Skip to main content

31 Δεκεμβρίου 2001: Το τέλος της δραχμής, η έλευση του ευρώ και η υποδοχή του από τον πολιτικό κόσμο

Από την 1η Ιανουαρίου του 2002, η Ελλάδα εισερχόταν σε μια νέα εποχή, αφήνοντας πίσω της το εθνικό νόμισμα

«Σε λίγες ώρες, μαζί με το νέο έτος, το ευρώ, μπαίνει στη ζωή μας.(…) Από σήμερα η δραχμή, το νόμισμά μας, από το 1833, όπως είδαμε, αντικαθίσταται από το ευρώ». Αυτό δήλωνε ο πρωθυπουργός της χώρας, Κώστας Σημίτης, στο πρωτοχρονιατικό του μήνυμα την 31η Δεκεμβρίου του 2001.

Από την 1η Ιανουαρίου του 2002, η Ελλάδα εισερχόταν σε μια νέα εποχή, αφήνοντας πίσω της το εθνικό νόμισμα, τη δραχμή, την οποία και αντικατέστησε με ένα ισχυρό και πολλά υποσχόμενο νόμισμα, το ευρώ.

«Από την 1η του έτους αρχίζει αγαπητοί μου, η εποχή του ευρώ. Εγκαταλείπουμε τη δραχμή μας για χάρη του νέου νομίσματος που μας προσφέρει περισσότερες δυνατότητες και μας καλεί τις εκμεταλλευτούμε. Μας εξασφαλίζει πιο σταθερές τιμές, συναλλακτική ασφάλεια και μια πραγματικά ενιαία αγορά αλλά συγχρόνως μας υποχρεώνει να υποδεχθούμε έναν μεγαλύτερο ανταγωνισμό», δήλωνε στο δικό του μήνυμα ο αείμνηστος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος, για το νέο νόμισμα.

Η μετάβαση στο νέο νόμισμα

Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία το 2002, αλλά ο σχεδιασμός και η προετοιμασία για την εισαγωγή τους είχαν ξεκινήσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992, περιγράφει τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς και των κυβερνήσεων και των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) των χωρών της ζώνης του ευρώ, όσον αφορά την έκδοση των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων ευρώ.

Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία σε 12 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η μετάβαση ολοκλη-ρώθηκε μέσα σε δύο μήνες και τα εθνικά τραπεζογραμμάτια και κέρματα των πρώτων 12 χωρών έπαψαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα στο τέλος Φεβρουαρίου του 2002.

Το τρίτο και τελικό στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ)

Την 1 Ιανουαρίου του 1999, αρχίζει το τρίτο και τελικό στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). 11 κράτη-μέλη (Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία και Φινλανδία) εντάσσονται στην ΟΝΕ και υιοθετούν ως νόμισμά τους το ευρώ, το οποίο υπάρχει μόνο σε λογιστική μορφή και αντικαθιστά τα εθνικά τους νομίσματα με βάση την ισοτιμία μετατροπής που καθορίστηκε αμετάκλητα στις 31 Δεκεμβρίου 1998.

Τον Ιούλιο του 1999, αρχίζει η παραγωγή του ευρώ. Έπειτα από μια σειρά προπαρασκευαστικών τεχνικών σταδίων, άρχισε η παραγωγή των τραπεζογραμματίων ευρώ. Κάθε ΕθνΚΤ ήταν υπεύθυνη να ορίσει τον τόπο εκτύπωσης του αρχικού αποθέματος τραπεζογραμματίων τα οποία ήταν αναγκαία για την αντίστοιχη χώρα.

Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη

Στις 19 και 20 Ιουνίου του 2000, η Ελλάδα εντάσσεται στην ευρωζώνη. Το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOFIN), στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στην Πορτογαλία, αποφάσισε την ένταξη τη Ελλάδος στο ευρώ.

Την 1η Ιανουαρίου του 2001, η Ελλάδα εντάχθηκε στη ζώνη του ευρώ και η αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ευρώ ορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,750 δραχμές. Η Τράπεζα της Ελλάδος έγινε μέλος του Ευρωσυστήματος, το οποίο αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.

Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης με τον διοική της ΤτΕ, Λουκά Παπαδήμο/ EUROKINISSI

Η Τράπεζα της Ελλάδος συνεργάστηκε με όλους τους αρμόδιους φορείς, τα Υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και την ειδική επιτροπή (task force) GRECO που είχε συσταθεί στην ΕΚΤ, για την επιτυχή εισαγωγή του ευρώ.

Αμέσως μετά την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από την Ελλάδα, ακολούθησε μια μεταβατική περίοδος, κατά την οποία το ευρώ χρησιμοποιήθηκε μόνο σε λογιστική μορφή και η εγχώρια αγορά αποτελούσε μέρος της ενοποιημένης αγοράς της ζώνης του ευρώ. Η μεταβατική περίοδος έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2001 με την εισαγωγή του ευρώ σε φυσική μορφή στην Ελλάδα ταυτόχρονα με τις άλλες 11 χώρες της Νομισματικής Ένωσης.

Κατά την περίοδο αυτή η νομισματική πολιτική ασκούνταν σε ευρώ, οι σχετικοί λογαριασμοί των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος άρχισαν να τηρούνται σε ευρώ και όλες οι διατραπεζικές συναλλαγές στην αγορά χρήματος διενεργούνταν σε ευρώ.

Η επιτυχής εισαγωγή του νέου νομίσματος σε φυσική μορφή και η παράλληλη κυκλοφορία

Τον Ιανουάριο του 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία στην Ελλάδα ταυτόχρονα με τα άλλα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ. Η μετάβαση στο ευρώ ολοκληρώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2002.

Η εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ απαιτούσε λεπτομερείς σχεδιασμούς/προσεκτικό προγραμματισμό σε επίπεδο διοικητικής μέριμνας. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στην προετοιμασία των δικτύων (καταστημάτων) των τραπεζών και των εμπορικών επιχειρήσεων, που αποτελούν τους βασικούς αγωγούς διοχέτευσης τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στην αγορά.

Η κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων και των κερμάτων ευρώ στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε ομαλά και απρόσκοπτα. Το ελληνικό κοινό εξοικειώθηκε πολύ γρήγορα με το ευρώ και ήδη από την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών πραγματοποιούνταν σε ευρώ. Το μερίδιο των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ στο σύνολο των τραπεζογραμματίων και κερμάτων σε κυκλοφορία υπήρξε υψηλό και μάλιστα υψηλότερο από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.

Από την 1η Ιανουαρίου έως τις 28 Φεβρουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα ευρώ κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα παράλληλα με τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα δραχμών (περίοδος παράλληλης κυκλοφορίας). Οι συναλλαγές σε λογιστική μορφή όμως (με επιταγές, εμβάσματα, πιστωτικές κάρτες κ.λπ.) γίνονταν μόνο σε ευρώ.

Με πληροφορίες από Τράπεζα της Ελλάδος