολλοί εκ των οποίων τον είχαν στηρίξει στην άνοδό του στην πρωθυπουργία. Πιστώνεται ή χρεώνεται, ανάλογα με την πολιτική οπτική, την πρώτη μεγάλη σύγκρουση κράτους – Εκκλησίας στη Μεταπολίτευση και την αντιπαράθεση με τον Χριστόδουλο γύρω από την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Στο βιβλίο του ο Κώστας Σημίτης αποτιμά θετικά την οκταετία του και παραθέτει ότι το δημόσιο χρέος μειώθηκε κατά 1,4%. Εκ των υστέρων, μάλλον είναι φτωχός απολογισμός, με δεδομένο τον ευρωπαϊκό πακτωλό κονδυλίων που εισέρρευσε στην οικονομία και που εξασφάλιζε σταθερά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ακόμη περισσότερο εάν ληφθεί υπόψη η απόκρυψη δημόσιου χρέους (κυρίως των αμυντικών δαπανών) και η εν γένει δημιουργική λογιστική, τα περίφημα “greeconomiks”, με τη χρήση των οποίων πέτυχε την ένταξη της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης.
Η πρώτη απογραφή του 2004 από την κυβέρνηση της ΝΔ δεν ολοκληρώθηκε, με έναν συμβιβασμό που έκτοτε ακολουθούσε τον Κώστα Καραμανλή. Το εάν η Ελλάδα οδηγήθηκε στη χρεωκοπία το 2010 από τα κρυφά χρέη και τις δεσμεύσεις της εκσυγχρονιστικής διακυβέρνησης Σημίτη ή την άτολμη πολιτική του Κώστα Καραμανλή, είναι ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα της Μεταπολίτευσης που μάλλον θα βαραίνει για πολύ ακόμη τον δημόσιο βίο, καθώς έρχεται και επανέρχεται. Πάντως σίγουρα έπαιξε ρόλο η πανάκριβη Ολυμπιάδα με την οποία θέλησε να συμβολίσει την «Ισχυρή Ελλάδα», που ήταν ένα από τα συνθήματα της περιόδου, όπως και οι «εθνικοί πρωταθλητές», μία νέα γενιά «κρατικοδίαιτων» με την ευρεία έννοια επιχειρήσεων που αναδείχθηκε επί των ημερών του.
«Ενδοτισμός»
Ο εκσυγχρονισμός του Κώστα Σημίτη εκδηλώθηκε και με μία νέα αντίληψη στις εξωτερικές σχέσεις και κυρίως στα εθνικά και τη σχέση με την Τουρκία, η οποία έκτοτε άνοιξε την προσέγγιση του «ενδοτισμού».
Για πρώτη φορά η Ελλάδα έφυγε από το δόγμα της «μίας και μόνης διαφοράς της υφαλοκρηπίδας», αναγνωρίζοντας στη συμφωνία της Μαδρίτης με τον Ντεμιρέλ, τον Ιούλιο του 1997, «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο». Γενικότερα ακολούθησε μία διαφορετική προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής, δίνοντας περισσότερο βάρος στις ήπιες μορφές ισχύος, ενώ στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων άνοιξε τη πόρτα για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας – που δέσμευσε στην συνέχεια και τον Κώστα Καραμανλή.
Μέσα από τους πολλούς γύρους για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, έφθασε ένα βήμα πριν την οριοθέτηση του Αιγαίου για την προσφυγή στη Χάγη, μία πολιτική όμως που δεν ολοκλήρωσε μέχρι την αποχώρησή του, υπό τον φόβο των αντιδράσεων. Η νέα προσέγγιση υπήρξε απότοκο των Ιμίων (η πρώτη κατάληψη ελλαδικού εδάφους από ξένη δύναμη μετά τον πόλεμο), και του «ευχαριστώ τους Αμερικάνους», αν και δεν έχει απαντηθεί εάν η ευθύνη ήταν δική του και της πολιτικής ηγεσίας ή του ναυάρχου Λυμπέρη. Παρομοίως μελανό στίγμα είναι και η παράδοση Οτσαλάν, όπου επίσης βρέθηκε απροετοίμαστος.
Εάν κάτι δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς στον Κώστα Σημίτη είναι οι στρατηγικοί στόχοι που έβαζε και η μεθοδικότητα στη διαμόρφωση των εκάστοτε συσχετισμών που απαιτούνταν για να τους πετύχει. Η πολιτική του εκσυγχρονισμού αγκαλιάστηκε από ένα νέο σύστημα επιχειρηματικών και μιντιακών συμφερόντων που του εξασφάλισε επικοινωνιακή υπεροπλία και αδιατάρακτη πολιτική κυριαρχία ακόμη και όταν ο Κώστας Καραμανλής πλειοψηφούσε στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα θυσίασε τον στόχο του αναγκαίου εκσυγχρονισμού της χώρας στον βωμό της διαπλοκής, που ήταν απαραίτητη για την πολιτική του κυριαρχία.
«Αυτή είναι η Ελλάδα»
Ο τεθνεώς δεδικαίωται (από τις αμαρτίες), αλλά δεν δικαιώνεται για τα πεπραγμένα του, ούτε συγχωρείται για πολιτικές πράξεις που βαραίνουν έναν ολόκληρο λαό. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό είναι η περίοδος της ανόδου του Χρηματιστηρίου που έληξε άδοξα, με πενιχρά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία, αλλά με δεκάδες χιλιάδες κατεστραμμένες οικογένειες που παρασύρθηκαν στον χρηματιστηριακό τζόγο που «μόχλευε» το μιντιακό σύστημα με τις ευλογίες της κυβέρνησης. «Ας πρόσεχαν», όπως φέρεται να είπε στη συνέχεια ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης ο οποίος είχε μία αλλεργία στην ανάληψη των ευθυνών που του αναλογούσαν και η οποία κωδικοποιήθηκε όταν από το βήμα της Βουλής είπε «αυτή είναι η Ελλάδα» για το ναυάγιο του «Σάμινα».
Ο Κώστας Σημίτης είναι από τους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης που άφησαν το στίγμα τους. Ίσως είναι από τα παράδοξα της ιστορίας ότι τον εκσυγχρονισμό δεν συνέχισε ο διάδοχός του στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια τον διέγραψε.
Τη σκυτάλη του εκσυγχρονισμού, ως αντίληψη που προέκτεινε στα άκρα και μέθοδο άσκησης εξουσίας, πήρε ο επικεφαλής του ιστορικά αντίπαλου κόμματος στο ΠΑΣΟΚ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος ενσωμάτωσε στο δικό του σύστημα εξουσίας και την τελευταία φουρνιά στελεχών σημιτικής αναφοράς.